Diet’s Bane: 2 μεζούρες Gin Bombay Sapphire, Grenadine, Sprite, Κερασάκι

 

Δεν ξέρω αν το μπαρ είναι το πιο κατάλληλο μέρος για να σκέφτομαι το φαγητό. Λίγο τα κλασικά μπαγιάτικα πατατάκια, λίγο ο εκλεπτυσμένος ουρανίσκος –τόσο εκλεπτυσμένος που μετά το τέταρτο ποτό θεωρεί γαστρονομικό οργασμό ένα συνονθύλευμα ψητού κρέατος με λίπος μέσα σε ψημένο ψωμάκι με μουστάρδα και κρεμμύδι–, η γνώριμη κατάσταση πείνας πάντως μπορεί να ρίξει ένα θαμώνα μπαρ σε μια υπαρξιακή δίνη. Ποια φαγητά μου αρέσουν, ποια συμπαθώ, ποιο είναι το αγαπημένο μου, με ποιο συμβιβάζομαι τις Τετάρτες μέχρι να ‘ρθει η ώρα να μαγειρέψω αυτό που πραγματικά θέλω.

Χειρόφρενο.

Αν ο αναγνώστης έχει αρχίσει να ταυτίζεται με την παραπάνω παράγραφο σε περαιτέρω επίπεδα από αυτά της ταπεινής (αλλά ενίοτε αχαλίνωτης) πείνας, τότε μάλλον έχει μπλέξει σε τοξικές καταστάσεις. Εθιστικές όσο τηγανιτές πατάτες αλλά εξίσου επιβλαβείς για την υγεία -σωματική και πνευματική.

Μισό λεπτό να ξαναγεμίσω το ποτήρι. Χωρίς συνοδευτικό το ιρλανδικό ουίσκι είναι πικρό με μια γλυκιά επίγευση. Αλλά είναι επιλογή που δε βλάπτει κανέναν πέρα από εμένα.

Στο εστιατόριο, η επιλογή φαγητού γίνεται με πολλά κριτήρια: τη φαντασιακή εικόνα που έχουμε για την παρουσίαση κι εμφάνισή του, τις συνήθειες κι αλλεργίες μας, το χαρακτήρα μας αλλά και πώς μας το πούλησε ο σερβιτόρος. Μια τίμια συναλλαγή με τον σεφ, πληρώνουμε, άλλωστε, και θέλουμε να πιάσουν τόπο τα χρήματά μας.

Ίσως και να πιάσουμε συζήτηση για το πώς μας αρέσει ένα φαγητό, με ένα συγκεκριμένο τρόπο, κι ότι θα θέλαμε κάτι παρεμφερές. Ίσως και να προκαλέσουμε το σεφ να μας εκπλήξει, ίσως και να μείνουμε στη σιγουριά της γεύσης που μας φέρνει θύμησες της γιαγιάς και της μαμάς. Στους ανθρώπους δε λειτουργεί έτσι ακριβώς το πράγμα.

Είμαι ωτακουστής. Στο μπαρ ακούω ιστορίες ανθρώπων και κάπως προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται μέσα τους, να εξηγήσω τα κίνητρά τους κι ενίοτε να προσφέρω συμβουλές, τις ίδιες που ευλαβικά αρνούμαι στον εαυτό μου.

Όταν ο άγνωστος Χ συμπεριφέρεται στον άγνωστο Ψ σαν ένα νέο έδεσμα, όταν τον προειδοποιείς ότι ήδη έχεις κάτι που ασχολείσαι «αλλά…»,  τότε του φέρεσαι σαν εστιατόριο συναισθημάτων. Απαιτείς από αυτόν το καλύτερο που ‘χει να δώσει, ζητάς τα πάντα, αλλά δε δίνεις αυτό που αξίζει. Μια υπηρεσία εστίασης.

Οι λόγοι που μπορεί να γίνεται αυτό αδιάφοροι. Ο γενικότερος χαρακτήρας του δρώντος επίσης. Ας είναι και το καλύτερο παιδί -στην προκειμένη μάλιστα η λύση είναι μία: μήνυμα στα κορίτσια του «Να του πάρουμε μια πάστα».

Περισσότερο σημαντικός είναι ο κίνδυνος για το δέκτη αυτής της συμπεριφοράς. Το σκωτσέζικο ντους του να νιώθεις σχεδόν σημαντικός, να απολαμβάνεις μια σχεδόν οικειότητα, να μοιράζεσαι την προσοχή του άλλου. Να ξέρεις ότι στο πίσω μέρος του μυαλού του υπάρχει κάτι άλλο, ότι ανά πάσα στιγμή πρέπει να δώσεις ό,τι καλύτερο έχεις για να ανταγωνιστείς ένα φάντασμα. Να τα δίνεις όλα συνεχώς και χωρίς ορίζοντα. Να εντυπωσιάσεις τον πελάτη, να τον κάνεις τακτικό. Μια διαρκής ψυχοβγαλτική διαδικασία αθέμιτου ανταγωνισμού που τρέφει το εγώ αυτού που την προκαλεί και μόνο.

Γιατί, στο τέλος, μετά από απροσδιόριστο διάστημα, το αγαπημένο φαγητό μπορεί και να υπερισχύσει. Γιατί η διαδικασία σύγκρισης μόνο πληγώνει, ειδικά απ’ τη στιγμή που επικοινωνηθεί. Αστυνομία σκέψης δεν υπάρχει, το μυαλό είναι ένα σκοτεινό μέρος∙ εκεί μέσα σαμποτάρουμε συνεχώς τους εαυτούς μας.

Όταν, όμως, το να ‘ναι ξεκάθαρος κάποιος προσομοιάζει τη συμπεριφορά του Ρος στη Ρέιτσελ στο επεισόδιο με τη λίστα, τότε τα καμπανάκια γίνονται καμπάνες της Παναγίας των Παρισίων.

Η αλήθεια είναι ότι αν σου αρέσει κάποιο εστιατόριο πολύ, τότε πας και ξαναπάς. Αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις –ακόμα κι οι «σχεδόν» – δε διέπονται απ’ τους κανόνες της αγοράς. Κι αργά ή γρήγορα η κουζίνα κλείνει και κάπου εκεί πρέπει να αναρωτηθείς αν όλο αυτό άξιζε τον κόπο. Αν το να ‘σαι δεύτερη επιλογή στην καρδιά και στην όρεξη του άλλου είναι κάτι που κάθεται καλά στο στομάχι. Το δικό σου.

Και τώρα με συγχωρείτε.  Πάω να τραγουδήσω σε μια εντυπωσιακή παρτενέρ για όλα αυτά που ζητάω, όλα αυτά που απεχθάνομαι.

Απόψε έχει θλιμμένα μάτια και πολλά να πει.

Συντάκτης: Θαμώνας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη