Μια ζέστη, μια κρύο, μια σε θέλω, μια όχι και τόσο, μια έτσι, μια γιουβέτσι και πάει λέγοντας. Βασικά θα πάει για όσο του επιτρέψεις εσύ να πάει. Και μόλις κάποια στιγμή ξυπνήσεις και καταλάβεις το κρυφτούλι που παίζετε χωρίς μεγάλη επιτυχία, είτε πας να το τελειώσεις εσύ, είτε η άλλη πλευρά, καταλήγετε πάλι ο ένας κολλημένος πάνω στον άλλον. Τα σιγουράκια ο ένας του άλλου.

Ρε παιδιά, δουλειά είναι αυτή δηλαδή; Πότε θέλεις, πότε δε θέλεις, πότε Βούδας πότε Κούδας δε γίνεται. Αν δεν είσαι σίγουρος, ασ’ το άτομο να φύγει να πάει να βρει αυτό που ψάχνει. Τι κρατάς συναισθήματα λες κι είναι τάπερ με σάλτσα στην κατάψυξη. Εντάξει δεν είναι όλες οι σχέσεις έτσι, εννοείται, αλλά και ποιος δεν το’ χει ζήσει αυτό. Ο ένας να κυνηγάει κι ο άλλος να κυνηγιέται και μετά από ένα σημείο αντιστροφή ρόλων, γιατί κάποια στιγμή κι ο κυνηγός κουράζεται.

Ναι, κουράζεται. Αυτός που όλο δίνει και δίνει, που δε φοβάται να δείξει τα συναισθήματά του, που ζητά συγγνώμη όταν φταίει, που προσπαθεί να σε κρατήσει στη ζωή του, κάποια στιγμή τα παρατάει. Ακόμα κι ο έρωτας μειώνεται ή χάνεται κάποια στιγμή όταν συνειδητοποιείς ότι δεν είναι αμοιβαίος. Τώρα, η χρονική στιγμή της συνειδητοποίησης είναι διαφορετική για τον καθένα κι εξαρτάται απ’ το πόσο δυναμικός χαρακτήρας είσαι κι απ’ το βαθμό του αισθήματος, τουτέστιν, πόσο πολύ γουστάρεις κι είσαι θολωμένος απ’ αυτά που νιώθεις. Κάπως έτσι φτάνω στο σημείο να θεωρώ ότι το πάνω χέρι σε μια σχέση το έχει, όχι απαραίτητα αυτός που νιώθει λιγότερα, αλλά αυτός που δείχνει ότι νιώθει λιγότερα.

Δε λέω ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι δε νιώθουν. Ακόμα κι εκείνοι που το παίζουν σκληροί κι ότι τίποτα δεν τους αγγίζει κι εκείνοι έχουν αισθήματα. Λέω απλώς ότι μόλις αισθανθούν ότι ο άλλος είναι εκεί, τα ασυναίσθητα καθησυχάζονται και μειώνεται η προσπάθειά τους. Αρχίζουν ν’ απολαμβάνουν την προσοχή που τους δίνεται, με μια δόση βασιλικής συναισθηματικής υπεροψίας. Υπάρχουν κι οι άλλοι βέβαια, που σε παίζουν με το γνωστό σκωτσέζικο ντουζ κι εσύ αναρωτιέσαι «Τώρα θέλει ή δεν θέλει;» και μαδάς τις μαργαρίτες. Μια μέρα γλυκόλογα και την άλλη μέρα ταξίδι στην Ανταρκτική.

Ποια είναι η πικρή αλήθεια τελικά; Τις περισσότερες φορές δυστυχώς η απάντηση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι δεν υπάρχουν όντως συναισθήματα κι όλα κινούνται γύρω από έναν τροχό εγωισμού. Το να σε θέλουν όταν σε χάνουν ή μόλις σε δουν αλλού και το αντίστοιχο να παθαίνεις κι εσύ, λυπάμαι αλλά δεν είναι έρωτας ή καψούρα κι ας προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας για το αντίθετο. Και μάς το έκαναν κι εμείς το έχουμε κάνει σ’ άλλους. Και μαργαρίτες μαδήσαμε και πάλι δεν πήραμε απάντηση κι αντίστοιχα εμείς αδιαφορήσαμε για κάποιον και μετά κυνηγούσαμε. Τυχαίνει, τι να κάνουμε, δε γίνεται επίτηδες και σίγουρα δεν το καταλαβαίνεις, στην αρχή τουλάχιστον. Χρειαζόμαστε τέτοιες εμπειρίες για να μπορούμε μετά να καταλάβουμε το ουσιαστικό όταν κάποια μέρα έρθει.

Δεν είμαι σίγουρη αν αξίζει να παλέψεις για ν’ αλλάξεις μια τέτοια κατάσταση ή αν απλά πρέπει να σηκωθείς και να φύγεις, γιατί κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και πού ξέρεις, μπορεί στην πορεία το άτομο που σε παίζει να είναι κι ο άνθρωπός σου ή κι εσύ να καταλήξεις να ερωτευτείς παράφορα αυτόν που τυραννάς εσύ. Τέτοια άτιμη είναι η ζωή κι όλο μας τα γυρνάει. Για το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να σταματάς να προσπαθείς και να εξαντλείς τις πιθανότητες, να λες ότι εγώ έκανα ό, τι μπορούσα. Κι αν εντέλει δεις ότι δεν αλλάζει κάτι, αποχωρείς. Μέχρι να σε πετύχει ο έρωτας σε μια γωνία που δε θα το περιμένεις. Και τότε, ούτε παιχνίδια ούτε τίποτα. Μόνο αίσθημα.

 

Συντάκτης: Φιλομήλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου