Είμαστε οι καλύτεροι στα πάρτι, γιατί τα μισούμε. Κοίτα μας. Πόσο χορεύουμε, πόσο μιλάμε δυνατά και δίνουμε το σύνθημα για άλλη μια γύρα σφηνάκια. Κοίτα πως βουτάμε στην πισίνα και μούσκεμα κολλάμε πάνω στους άλλους, τους βρέχουμε, τους μουσκεύουμε με την υγρασία μας τους αφήνουμε να γλιστράνε σαν σταγόνα πάνω μας. Κοίτα μας, πριν στεγνώσουμε καν λουζόμαστε πάλι από το κεφάλι ως το στέρνο με ποτό. Λούζουμε και τους άλλους. Κραυγές και επιφωνήματα, υπόβαθρο στο οινόπνευμα που σπαταλιέται. Έτσι αρμόζει σε κάθε ξέφρενο γλέντι. Και μεις που δεν το αντέχουμε γινόμαστε οι καλύτεροι θαμώνες του. Είναι γιατί ξέρουμε πως μπορούμε και μόνοι.

Μην ψάχνεις άλλες αιτίες, μην αναζητάς εξηγήσεις γι’ αυτή μας την αντίθεση σε υπαρξιακά διλήμματα και φιλοσοφικούς δρόμους. Είναι μόνο, γιατί αντέχουμε τη σάρκα μας την ίδια, όσο παραμορφωμένη κι αν γίνεται από καιρό σε καιρό. Όσο και αν φουσκώνει το στέρνο να χωρέσει αυτά τα αναπάντεχα, όσο και αν τεντώνεται το στόμα να βολέψει τον ήχο απαγορευμένων λέξεων, όσο και αν μαυρίζουν τα δάχτυλα από την προσπάθεια να κρατήσουμε ό,τι απέμεινε, όσο και σπάνε τα πόδια να προλάβουν ή να τρέξουν μακριά, όσο και αν σπάει η πλάτη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, εμείς αντέχουμε. Και όσο αντέχουμε, ξέρουμε ότι δε θα έπρεπε. Ξέρουμε ότι αυτή είναι η κατάρα μας. Γι’ αυτό είμαστε οι ψυχές των εορτασμών όλων. Γιατί εκεί είναι όλοι σπασμένοι. Βρίσκονται όλοι εκεί γιατί το προτίμησαν από το να μείνουν μόνοι, γιατί ενέδωσαν στον απαράβατο κανόνα των κοινωνικών όντων. Γιατί θα το μετάνιωσαν αν ένιωσαν μέρος της ομάδας, γιατί το επόμενο πρωί θα την αναζητούσαν με μεγαλύτερη μανία, να κλείσουν την τρύπα για όταν την έχασαν.

Γι’ αυτό είμαστε τόσο καλοί στις γιορτές, γιατί δεν μπορούμε να γίνουμε σαν αυτές. Στεκόμαστε για δευτερόλεπτα -που σε μας όμως σημαίνουν την αιωνιότητα- και τους κοιτάμε, ενώ στην ουσία κοιτάμε εμάς, κλειδώνει μέσα μας σε ‘κεινο το σκοτάδι που τίποτα δεν πάει καλά το ότι δεν μπορούμε να γίνουμε σαν αυτούς και σε όλα μας τα μέλη και κόκαλα που μας έφεραν στη γιορτή, δίνουμε εντολή να μπουν στο χορό.

Μη θαρρείς πως είμαστε κάποιο εξαιρετικά σπάνιο είδος ανθρώπινης διάστασης που κατόρθωσε κάτι εκεί που οι άλλοι ακόμα ψάχνουν το οτιδήποτε. Είμαστε απλώς εμείς. Και αν με τις λέξεις οι άνθρωποι αντικατοπτρίζουν αυτά που είναι, για μας δεν υπάρχουν πολλές, αλλά σίγουρα βρίσκονται στα σπασμένα κομμάτια αυτού του καθρέφτη. Μη σκεφτείς πόδια γυμνά να ματώνουν στην προσπάθεια να μας καταλάβουν, φαντάσου απλώς κάποιους που τα παράτησαν, γιατί η πράξη μας ήταν πάντα πιο δύσκολη από την ιδέα μας. Μας ονειρευόταν σε μια ηδονική θεωρία μόνιμα ερεθισμένοι από το δήθεν λάγνο υψηλό μας νόημα, όμως όταν ήρθε η στιγμή αυτό να γίνει πια προκοπή, ζωή και βίωμα, φύγανε σκουπίζοντας τα γυαλιά για να μην πληγώσει τη συνείδησή τους η αιχμηρότητά τους.

Αυτοί είμαστε. Αυτοί που αντέχουν και είναι αυτό το μεγαλύτερο τους κρίμα, γιατί δεν έχουμε ιδέα πώς είναι η παρηγοριά και πώς τη βρίσκεις. Τη θεωρούμε ότι είναι τόσο δυσεύρετη όσο και η αγάπη, μα η αλήθεια είναι πως και τα δυο είναι παντού. Μην πεις για την αδυναμία της παρηγοριάς, ότι τη θέλουν αυτοί που δεν αντέχουν, αυτοί που μόνιμα κάπου στηρίζονται. Σκέψου τη δύναμη που έχει κάθε βάλσαμο. Μόνο αυτό αναλογίσου. Πόση αληθινή δύναμη λείπει σε μας που δεν το ζητάμε και οι απ’ έξω νομίζουν ότι μας περισσεύει ακριβώς γι’ αυτό. Όμως στην ουσία το μόνο που μας περισσεύει, που ρέει ανεξέλεγκτο από πόρους και πράξεις, είναι το ότι είμαστε μόνοι. Ότι όσο και να μας αγαπάνε, είμαστε μόνο εμείς και ο εαυτός μας. Ότι αυτόν θα έχουμε πάντα όσα κορμιά άλλα και αν προβάλλουν τα φώτα του πάρτι. Δεν είναι ότι δεν τους αγαπάμε και εμείς, είναι ότι δεν μας νικάει το βάλσαμο ποτέ. Και πόσο την λαχταράμε αυτή την ήττα. Γιατί να το θυμάσαι, παρ’ το μαζί σου και για τον επόμενο χορό, δεν είμαστε μόνοι ούτε, εσείς είστε ούτε οι καλεσμένοι στη γιορτή, ούτε αυτός εκεί πέρα ούτε ο άλλος εδώ. Μόνοι είναι μόνο αυτοί που δεν είναι ο εαυτός τους.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.