Εκπαίδευση, εκπαιδευτικοί, παιδαγωγός, μαθητές. Ναι, ξέρω ακούγονται συχνά στα άρθρα μου -περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη έννοια και λέξη- αλλά είναι ένας κλάδος που ταλανίζει τη χώρα μας χρόνια τώρα. Και προφανώς, δεν εννοώ τους ανθρώπους που υλοποιούν όλες αυτές τις «καινοτομίες» της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, αλλά τους ανθρώπους που δίνουν εντολές «άνωθεν», κάνοντας μπαλάκια του πινγκ-πόνγκ, όσους εμπλέκονται κι ασχολούνται με τον τομέα.

Εδώ και περίπου 2 με 3 μήνες που ξεκίνησα να γράφω στο σάιτ, η αλήθεια είναι ότι έχω επικεντρωθεί περισσότερο στη δράση και τους τομείς των εκπαιδευτικών και λιγότερο στις συμπεριφορές των μαθητών. Έχω τονίσει επανειλημμένως, ότι η εκπαιδευτική διαδικασία είναι μια σχέση αλληλεπίδρασης κι αλληλοσεβασμού μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή και μόνο όταν αυτές οι σχέσεις λειτουργούν αρμονικά, μπορούμε να πούμε ότι το έδαφος είναι πρόσφορο για ομαλή κι αποτελεσματική εκπαίδευση. Όσο περνάει ο καιρός, γίνεται αντιληπτό ότι οι σχέσεις αυτές, γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες –ιδιαίτερα στις εφηβικές ηλικίες- καθώς οι νέοι έχουν αρχίσει να γίνονται περισσότερο αντιδραστικοί σε κάτι που θεωρούν ότι δεν τους ταιριάζει και παράλληλα, βασίζονται και υποστηρίζουν ακράδαντα τις απόψεις τους, οι οποίες σχεδόν πάντα δεν κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με αυτές των καθηγητών τους.

Πριν τριάντα μέρες σχεδόν, αναλύσαμε τις φράσεις που ακούγονται από εκπαιδευτικούς και προκαλούν «δυσφορία» σε μαθητές και γονείς. Προφανώς και θα υπάρχουν κι εξαιρέσεις, αλλά θεωρώ ότι οι φράσεις που αναφέρθηκαν, αντιπροσωπεύουν τον μέσο όρο των καθηγητών των τελευταίων δεκαετιών. Στην αντίπερα όχθη, είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς πως κι από την πλευρά των μαθητών, οι φράσεις που ακούγονται ορισμένες φορές, δε συμπεριλαμβάνουν τον πρέποντα σεβασμό προς τον καθηγητή τους. Πάμε να δούμε λοιπόν, ορισμένες τέτοιες φράσεις.

 

1. «Πάλι μ’ αυτόν έχουμε;»

Χιλιοειπωμένη φράση από όλους και ταυτόχρονα τόσο υποτιμητική προς το πρόσωπο που τη δέχεται ή προς το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Ο αθώος τρόπος με τον οποίο εκφράζουμε την εν λόγω φράση, δε σημαίνει ότι δεν ενοχλεί ή δεν πληγώνει τον εκάστοτε εκπαιδευτικό, ο οποίος είναι παραλήπτης της. Είναι πολύ πιθανό να θεωρήσει ότι δεν τυγχάνει της αποδοχής και του σεβασμού από τους μαθητές του, ενώ παράλληλα είναι πολλές οι πιθανότητες να εικάζει ότι δεν εκτιμάται η δουλειά του κι αυτά που επιδιώκει να προσφέρει. Είναι πολύ σημαντικό για έναν εκπαιδευτικό να ξέρει ότι τον σέβονται οι μαθητές του και διατηρούν σαφή όρια, τονώνοντας έτσι την ψυχολογία και την όρεξή του για αποτελεσματική δουλειά.

 

2. «Μα δε μ’ αρέσει αυτό το μάθημα»

Να είσαι σίγουρος πως το γνωρίζει και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό, απλώς σε παροτρύνει να δοκιμάσεις κάτι καινούριο, όχι σε υπερβολικό βαθμό, στον βαθμό που μπορείς κι αντέχεις. Στόχος του είναι να διατηρεί το μυαλό σου ενεργό στη μαθησιακή διαδικασία, ώστε να μην το απασχολείς με φλυαρίες που δεν έχουν σημασία εκείνη την ώρα. Ακόμη, είναι ένας τρόπος για να διατηρεί τις ισορροπίες μέσα στην αίθουσα και να διευκολύνονται οι μαθητές που έχουν έφεση στο συγκεκριμένο μάθημα. Οπότε, όσο κι αν τα παρατάς, να ξέρεις πως ο δάσκαλος πάντα θα ψάχνει τρόπο για να σε παρακινήσει.

 

3. «Σε πόσο χτυπάει;»

Φυσικά το έλεγα κι εγώ. Φυσικά και περίμενα αγωνιωδώς να έρθει η ώρα του διαλείμματος. Φυσικά κι ακούγεται άσχημα στο αυτί του καθηγητή. Για μια ακόμη φορά θα σταθώ στην ψυχολογία του καθηγητή που επηρεάζεται από τέτοιες εκφράσεις. Ο εκπαιδευτικός είναι κι αυτός άνθρωπος με συναισθήματα. Το σχολείο γι’ αυτόν, τις περισσότερες φορές, αποτελεί χώρος αποφυγής των προβλημάτων και της καθημερινότητας. Πιστέψτε με, η επαφή με παιδιά και νέους, για πολλούς εκπαιδευτικούς είναι ευτύχημα, αρκεί να υπάρχει ο απαραίτητος σεβασμός.

 

4. «Καλά, ό,τι πείτε»

Μια σύντομη αλλά με βαθύ νόημα φράση που ακούγεται από πολλούς μαθητές προς τον εκπαιδευτικό και παίρνει πολλές μορφές λανθασμένη μορφή. Η εν λόγω φράση, βγαίνει από το στόμα των μαθητών όταν αρχίζουν να αισθάνονται σημάδια κόπωσης. Στην περίπτωση αυτή, αντιδρούν πολύ έντονα στα λεγόμενα του καθηγητή, αντίδραση που απορρέει τις περισσότερες φορές, από την ψυχική κόπωση που φέρει το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα κι όχι από τον χαρακτήρα των παιδιών. Φυσικά, δεν είναι πάντα εύκολο να το διακρίνει αυτό ένας εκπαιδευτικός, ειδικά την ώρα που παραδίδει μάθημα και δε θέλει κανένας να τον διακόψει. Ακούγοντας τη φράση αυτή, θεωρεί ότι πάει στράφι όλη η προσπάθεια που καταβάλλει, όχι μόνο για τον συγκεκριμένο μαθητή, αλλά και για την υπόλοιπη τάξη, που δείχνει ενδιαφέρον ως προς το αντικείμενο.

 

5. «Όχι δε βγαίνω έξω»

Όποιος αρνείται ότι είπε αυτή τη φράση, μάλλον ψεύδεται. Δεν υπάρχει μαθητής που να μην έχει υποπέσει σε κάποιο σχολικό παράπτωμα -όπως αυτά ορίζονται από την εκπαιδευτική κοινότητα- με αποτέλεσμα ο εκπαιδευτικός, να προβεί σε κάποια επίπληξη ή στη χειρότερη να ζητήσει να βγει έξω από την αίθουσα. Τη στιγμή εκείνη, ο «παραβάτης» είναι λογικό να αισθάνεται αδικημένος. Πίστεψέ με, δεν υπάρχει καμία πρόθεση να σε προσβάλλει ο καθηγητής, ούτε σε έχει στοχοποιήσει (βέβαια υπάρχουν κι εξαιρέσεις). Απλώς είναι ένας τρόπος να σε κάνει να ηρεμήσεις, ώστε να αποφευχθεί τυχούσα χειρότερη συμπεριφορά από τους συμμαθητές σου. Επίσης, είναι ένας τρόπος, να μην ταραχθεί η υπόλοιπη τάξη και να συνεχιστεί το μάθημα κανονικά (ο μεγαλύτερος φόβος των καθηγητών). Αν θες τη γνώμη μου, είναι τελείως λανθασμένη αυτή η μέθοδος, αλλά κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός.

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται βλακείες σε ορισμένους, αλλά θεωρώ ότι ένας εκπαιδευτικός έχει να διηγηθεί ιστορίες και να δώσει άπειρα παραδείγματα στηριζόμενος στις προαναφερθείσες φράσεις. Αλίμονο αν νομίζαμε πως μια σχέση εκπαιδευτικού-μαθητή θα ήταν εύκολη και θα κυλούσε πάντα όπως θα θέλαμε. Όπως όλες οι σχέσεις, έτσι κι αυτή, θα πρέπει να στηριχθεί στην υπομονή κι αλληλοκατανόηση. Η εκπαιδευτική διαδικασία έχει γίνει απαιτητική, καθώς δε λαμβάνεται υπόψη μόνο η μετάδοση της γνώσης, αλλά και τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές των μαθητών. Όσο περνάνε τα χρόνια, τα παιδιά εξελίσσονται και θεωρώ πως η επικοινωνία με τους καθηγητές τους, θα αρχίσει να γίνεται πιο ουσιαστική.

Συντάκτης: Βασίλης Γκιλιόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου