Ήταν κάποτε κάτι ερωτοχτυπημένοι, που έβγαιναν ραντεβού με αθώες λεμονάδες και καφέδες. Αυτοί που στο μήνα επάνω είδαν ότι ταιριάζουν, «έτρεξαν» τη διαδικασία και παντρεύτηκαν. Πάνω στα αθώα αυτά ραντεβού, αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια. Και βγήκαμε εμείς. Χαρά στο κουράγιο τους, ώρα καλή στην πρύμνη τους κι αέρα στα πανιά τους και τα συναφή.

Ήταν αυτοί που σε ξεσκάτισαν όταν δεν έχεις συνείδηση του πού είναι η τουαλέτα, αλλά ούτε και τη χρησιμότητά της. Να τους έχει ο Θεός καλά και για το φαγητό, την προσοχή, τη φροντίδα, τις αρρώστιες και τις δυσκολίες που κάνανε τα πάντα για να ξεπεράσουμε. Όταν πέφταμε ήταν εκεί. Όταν γινόμασταν παντζάρια απ’ το κλάμα, ήταν εκεί. Ωραίες αναμνήσεις, έτσι;

Μεγαλώσαμε μετά κι αρχίσαμε να ανοίγουμε τα φτερά μας. Φεύγαμε απ’ τα σπίτι κρυφά μέσα στη μαύρη νύχτα και γυρνούσαμε λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος. Άλλες φορές, με επιτυχία, κάναμε τον κλέφτη, άλλες μας περίμενε η δεσμοφύλακας με τα χέρια σταυρωμένα.

Μάθαμε να πίνουμε, μάθαμε να καπνίζουμε, να κάνουμε σεξ, να υποσχόμαστε τον ουρανό και τη Γη σε σχέσεις και φίλους. Και νιώθαμε δυνατοί και τόσο σίγουροι για τους εαυτούς μας. Εκείνοι ήταν εκεί και μας έμαθαν το πιο σημαντικό όταν όλα κατέρρεαν, τον τρόπο διαχείρισης του πόνου.

«Όλα θα πάνε καλά», «Η ζωή συνεχίζεται», «Ό,τι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό». Οι φράσεις αντηχούν ακόμα στα αυτιά μας. Πετάγονται σαν κόκκινα σημαιάκια στις καταστάσεις που κάποτε πετούσαμε τη σκούφια μας να μπούμε.

Φτάνει παρ’ όλα αυτά, η στιγμή που άρχισαν οι δικοί μας γονείς να πονάνε, να αντιμετωπίζουν δυσκολίες –που πάντα μας έκρυβαν μα δεν μπορούν πια– και να χρειάζονται βοήθεια. Δεν είναι όμορφος ο πόνος κι η απογοήτευση για κάποιον που μια ζωή δουλεύει και παλεύει, οι αντοχές μειώνονται και τότε έχουν πραγματική ανάγκη για στήριξη, απ’ τους πιο δικούς τους ανθρώπους, απ’ τα παιδιά τους.

Προκύπτει ένα θέμα υγείας της μαμάς ενώ δουλεύει . Αντίστοιχα ο πατέρας σου έχει κάποιους πόνους στα χέρια κι ημικρανίες. Γίνεται η στραβή και κρεβατώνεται. Κι αρχίζεις, πλέον, να τρέχεις εσύ.

Παραμερίζεις τη σχολή για όσο χρειαστεί κι αν έχει παρουσίες, δε θέλεις να εκμεταλλευτείς το γεγονός για να παρακαλέσεις τους καθηγητές. Σε μεγαλώσανε με ήθος. Ώρες-ώρες υπερβολικά κιόλας.

Τρέχεις να πάρεις φάρμακα ή σε γιατρούς και φεύγουν οι εξεταστικές έτσι. Ειδικά σε περίπτωση που οι δικοί σου είναι σε άλλη πόλη. Δε σε ενδιαφέρει όμως. Οι άνθρωποι που ήταν εκεί, είναι εκεί ακόμα. Βοηθάς εσύ σε αυτό. Οι κλήσεις πάνε κι έρχονται για καφέ, αλλά να σηκώσεις να πεις τι; Κοιτάς την οθόνη κι από επιλογή σου το κλείνεις. Ας σε δικάσουν μετά.

Όταν σε παίρνει ο κολλητός, όμως, εκεί το σηκώνεις. Στους ανθρώπους, τους οποίους κρατάς στη χούφτα σου γιατί στάθηκαν και στέκονται εκεί, δεν τολμάς να καθυστερήσεις δευτερόλεπτο. Εκεί θα αφεθείς, θα πεις το πόσο δύσκολο είναι και το πόσο μόνος νιώθεις πάνω στη φούρια των πραγμάτων. Το πώς σκίζεσαι για να ανταπεξέλθεις με όλα.

Κι όταν το θέμα είναι οικονομικό;  Κάνεις υπολογισμό των χρημάτων, τόσο υπερβολικά προσεκτικό, για να μην ζητήσεις άλλα. Για να βγουν οι λογαριασμοί μέχρι και το τελευταίο ευρώ, για να μην σου μπει καν στο μυαλό η διαολεμένη σκέψη του «Είμαι λίγο στενά». «Δεν είσαι στενά» πείθεις τον εαυτό σου. Με τον καιρό το κάνεις και πολύ καλά μάλιστα.

Αυτός ο οργασμός σκέψεων σε ακολουθεί όταν πας στη δουλειά σου. Τη βρήκες για να συμπληρώσεις το εισόδημα. Είναι πολύτιμη για σένα γιατί θα σου επιτρέψει όταν πάνε να σου δώσουν χρήματα οι δικοί σου να πεις «Όχι ευχαριστώ, έχω».

Μόλις περάσουν οι φουρτούνες κι από ναύτης γίνεις καπετάνιος, εκεί δεν εκπλήσσεσαι καθόλου. Έφαγες το γαλάζιο με το κουτάλι. Αν επιβιώσεις από αυτές, θα αντιμετωπίσεις τις επόμενες με μεγαλύτερη σιγουριά.

Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα δυο δικά σου χέρια, ίσως χρειαστεί να φροντίσουν τέσσερα. Δεν είναι πάντα εύκολο, αξίζει όμως όσο τίποτα. Είναι το σωστό, είναι η φουρτούνα στο δικό σου πλοίο που θες να ξεπεράσεις γιατί θα είναι πάντα δικό σου.

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Θράβαλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη