Αφού γλίτωσα από τα χτυπήματα των τζιχαντιστών στο Παρίσι, γέμιζα και γεμίζω ακόμα το Instagram φωτογραφίες προσποιούμενος ότι είμαι ακόμα εκεί. Από εκείνο το συμβάν, από την πόλη του έρωτα ή των γρήγορων ρυθμών, από τους ανθρώπους, που αφήσαμε πίσω μας να συνεχίσουν να ερωτεύονται στο Τροκαντερό και στη βραδινή Μονμάρτη επιστρέψαμε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στη βάση μας.

Αγαπώ τα Χριστούγεννα. Συνήθιζα να αγαπώ τα διαρκώς ανοιχτά μαγαζιά, την βραδινή ατμόσφαιρα, την ολόφωτη με αγγελάκια στολισμένη πόλη, τις βιβλιοθήκες που γέμιζαν τις προθήκες τους με χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, εκείνα τα μικρά βιβλιαράκια της ρώσικης λογοτεχνίας, που βρίσκονταν στα πιο σκονισμένα ράφια των βιβλιοπωλείων περιμένοντάς με να τ’ αγοράσω.

Και κάθε τέλος του χρόνου, το ίδιο τροπάρι. Να πιάνω τον εαυτό μου να κάνει αυτή την αναδρομή προς τα πίσω. Σε ό,τι κουβάλησα μέσα μου αυτή τη χρονιά, ό,τι έμαθα, ό,τι με έκανε καλύτερο ή χειρότερο, στα μάτια μου και στα μάτια των άλλων.

Είναι και το άλλο ακόμα, που κάνει νοσταλγικά τα Χριστούγεννα. Εκείνο το παιδί, που ζει μέσα μας και πιστεύει πως κάποια στιγμή θα συναντήσει τον Αϊ Βασίλη και θα τον ρωτήσει αν έχει κρατήσει τα γράμματά του. Αυτό το παιδί, που περίμενε κάθε χρόνο τα δώρα του με αγωνία,  που κοιτούσε έξω από το παράθυρο μήπως δει το έλκηθρο του άγιου Βασίλη και, όταν του έλεγαν αν άκουσε και αυτό τα καμπανάκια από τους τάρανδους, συμφωνούσε και εκείνο μαζί, πως πράγματι τα είχε ακούσει.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, κανένα Πολικό Express δε στάθμευσε κάποιο βράδυ έξω από το σπίτι μου. Ίσως γιατί οι σκέψεις και η λογική μου είχαν μείνει χρόνια πίσω στο παιδί που έμαθε την αλήθεια, που στα δέκα του αντιμετωπιζόταν ισότιμα πλέον ως σοβαρός ενήλικας. Έκτοτε, δεν άλλαξαν πολλά. Άλλαξε απλώς το περιτύλιγμα που συνόδευε το μυστήριο: Ήξερα πως ό,τι ζητούσα θα το λάμβανα τα Χριστούγεννα, χωρίς να αγχώνομαι για τις κατασκευαστικές δυνατότητες των βοηθών του αγίου.

Μέχρι χθες, που συνέβη κάτι απίστευτο. Ο εθισμός μου στο Instagram, τα απανωτά follow και unfollow, οι 14 χιλιάδες followers, που αυξάνονταν διαρκώς, η αλαζονεία μου,  με έκανε να πέσω θύμα μίας αγοράς, όπου ο πωλητής ονόματι Masson Oto, έδινε απλόχερα  έναν λογαριασμό με 1.100.000 followers. Έχοντας βάλει σκοπό να αγοράσω το λογαριασμό, ενέδωσα στην αμαρτία κάνοντάς μου ένα απίστευτο δώρο. Ε ρε τι είχε να γίνει, έλεγα και ξαναέλεγα, μέχρι που η αγοραπωλησία αποδείχθηκε μούφα και εγώ χρεωμένος με υπέρογκο ποσό. Δυστυχώς, ήταν αδύνατο να ακυρωθεί η πληρωμή. Όλα τα είχε προβλέψει ο Masson Oto. Τι κι αν τον απείλησα με ό,τι πιο νομικό είχα μάθει τέσσερα χρόνια στη Νομική, τι κι αν τον πήρα με το καλό, ο Masson είχε χαθεί από προσώπου γης και τότε θα έπαιζα το τελευταίο μου χαρτί: Θα τον έβρισκα στο facebook. Και τον βρήκα.

Και αυτό που βρήκα ήταν πολύ πιο πάνω από τις δυνάμεις μου, πολύ πιο πάνω από τις δήθεν απειλές μου, πολύ υψηλότερο από το δικό μου νόημα των Χριστουγέννων. Ο Masson, ένα παιδί δεκαέξι ετών (αυτό κι αν ήταν πλήγμα για εμένα), μετά την διαδικτυακή κλοπή εις βάρος μου, είχε μόλις «διαπράξει» ό,τι πιο γλυκό είχα δει. Έγραφε στο facebook, πως μόλις αγόρασε τα χριστουγεννιάτικα δώρα για τους φίλους του στο κοινωνικό ίδρυμα που ζει τα τελευταία χρόνια με κάτι λεφτά που κέρδισε στο… λαχείο. Ναι, ήμουν πράγματι «λαχείο». 

Οι φίλοι του δε χρειάζεται να μάθουν όλη την αλήθεια. Αρκεί που έμαθα εγώ την αλήθεια των Χριστουγέννων, μάλλον για πρώτη φορά, έστω και καθυστερημένα. Το Πολικό Εξπρές στάθμευσε ύστερα από χρόνια στο σπίτι μου και με ταξίδεψε έως στον Καναδά -πολύ κοντά στη χώρα του άγιου Βασίλη- χαρίζοντας χαμόγελα, που ξέρω πως δε θα τα δω ποτέ, μα τουλάχιστον ξέρω πως θα υπάρξουν.
Ή, ίσως τα δω κρυφά, χαζεύοντας ξανά το facebook του Ρομπέν των Δασών τους, του δικού τους Άγιου Βασίλη.
 
Ας γίνουμε δοτικότεροι αυτά τα Χριστούγεννα, και εκατομμύρια τζόκερ και τυχερά θα ανοιχτούν μπροστά μας. Ίσως, με έναν τρόπο, αλλιώτικο από τον συνηθισμένο, έρθουμε σε επαφή με το αληθινό νόημα αυτών των γιορτών. Κι αν κάτι μας χαλά ή δεν το μπορούμε, το Πολικό εξπρές είναι μέσα μας.

Μα, αν δε γίνουμε εμείς ο σταθμός αγάπη μου, κανείς δε θα σταθμεύσει αυτό το τρένο στη χώρα των ονείρων μας.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μανώλη Βαμβουνάκη: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Μανώλης Βαμβουνάκης