Καλούμε τους πρώην στα γενέθλιά μας; Το θέμα είναι περίπλοκο αλλά κι αμφιλεγόμενο. Δεν είναι κάτι στο οποίο μπορεί κανείς να απαντήσει με ευκολία. Τις πιο πολλές φορές μάλιστα πιο πολύ βιάζεται να απαντήσει ο εγωισμός μας, προκείμενου να φανούμε ότι έχουμε ξεπεράσει ανθρώπους και καταστάσεις παρά η λογική μας, που πιθανότατα να απέκλειε ένα τέτοιο ενδεχόμενο συνύπαρξης. Οι απόψεις διάφορες και αντιθετικές, ίσως και τόσο διαφορετικές όσο κι οι άνθρωποι μεταξύ τους.

Σίγουρα υπάρχει εκείνη η μερίδα των ανθρώπων –κι εσύ μπορεί να έχεις γνωρίσει κάποιον από αυτούς– στην οποία όσοι ανήκουν δεν έχουν κανένα θέμα να ‘ναι φίλοι, να πίνουν μαζί το ποτό τους όσο φουσκώνουν μπαλόνια και σβήνουν κεράκια και να μοιράζονται τα νέα τους και την προσωπική τους ζωή, με κάποιον που μέχρι πρότινος μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι κι έχουν αποκτήσει ένα σωρό αναμνήσεις. Δεν έχουν κανέναν απολύτως ενδοιασμό να μιλήσουν για νέες σχέσεις και καταστάσεις που αφορούν την καθημερινότητά τους σε άτομα τα οποία κάποτε για αυτούς ήταν ο κόσμος ολόκληρος. Σε άτομα, που για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, δεν τους πέρναγε καν απ’ το μυαλό η σκέψη ότι μπορεί να καταλήξουν δυο απλοί γνωστοί.

Αυτοί είναι εκείνοι που μεταξύ μας όλοι τους αποκαλούμε «Σουηδούς». Σίγουρα δε φταίει η καταγωγή τους γι’ αυτό το χαρακτηρισμό. Ίσως περισσότερο ευθύνεται το γεγονός ότι οι βορειότεροι λαοί λέγεται πως είναι και πιο ψυχροί σε αντίθεση με εμάς τους πιο θερμόαιμους κάτοικους της Μεσογείου. Το γεγονός, λοιπόν, ότι είναι οι λαοί αυτοί πιο ψυχροί μας οδηγεί συνειρμικά (κι αυθαίρετα) και στο χαρακτηρισμό αυτό, καθώς είναι αδιανόητο για κάποιους από εμάς να φερθούμε τόσο ορθολογιστικά, παραμερίζοντας συναισθηματισμούς. Να δούμε τον άλλο σαν μια ακόμη κοινωνική επαφή, σαν κάποιον που ουδέποτε σήμαινε κάτι παραπάνω και κάτι τόσο έντονο στη ζωή μας. Να τον δούμε σαν κάποιον που άπλα κάποτε ζήσαμε για λίγο μαζί του, αλλά τώρα πια είναι τόσο μακρινό αυτό, που μπορούμε να είμαστε δυο καλοί φίλοι. Αστείο, έτσι;

Υπάρχει όμως κι ο αντίλογος. Ο αντίποδας σε αυτήν την απρόσωπη, κατ’ εμέ, προσέγγιση. Υπάρχουν κι οι άνθρωποι που διατηρούν λίγο απ’ το σεβασμό προς τον εαυτό τους άλλα και προς τους ανθρώπους γύρω τους. Οι άνθρωποι που ενώ μπορεί να ‘ναι άνετοι και κομπλέ, όπως λέμε, με τη συνύπαρξη αυτή, κατανοούν την αμηχανία που μπορεί να ‘ναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα μεταξύ των υπολοίπων παρευρισκόμενων. Οι άνθρωποι που σέβονται και το κοινό παρελθόν και τις στιγμές που έζησαν με έναν άλλο άνθρωπο, όσο κι αν αυτές διήρκεσαν, αλλά δε βρίσκουν λόγο να τις μπερδεύουν με το παρόν τους.

Είναι εκείνοι οι ίδιοι που κατανοούν το ότι ο χρόνος που προσφέρουν στους ανθρώπους γύρω τους είναι ίσως το πιο πολύτιμο αγαθό που μπορούν να προσφέρουν. Κι αυτό γιατί το μόνο πράγμα που ποτέ δε θα μας δοθεί πίσω είναι ο χρόνος. Ο χρόνος είναι κάτι το οποίο τρέχει κι εμείς πολλές φορές τρέχουμε ξωπίσω του να τον προλάβουμε, δίχως να τα καταφέρνουμε και κυρίως δίχως να μπορούμε να τον αναπληρώσουμε.

Αυτή η κατηγορία, αυτή η πάστα ανθρώπων, είναι εκείνη που το παρελθόν το αφήνει εκεί που ανήκει. Πίσω. Και πίσω μένουν κι όσοι επέλεξαν να μην είναι στο παρόν. Και νομίζω ότι έτσι ίσως είναι και πιο καλά. Δεν είναι δυνατόν η νέα σου σχέση να κάνει παρέα με την παλιά. Ή ακόμα χειρότερα: κάποιες απ’ τις παλιές σου σχέσεις να απαρτίζουν την παρέα σου κι όλοι μαζί να τα λέτε για τους επόμενους.

Παρ’ όλα αυτά και παρά τις προσωπικές απόψεις και τη νοοτροπία του καθενός, σημασία περισσότερο από όλα έχει οτιδήποτε κάνουμε στη ζωή μας να ‘ναι δικό μας. Να το έχουμε κατακτήσει και να μην προτάσσουμε τον εγωισμό μας γιατί πιστεύουμε ότι οι άλλοι θα μας λυπηθούν ή θα μας κακολογήσουν. Είναι χειρότερο να προσποιείσαι ότι είσαι καλά και έχεις ξεπεράσει ό,τι σε έχει στεναχωρήσει και πονέσει στη ζωή σου, παρά να παραδεχτείς στους φίλους σου και τους πιο δικούς σου ανθρώπους ότι χρειάζεται χρόνος για να επουλωθούν τα τραύματα και να σταματήσουν να ‘ναι τόσο έντονες οι θύμησες. Δεν υπάρχει λόγος να προσποιείσαι ή να καταπιέζεσαι, ειδικά την πιο δική σου μέρα.

Συντάκτης: Ιωάννα Μαρίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη