Τις περισσότερες φορές –αν όχι όλες– δεν το χρησιμοποιούμε καν σαν δικαιολογία. Δεν είναι το άλλοθι του ότι δεν ξέραμε καλύτερα ή, έστω κι αν μας τα έδειξαν αλλιώς, εμείς ξεπέσαμε και τα κάναμε έτσι. Δεν είναι καθόλου και τίποτα απ’ όλα αυτά. Στα αλήθεια, δεν ξέρουμε τον λόγο. Στα αλήθεια, από μέσα μας βαθιά, από εκεί που αρχίζει η τόσο βαρυσήμαντη ύπαρξή μας, από τόσο χαμηλά και τόσο υπερυψωμένα συνάμα, στα αλήθεια, δεν ξέρουμε το γιατί.

Δεν έχουμε ιδέα για τον λόγο ή τους λόγους, τις αιτίες υποβόσκουσες ή και φανερές, τις κραυγαλέες, αυτές που φωνάζει ο καθρέφτης και σιωπούν οι άλλοι, μόνο και μόνο γιατί κάνουμε το ίδιο, που το κάνουμε. Δεν ξέρουμε, πραγματικά, γιατί λειτουργούμε τόσο μιμητικά. Γιατί κάνουμε ό,τι κάνουν κι οι άλλοι. Οι οποιοδήποτε άλλοι, που θεωρούν και τη δική τους ύπαρξη τόσο βαρυσήμαντη αλλά όχι πιο πολύ απ’ το δική μας. Γι’ αυτό κάνουν ό,τι κι εμείς κι εμείς ό,τι κι αυτοί.

Κάποιες φορές, αφουγκραζόμαστε οι μεν για τους δε ότι κάπου όλοι λίγο-πολύ μοιάζουμε, αλλά είναι σημαντικό να συμμορφωθούμε με αυτό, γιατί εν τέλει αυτό όχι απλά θα καθορίσει την ύπαρξή μας, αλλά θα της δείξει και το μέλλον της. Δεν μπορεί, σκεφτόμαστε όλοι σαν μια μάζα πλαστελίνης που έχει ανακατευτεί τόσο το ένα χρώμα με το άλλο που πια δεν υπάρχει απόχρωση καμία, μόνο κάτι σαν μπάλα που να τη θυμίζει, δεν μπορεί, αυτό θα ‘ναι που πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αφού το έκαναν οι άλλοι.

Κι αυτό δεν αργεί να γίνει όλοι. Χωρίς να τους ξέρουμε, ωστόσο. Χωρίς να ‘χουμε αποτυπώσει τα ονόματα, τις ταυτότητές τους, την υπόστασή τους, τη ζωή τους κάπως. Λέμε «όλοι» κι εννοούμε ότι όλο και κάποιοι θα ‘ναι. Λέμε «κάποιοι» και πριν τελειώσει η λέξη έχουμε πάψει και να νοιαζόμαστε αν όντως υπάρχουν. Αυτό θα κάνουμε, έτσι κι αλλιώς. Θα πάμε με τη μόδα, θα συμμορφωθούμε με τα δεδομένα της εποχής, θα ακολουθήσουμε το ρεύμα και το πνεύμα της. Ό,τι επιτάσσει, το επιτάσσουμε και στον εαυτό μας.

Δεν το κάνουμε με το ζόρι, αλλά ούτε και πλήρως αντιλαμβανόμενοι αυτού. Είμαστε στη μέση. Εκεί που βρίσκεται το χάσμα. Εκεί που μεσολαβεί το κενό μεταξύ του άσχημου επιβαλλόμενου και του αδιάφορου «Έλα, μωρέ, άσ’ το να γίνει, σιγά». Μάθαμε να ζούμε σε αυτήν την κενότητα, γιατί διδάξαμε τον εαυτό μας ότι ισορροπώντας ανάμεσα σε αυτά τα δυο, τότε μόνο ξέρουμε πού ανήκουμε.

Εκεί, στη μέση που περνάει όλο το ρεύμα της εποχής και μας συμμορφώνει και μας τακτοποιεί να πηγαίνουμε μαζί του, εμείς βρήκαμε το ποιοι είμαστε. Γιατί αυτό είναι κι οι άλλοι, κι αν δεν είμαστε σαν αυτούς, τότε ποιοι θα είμαστε; Πώς θα σταθούμε χωρίς την επιρροή, τη συμμόρφωση, χωρίς τη θέα του χάσματος να μας καθοδηγεί, χωρίς μια μόδα να πιαστούμε πάνω της, να βρούμε τα παρακάτω;

Πού να βρούμε εαυτό, αν δε μας τον δώσει η εποχή κι οι κανόνες να πορευτούμε; Και ποιος θα τον βρει για μας; Η απάντηση είναι μία. Όπως κι η αλήθεια, άλλωστε. Κανένας. Κανένας δε θα κάνει τη δουλειά που μας αναλογεί για να βρούμε ή να χάσουμε εαυτό, να πλάσουμε ή να γκρεμίσουμε ύπαρξη, εκτός από μας.

Ό,τι δεν έχει κατασκευαστεί από εμάς δε γίνεται ποτέ να ‘ναι για μας. Γι’ αυτό μέχρι να βρούμε το πώς τα έξω θα υπάρχουν για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ το να μας χτίσουν –και θα το βρούμε γκρεμίζοντάς τα–, αυτός ο κανένας θα ‘μαστε εμείς.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη