Γονείς. Υπέροχοι μοναδικοί κι ανεξάντλητοι. Τι έχουν πει ή τι έχουν κάνει που αργότερα εμείς παίρνοντας τη θέση τους, δεν το βρήκαμε μπροστά μας; Θυμηθείτε τις αμέτρητες φορές που τσακωνόμασταν για όλα εκείνα τα μικρά ασήμαντα ή περισσότερο σημαντικά πώς λαμβάναμε την κλασική, σταθερή απάντησή τους: «Εδώ που είμαι θα ‘ρθεις και τότε θα βλέπω και σένα τι θα κάνεις και πώς θα συμπεριφέρεσαι όταν θα κάνεις τα δικά σου παιδιά». Πόσες φορές αργότερα όταν κι εμείς κάναμε τα δικά μας παιδιά, κοιταχτήκαμε στον καθρέπτη κι αναρωτηθήκαμε ότι τελικά ήρθαμε εδώ που ήταν κι αυτοί και τους μοιάζουμε στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και διαχειριζόμαστε παρόμοιες ιστορίες με τα παιδιά μας.

Κόπιες και πιστές αντιγραφές, λέμε σχεδόν τις ίδιες κουβέντες, ίσως λίγο περισσότερο καυστικές στα παιδιά μας, με ‘κείνες που μας έλεγαν κι εμά οι γονείς μας. Και τις περισσότερες φορές συμβαίνει στις μεταξύ μας εκρήξεις για συμπεριφορές που κάποτε θα επικροτούσαμε και θα ήμασταν μέχρι και πρωτοστάτες. Αδιάκοπος ανταγωνισμός χρόνων αυτές οι σχέσεις. Και χωρίς νικητή, γιατί συνήθως φτάνουμε μέχρι τα πέναλτι και λήγει ισόπαλα. Με μια υποχώρηση δική μας, ή με μια συγγνώμη των λατρεμένων μας τέκνων. Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική διαφορά με τους γονείς μας στο πέρασμα των χρόνων. Ότι στις δικές μας αγωνιστικές μαζί τους, βγαίναμε με κόκκινη κάρτα σχεδόν αμέσως εκτός αγώνα.

 

 

Όταν έρχεται η στιγμή που το παιδί γίνεται γονιός, στο χωριό μου λένε μια φράση, «το παιδί έκανε παιδί». Το παιδί τους ξαφνικά μεγαλώνει και καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει όλα εκείνα που έλεγαν και πολλά άλλα που κρύβονταν πίσω από τις συμπεριφορές τους. Γιατί οι σιωπές τους ήταν περισσότερες από τα λόγια τους. Γιατί τώρα που φοράμε τα παπούτσια που γράφουν στο logo «γονιός» αντιλαμβανόμαστε πως μόνο απλά κι εύκολα δεν ήταν όλα και πως όσα εμείς θεωρούσαμε δεδομένα κι αδιαπραγμάτευτα, η ζωή μας τα έφερε μπροστά μας μέσα από τον ρόλο μας.

Ομολογία χωρίς ντροπή, πως δεν είναι καθόλου εύκολο τελικά να μεγαλώνουμε παιδιά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να προλαβαίνουμε τα πάντα «εν τάξει» όταν περνάμε ατέλειωτες ώρες δουλειάς. Να διαπιστώνουμε πως χάνεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ζωής μας. Ερχόμαστε δεύτεροι και πολλές φορές και καταϊδρωμένοι, αφήνοντας προσωπικές επιθυμίες και μάλιστα με χαρά. Κι εκεί είναι που σκεφτόμαστε γιατί οι γονείς μας υπήρξαν φορές που άφηναν τις επιθυμίες του δεύτερες για τους πρωταγωνιστές της ζωής τους. Εμάς τα παιδιά τους.

Αναπολήστε λίγο πώς κοροϊδεύαμε τη μαμά μας όταν έκλαιγε με τα κατορθώματά μας και παινεύονταν στις φίλες της. Τον μπαμπά μας όταν ερχόταν να πάρει τους βαθμούς από το σχολείο και γελούσαν τα μουστάκια του. Οι κουκουβάγιες γονείς μας που εκνευρίζονταν λέγοντάς μας «πόσο κουκουβάγια θα γίνουμε για το δικό μας παιδί». Και κουκουβάγια γίναμε κι όλο το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο πετούμενων και μη. Από τα πιο ασήμαντα μέχρι όλα όσα κατάφεραν να κερδίσουν με την αξία τους. Κι αν μιλήσω για τον εαυτό μου, κλαίω ακόμη. Από το πρώτο δόντι που πετάξαμε για καλοτυχία στα κεραμίδια μέχρι το τρολάρισμα που έφαγα κλαίγοντας στην αυλή του σχολείου την ημέρα που ανακοινώθηκε η εισαγωγή της στη Νομική Αθήνας.

Αφήστε τις στιγμές που μάς έβλεπαν κατσουφιασμένους. «Ποιος σε πείραξε να τον τσακίσω!». Κι εμείς μεταξύ άναρθρων κραυγών και δακρύων να λέμε «αφήστε μας στην ησυχία μας». Σε ποια ησυχία τολμήσαμε να αφήσουμε τώρα τα παιδιά μας; Ο Ηρακλής Πουαρό και η Αγκάθα Κρίστι μπροστά μας, ανύπαρκτοι σε ιδέες.

Υπάρχουν κι εκείνες οι φορές που πληγωθήκαμε αμφότεροι, στιγμές που τα λόγια τσάκιζαν, αλλά με τα χρόνια όλα μεταφράστηκαν στο μυαλό μας. Γιατί όταν γινόμαστε γονείς καταλαβαίνουμε. Τι ήταν αυτό που ζητούσαν αυτοί και τι ζητάμε κι εμείς τώρα με τη σειρά μας. Ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο και μια ευτυχισμένη ζωή. Ένα χαμόγελο που θα ‘ναι ανατολή και φωτεινός ήλιος στις ζωές όλων εμάς των γονιών. Γιατί και το δικό μας χαμόγελο, ήταν κάποτε ο στόχος των δικών μας γονιών.

Έναν κόσμο όπως τον ονειρεύονται. Δε θέλουμε τα παιδιά μας για καβάτζα στη ζωή μας. Να ζήσουν τη ζωή που ονειρεύονται θέλουμε. Και πάντα θα ξέρουμε πως με κάποιο τρόπο θα γυρνάνε σ’ εμάς όπως κι εμείς γυρνάμε τώρα στους δικούς μας γονείς. Γιατί ένας κύκλος είναι η ζωή και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι αν δε θυμόμαστε πολλά σήμερα, ας ρωτήσουμε τους γονείς μας. Αν και πιστεύω πως μας βλέπουν και κρυφογελάν’ για το πόσο τους μοιάζουμε.

 

Αφιερωμένο στην κόρη μου που φροντίζει να μου θυμίζει μέσα από τη σχέση μας τους δικούς μου γονείς.

 

 

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου