«Νόμιζα», «υπέθεσα», «σκέφτηκα», «φαντάστηκα», όποια από τις λέξεις αυτές και να χρησιμοποιήσουμε δηλώνουν υπόθεση κι όχι κάτι συγκεκριμένο, κάτι σίγουρο, άρα μπορεί να εμπεριέχουν πλάνη και λαθεμένα συμπεράσματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι υποθέσεις είναι επιβλαβείς σε οποιαδήποτε σχέση, καθώς περιλαμβάνουν κρίσεις ή συμπεράσματα χωρίς επαρκή στοιχεία ή επικοινωνία με το άλλο άτομο. Επιπλέον μπορεί να περιλαμβάνουν αρνητικές ή επικριτικές πεποιθήσεις.

Όταν, δη, οι υποθέσεις αυτές αφορούν σε συντροφικές σχέσεις, τότε πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί, διότι διατρέχουμε τον κίνδυνο να γίνουν παρεξηγήσεις, να παρερμηνεύσουμε τις πράξεις και τα λεγόμενά τους και να βλάψουμε την εμπιστοσύνη και την οικειότητα στη σχέση ή ακόμη και να την καταστρέψουμε. Οι υποθέσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα καταστροφικές αν περιλαμβάνουν ιστορίες του μυαλού μας. Μπορεί να υποθέτουμε ότι ο/η σύντροφός μας μάς απατά, χωρίς κανένα στοιχείο ή συζήτηση κι αυτό να μας δημιουργήσει περιττό άγχος και στρες και σαφώς να δημιουργήσει σύγκρουση στη σχέση. Ως ακόλουθο, θα συμπεράνουμε ότι ο σύντροφός μας δε νοιάζεται για εμάς ή για τις ανάγκες μας, οπότε μπορεί να δημιουργηθεί αίσθημα δυσαρέσκειας κι απόστασης.

Το να κάνουμε υποθέσεις πολλές φορές μπορεί να βασίζεται σε προηγούμενες εμπειρίες ή προσωπικές μας προκαταλήψεις (λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης), οι οποίες μπορούν να μας οδηγήσουν σε βιαστικά συμπεράσματα, που να είναι άδικα απέναντι στον άνθρωπό μας. Για παράδειγμα, αν το ταίρι μας αργήσει να τηλεφωνήσει ή δεν απαντήσει σ’ ένα μήνυμά μας, εμείς μπορεί να υποθέσουμε ότι είναι αναστατωμένος ή θυμωμένος μαζί μας, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια ένταση που θα μπορούσε να το δικαιολογήσει. Η υπόθεση αυτή θα μας δημιουργήσει αρνητικές σκέψεις κι αυτές με τη σειρά τους αρνητικά συναισθήματα τα οποία θα κάνουν τη φαντασία μας να οργιάσει ακόμη περισσότερο κι εμάς να φουντώσουμε, χωμένοι στην αρνητικότητα.

Επακόλουθο σ’ αυτό μπορεί να είναι, όταν μας τηλεφωνήσουν, να μιλήσει ο πληγωμένος μας εγωισμός -ή να το θέσω καλύτερα το «εσωτερικό μας πληγωμένο παιδί»- κι εντελώς άδικα και χωρίς καμία ουσιαστική αφορμή να «ξεσπαθώσουμε». Στην πραγματικότητα, η ιστορία θα αποδείξει ότι οι πραγματικοί λόγοι ήταν τελείως ξεκάθαροι και λογικοί. Παραδείγματος χάρη, μπορεί να βρίσκονταν σ’ ένα σοβαρό meeting, ή όλη η προσοχή μπορεί να έπρεπε να ήταν στραμμένη στον δρόμο καθώς οδηγούσε με χάλια καιρό, ή αντίστοιχα να ήταν απλώς στο αθόρυβο- κάτι πάντως που η δική μας λογική εκείνη τη στιγμή είχε κάνει block ως πιθανότητα.

Το κακό με τις υποθέσεις είναι ότι γιγαντώνονται κι όταν τις συζητάς με λάθος τρόπο και κακή εστίαση. Το να κάνουμε υποθέσεις και να τις συζητάμε με φίλους και γνωστούς, οι οποίοι θα έχουν να μας πουν δεκάδες ιστορίες, δικές τους και γνωστών τους, είναι με μαθηματική ακρίβεια το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος για να συζητήσουμε την υπόνοια ή την υποψία μας είναι με τον/τη σύντροφό μας. Αυτό θα μας αποτρέψει από περιττό άγχος. Οτιδήποτε διαφορετικό κάνουμε, θα τολμούσα να πω, πως μπορεί να είναι και καταστροφικό για τη σχέση, αλλά και την ψυχοσωματική μας υγεία. Κάθε σκέψη που κάνουμε χωρίς να επικοινωνούμε ουσιαστικά με το ταίρι μας, μάς οδηγεί σε κίνδυνο να παρεξηγήσουμε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις προσθέσεις του. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε περιττές συγκρούσεις, πληγωμένα συναισθήματα και δυσπιστία.

Ένα άλλο που πρέπει να αναλογιστούμε είναι ότι, όταν κάνουμε υποθέσεις χωρίς καμία βάση, καμία φορά είναι σαν να τις προκαλούμε μόνοι μας, σαν αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Κι αυτό έχει την εξής λογική εξήγηση. Εάν υποθέτουμε ότι το ταίρι μας δε νοιάζεται για εμάς ή -ακόμη χειρότερα- μας απατά, τότε μπορεί ν’ αρχίσουμε να ενεργούμε με τρόπους σαν αυτό να συμβαίνει με κάθε βεβαιότητα. Έτσι συστηματικά πετάμε διάφορα υπονοούμενα κι είμαστε με μούτρα και νεύρα. Το στρες μάς έχει νικήσει κι έχουμε οι ίδιοι πληγώσει τον εαυτό μας. Τότε οδηγούμαστε στο να γίνουμε αμυντικοί ή επικριτικοί απέναντί του ή και να κλειστούμε στον εαυτό μας, βλάπτοντας, εμάς, εκείνο, και τη σχέση.

Για ν’ αποφεύγουμε τις αρνητικές κι επιβλαβείς υποθέσεις, σημαντικό είναι να επικοινωνούμε ανοιχτά κι ειλικρινά με το ταίρι μας. Θα πρέπει να εκφράζουμε άμεσα τις απορίες μας κι από πού αυτές απορρέουν και να επιδιώκουμε διευκρινήσεις άμεσα, ασκώντας ενεργητική ακρόαση με ενσυναίσθηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, επιπλέον, κερδίζουμε τον σεβασμό κι οικοδομούμε εμπιστοσύνη και κατανόηση στη συντροφική μας σχέση, θέτοντας γερά θεμέλια για μια κοινή κι όμορφη πορεία.

Συντάκτης: Μαρία Παναγή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου