Η ανάγκη, η δύναμη και η θέλησή μας να αποκτήσουμε ή να απολαύσουμε οτιδήποτε, ορίζει το συναίσθημα της επιθυμίας. Και ορίζεται είτε ως έννοια συναισθήματος, είτε ως ψυχική κατάσταση. Τις περισσότερες φορές η ανάγκη της επιθυμίας προκύπτει από την έλλειψη ή την απουσία της. Και μάχεται την πληρότητα.

Έτσι, όταν κάτι μας λείπει το επιθυμούμε κι όταν το αποκτήσουμε είμαστε πλήρεις κι αναζητούμε το επόμενο. Και η αναζήτηση του επόμενου γεννά και τις επόμενες επιθυμίες μας. Ένας φαύλος κύκλος μεταξύ μυαλού και σώματος. Όπως ανάφερε ο Βούδας στη διδασκαλία του, ζούμε και ταυτιζόμαστε με τις επιθυμίες μας. Ζούμε για να τις ικανοποιούμε και τελικά ίσως αυτό να είναι μέρος της ευτυχίας μας. Η εκπλήρωση όλων των επιθυμιών μας.

Υπάρχουν οι επιθυμίες που δεν είναι πάντα εφικτές ή πραγματοποιήσιμες. Γίνονται ανεκπλήρωτες -όλοι μας τις έχουμε αισθανθεί- κι όταν ο σκοπός τους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί καταλήγουμε να τις ορίσουμε ως απραγματοποίητα όνειρα. Κι είναι και ‘κείνες που γίνονται ακατανίκητες και μετατρέπονται σε πάθη. Και τελικά τι αισθανόμαστε όταν επιθυμούμε κάτι πάρα πολύ; Πόνο, γιατί το εγώ μας είναι αυτό που θέλει να κερδίσει κατακτώντας τον στόχο του. Κι όσο πιο κοντά πλησιάζουμε, η επιθυμία μας μεγαλώνει το εγώ μας, μέχρι που αντιλαμβανόμαστε πως τελικά μας ξεπερνά και μας ορίζει.

Νομίζω πως οι επιθυμίες-πάθη μας είναι τελικά και οι αυτοκαταστροφές μας. Κι αυτό γιατί δεν ορίζονται. Είναι τυφλές, δεν έχουν λογική, είναι ίσως πλασματικές, ίσως φανταστικές, ουτοπικές και μη πραγματοποιήσιμες. Και ‘μεις, απλοί κοινοί θνητοί μπροστά σ’ αυτές, αλλά γοητευμένοι με την τάση να τις κυνηγήσουμε, προσπαθούμε σε ένα πραγματικό τόπο και χρόνο να τους δώσουμε σχήμα και μορφή. Και στην κοινή μας πραγματικότητα παλεύουμε με τους γύρω μας και με το απρόβλεπτο, γιατί η απαίτησή μας για ικανοποίηση ξεπερνά τα πάντα.

Χαρμολύπη είναι οι επιθυμίες μας. Η ίδια όψη ενός νομίσματος. Όπου βρούμε τη μία θα συναντάμε και την άλλη. Άλλωστε, εκτός από τον Βούδα, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος και ο Φρόιντ μελέτησαν κι ασχολήθηκαν στις φιλοσοφικές και ψυχολογικές τους αναζητήσεις με τις επιθυμίες μας. Ο Πλάτωνας τις ονόμαζε Πάθη κι υποστήριζε πως προέρχονται από το σώμα μας και όχι από την ψυχή μας. Ο Αριστοτέλης τις θεωρούσε κινητήρια δύναμη της ζωής μας. Απόλυτα ζωτική, καθώς κατά τον Αριστοτέλη όποιος δεν επιθυμεί, δε ζει, είναι νεκρός. Οι επιθυμίες, έλεγε πως είναι είτε ζωτικές, σημαντικές κι απόλυτα θεμιτές, είτε καταστροφικές για τον άνθρωπο. Ο φιλόσοφος Επίκουρος χώρισε τις επιθυμίες σε φυσικές και μη αναγκαίες. Πίστευε πως πρέπει να ικανοποιούμε τις βασικές μας -τροφή και στέγη- και να αποφεύγουμε όσες μας κάνουν να υποφέρουμε. Για μια ευτυχισμένη ζωή δεν αξίζει να ζούμε τον πόνο και τη φθορά ικανοποιώντας μη αναγκαίες επιθυμίες μας. Ο Φρόιντ, γνωστός για τις θεωρίες του έλεγε πώς η λίμπιντό μας είναι αυτή που υπάρχει πίσω από τις επιθυμίες μας.

Οι άνθρωποι πρωταγωνιστούν ωθούμενοι από τις επιθυμίες τους. Ηθοποιοί των μυαλών τους. Ζούμε με μια ανίκητη επιθυμία να ορίζουμε τα πάντα. Ακόμη κι αν οι ίδιες οι επιθυμίες μας, μάς καταπιέζουν. Ώσπου στο τέλος αναρωτιόμαστε αν επιθυμούμε κάτι συγκεκριμένο ή απλώς και μόνο το κάνουμε για το ίδιο το συναίσθημα. Κουβαλάμε ένα σώμα γεμάτο ηδονές και πάθη. Επιθυμούμε να είμαστε ποθητοί, να είμαστε ερωτεύσιμοι, να αγγίξουμε τη χαρά του έρωτα μέσω της επαφής επιθυμώντας τον σύντροφό μας. Να απελευθερωθούμε. Κι ίσως να μην μπορέσουμε να τις υποτάσσουμε ή να τις ελέγξουμε, να τις διαγράψουμε. Γιατί επανέρχονται μέσω των ονείρων μας, μέσω της φαντασίας και μέσω των ίδιων των ορμών μας.

Οι επιθυμίες μας είναι τόσο ικανές που μπορούν να ορίζουν μέρος της ζωής μας ή και την ίδια μας τη ζωή, αν το επιτρέψουμε. Δε θα πρέπει να τις αφήνουμε να μας παρασύρουν. Οφείλουμε να τις ιεραρχούμε, κρατώντας εκείνες τις λεπτές γραμμές, διατηρώντας ισορροπίες. Να μη φτάνουμε στα άκρα για την ικανοποίησή τους. Όσο θα ζούμε, θα αναπνέουμε, θα επιθυμούμε- αυτό είναι βέβαιο. Κι είναι από εκείνα τα μυστήρια της ζωής που μας προσκαλούν να τα ερευνήσουμε. Ξέρετε, εκείνα τα πραγματικά θαυμάσια.

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου