Από μικρός, όταν πρωτοαντίκρισα την κανονική μορφή διδασκαλίας –στην Τρίτη δημοτικού κατά κύριο λόγο-, άρχισα να συνειδητοποιώ πως δεν έχω την ευχέρεια να δέχομαι όλες τις γνώσεις με τον ίδιο τρόπο. Συχνά, έπιανα τον εαυτό μου να επιδιώκει διαφορετικές μεθόδους ή τεχνάσματα, προκειμένου να διευκολύνω την προσωπική μου μάθηση. Φυσικά, άλλες είχαν αποτέλεσμα, ενώ άλλες με προβλημάτιζαν ακόμη περισσότερο. Νομίζω ότι δεν είμαι ο μόνος που αντιμετώπισε μια τέτοια δυσκολία. Έχω ακούσει κατά καιρούς, πολλούς συνομηλίκους κι όχι μόνο, που δυσκολεύονταν αρκετά να δεχθούν την παρεχόμενη γνώση, ειδικά στα μαθήματα που απαιτούνταν η αποστήθιση.

Έπρεπε να φτάσω στο τρίτο έτος του πανεπιστημίου για να ανακαλύψω τη λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Δεν το κρύβω, είχα πάντα την απορία μέσα μου για το πώς θα μπορέσω να ανταποκριθώ σε περίπτωση που συναντήσω περιπτώσεις σαν και τη δική μου. Ώσπου ήρθε στη ζωή μου η διαφοροποιημένη διδασκαλία και μου έλυσε όλες μα όλες μου τις απορίες. Πρόκειται για μάθημα, που σε συνδυασμό με τη μεταδοτικότητα της καθηγήτριας, τείνει να αλλάξει τις σκέψεις μου σε μεγάλο βαθμό, βλέποντας διαφορετικά την εκπαιδευτική διαδικασία. Ως διαφοροποιημένη διδασκαλία, θα όριζα τη διδασκαλία που πραγματοποιείται όταν το παιδί είναι έτοιμο να δεχθεί την παρεχόμενη γνώση, αλλά με τον σωστό τρόπο. Προφανώς και μια τέτοια μέθοδος, κάτι άλλο παρά εύκολη θα μπορούσε να θεωρείται, αλλά εφόσον γίνεται σωστά και μεθοδικά, τα αποτελέσματα που επιφέρει είναι αξιοσημείωτα, τόσο στην ψυχολογία αλλά και την ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών.

Ας αναλύσουμε λοιπόν τη διαδικασία. Πρώτα απ’ όλα, οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές πως όλες οι ενέργειες και οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κατά τη διαφοροποιημένη διδασκαλία, ακολουθούν τη μαθητοκεντρική προσέγγιση κι όχι τη δασκαλοκεντρική. Έχουν δηλαδή ως επίκεντρο τον μαθητή ως άτομο και διαμορφώνουν την πορεία της διδασκαλίας σύμφωνα με τις ανάγκες του.

Το πρώτο βήμα που κάνει ο εκπαιδευτικός που ξεκινάει να χρησιμοποιεί τη μέθοδο αυτή, είναι να κατανοήσει τους τρόπους με τους οποίους μαθαίνει το παιδί. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μοιρασιά ερωτηματολογίου, όπου αναγράφονται διάφορες πτυχές της καθημερινότητας κι ο μαθητής επιλέγει, αυτή με την οποία συμφωνεί. Στη συνέχεια ο εκπαιδευτικός συλλέγει τα δεδομένα και ταξινομεί τους μαθητές σύμφωνα με τις ικανότητές τους. Συγκεκριμένα, χωρίζονται κατά κύριο λόγο σε οπτικούς, ακουστικούς, απτικούς και κιναισθητικούς. Ας αναφέρουμε στο σημείο αυτό, πως στο ερωτηματολόγιο είναι ωφέλιμο να συμπεριληφθούν κι οι προτιμήσεις των παιδιών για το πώς περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους, αφού, σύμφωνα με έρευνες, όταν ο καθηγητής συνδέει τη γνώση με τα ενδιαφέροντα των μαθητών, δείχνουν μεγαλύτερη όρεξη και προτροπή για τη μαθησιακή διαδικασία.

Στη συνέχεια, θα πρέπει να ελέγξουμε, ποιο είναι το σημείο του μαθήματος το οποίο αδυνατεί να κατανοήσει ο μαθητής. Δημιουργούμε μια μικρή δραστηριότητα που περιλαμβάνει τέσσερις ερωτήσεις Σωστού- Λάθους, που αναφέρονται στις γενικές έννοιες, στις πιο σημαντικές μορφές του μαθήματος. Η ενέργεια αυτή, μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε, τόσο το μέγεθος της κατανόησης του παιδιού, όσο και το σημείο που το δυσκολεύει να δεχθεί αυτή τη νέα πληροφορία που του προσφέρεται.

Το επόμενο βήμα είναι και το πιο σημαντικό. Η διδασκαλία διαφοροποιείται σε τρεις τομείς: Α) ως προς το περιεχόμενο, Β) ως προς την ετοιμότητα, Γ) το μαθησιακό προφίλ. Σκοπός του εκπαιδευτικού, είναι να καταλάβει σε ποιον από τους τρεις τομείς θα κάνει τη διαφοροποίηση. Αναμφίβολα, σε κάθε μια από τις τρεις περιπτώσεις, υπάρχουν διαφορετικές ασκήσεις και πρακτικές που εφαρμόζονται με επίκεντρο τον μαθητή και του παρέχουν τη δυνατότητα να εργαστεί στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις και να ανακαλύψει ουκ ολίγα πράγματα για την προσωπικότητα, τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητές του. Οι ασκήσεις αυτές, λειτουργούν με βάση τις αδυναμίες που εμφανίζει ο μαθητής κι έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν στην ανάπτυξή του σε μεγάλο βαθμό.

Τέλος, για να ελέγξουμε αν έχει υλοποιηθεί σωστά το εγχείρημα κι έχει επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δημιουργούμε τις κάρτες εξόδου. Στην ουσία είναι μια παρόμοια πρακτική με την κάρτα εισόδου, αλλά αυτή τη φορά έχουμε υπόψη μας, αν κατάλαβε ο μαθητής και μπόρεσε να δεχθεί την παρεχόμενη γνώση.

Προφανέστατα είναι μια μικρή και καθόλου λεπτομερής πληροφόρηση για τη διαφοροποίηση της διδασκαλίας, αλλά είναι αδύνατον να αναλύσω τη διαδικασία εξονυχιστικά σε ένα μόλις άρθρο. Είναι σαφές πως η διαφοροποιημένη διδασκαλία, δεν είναι ξακουστή στον ελλαδικό χώρο, καθώς έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της τα τελευταία χρόνια. Οφείλουμε, όμως, ως εκπαιδευτικοί να δραστηριοποιηθούμε περισσότερο στον τομέα αυτό, να τον κάνουμε κτήμα μας κι ύστερα να τον χρησιμοποιήσουμε, βοηθώντας τόσο εμάς όσο και τους μαθητές μας. Γιατί αυτοί είναι οι κύριοι κριτές μας.

Συντάκτης: Βασίλης Γκιλιόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου