Ακούω πολύ συχνά ανθρώπους να λένε ότι δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Δεν μπορούν, λέει, να επικοινωνήσουν στους πιο δικούς τους ανθρώπους όλα όσα νιώθουν για αυτούς.

Αυτή η δυσκολία, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν περιλαμβάνει τις αρνητικά φορτισμένες κι έντονες στιγμές. Εκεί και λόγω της πίεσης και λόγω των συνθηκών, δεν κομπιάζει κανείς και κυρίως δε διστάζει να πει κανείς αυτά που του περνούν απ’ το μυαλό, τι κι αν αυτά πληγώσουν τον δέκτη, τι και αν δεν τα εννοούν πραγματικά κι αποσκοπούν, έστω κι ασυναίσθητα, έστω και στιγμιαία στο να πληγώσουν τον άλλο, όπως ενδεχομένως τους πλήγωσε κι αυτός.

Κυρίως έχει πιο πολύ να κάνει με την ευχέρεια ορισμένων και τη δυσκολία άλλων να εκφράσουν συναισθήματα αγάπης κι ενδιαφέροντος. Είναι μια δεξιότητα κι αυτό, μη νομίζεις, την οποία όσο την καλλιεργείς και την εξελίσσεις, τόσο κι εκείνη σου ανοίγει τις πόρτες ενός άλλου κόσμου, πιο ειλικρινούς απέναντι στους γύρω σου.

Και θα ρωτήσεις πολύ εύλογα, ειδικά αν είσαι από εκείνους που τα καταφέρνουν πολύ καλά σε αυτό: «Γιατί να μην το έχουμε όλοι αυτό το προσόν; Γιατί να μη γεννιόμαστε με την ικανότητα, κι όχι απλώς με την προδιάθεση, να μπορούμε να εκφράζουμε ό,τι καλό έχουμε μέσα μας κι ό,τι κακό να το αποδυναμώνουμε;».

Σε ένα βαθμό είναι όλα θέμα διαπαιδαγώγησης. Όσο παράξενο ή περίεργο και να σου φαίνεται, όλοι οι άνθρωποι είμαστε εν δυνάμει τα πάντα. Κι όταν λέω τα πάντα, το εννοώ. Από άγιοι μέχρι τα χειρότερα καθάρματα. Αλλά αυτό που πραγματικά μας δίνει την ιδιότητα, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από τα ερεθίσματα που δεχόμαστε απ’ το περιβάλλον μας κι από τους πρώτους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε.

Εκείνοι είναι που θα μας υποδείξουν τις πρώτες έννοιες που μαθαίνουμε. Θα μας υποδείξουν το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος. Ακολούθως, θα μας δείξουν ανάλογα το άτομο και την έννοια της αγάπης, του θυμού κι όλη την γκάμα του φάσματος των συναισθημάτων. Θα μας μάθουν να εκφράζουμε όλα όσα τριγυρνούν στο μυαλό μας και φέρνουν κοντά τους ανθρώπους. Θα μας μάθουν να εκφράζουμε όχι μονάχα τις σκέψεις μας, αλλά κι όσα νιώθουμε.

Έτσι, και σιγά-σιγά μέσα απ’ τη διαρκή και καθημερινή εξάσκηση, περνώντας ο καιρός, φτάνουμε σε ένα σημείο που το να μιλάμε για όσα νιώθουμε, θα είναι κάτι φυσικό κι αναγκαίο για την ψυχική μας απελευθέρωση αλλά και τη διατήρηση κι υποστήριξη –σε γερά θεμέλια– των σχέσεων που δημιουργούμε.

Κι αν στην πορεία της ζωής υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που παρεκκλίνουν από όλα όσα έχουν μάθει, τότε δεν είναι ότι δεν είναι γνώστες, δεν είναι ότι δεν έχουν μπορέσει ποτέ να εκφραστούν, απλώς κάτι ανέκοψε την πορεία τους. Για κάποιο λόγο, για κάποιο συμβάν, σταμάτησαν να ομολογούν τα συναισθήματά τους. Άλλωστε, δεν είναι μόνο οι παιδικές ψυχές που πληγώνονται. Πολλές φορές κι οι ενήλικοι πληγώνονται αν όχι περισσότερο, τότε το ίδιο βαθιά. Κι η επούλωση δεν είναι κάτι που έρχεται δίχως κόπο και προσπάθεια.

Αυτό που χρειάζεται είναι και πάλι κάποιος να τους δείξει ότι μπορεί να κρίθηκαν/ χλευάστηκαν/απορρίφθηκαν  μια φορά για το τι νιώθουν, αλλά δεν είναι όλος ο κόσμος τόσο μικρόψυχος. Ακόμα κι όσοι φέρονται έτσι, κάποιος τους οδήγησε εκεί. Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε κάτι παραπάνω από προφανές ότι δεν είναι και κάτι τόσο δύσκολο το να μοιράζεσαι τις πιο ενδόμυχες σκέψεις σου, με τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους.

Μπορεί ή –μάλλον καλύτερα– σίγουρα θέλει και κότσια και θάρρος το να το κάνεις. Γιατί οι αντιδράσεις θα ‘ναι απρόβλεπτες και θα ποικίλουν. Δε θα έρχεται πάντα αυτό που περιμένουμε κι αυτό για το οποίο είμαστε προετοιμασμένοι. Όμως, ποιος έχει κερδίσει χωρίς θάρρος –κι ίσως και χωρίς λίγο θράσος– κάτι σε τούτο τον κόσμο; Κανείς. Θέλει θάρρος για να υπερασπιστούμε τα πιστεύω μας και το γιατί είναι πασιφανές.

Σε έναν κόσμο που όλοι θέλουν να είναι πρώτοι, να είναι ανώτεροι απ’ τους άλλους, είναι αδιανόητο να δείξει κανείς αδυναμία. Είναι αδιανόητο και μόνο να εκτεθεί κάποιος τόσο πολύ. Γιατί εκεί έχουμε φτάσει, να πιστεύουμε ότι το να λέει κάποιος όσα νιώθει είναι κάτι που τον εκθέτει, αντί να τον ανυψώνει στα μάτια μας. Γιατί πλέον έχουμε δημιουργήσει τέτοιο χάσμα ο ένας με τον άλλο αλλά κι όλοι μαζί μεταξύ μας που δε μιλάμε ουσιαστικά.

Δε λέμε πλέον «Ανησυχώ για σένα, σε σκέφτομαι, σ’ αγαπώ». Περιμένουμε να πει ο άλλος κάτι πρώτος, να κάνει την αρχή αυτός και μόνο τότε υπάρχει πιθανότητα να πούμε κι εμείς κάτι. Βασιζόμαστε σε εκείνον τον θαρραλέο, αντί να γίνουμε εμείς αυτοί.

Αλήθεια, τι περιμένουμε; Ξέρουμε ότι θα υπάρχει κι επόμενη στιγμή; Μας το εγγυάται κανείς; Ξέρουμε ότι θα έχουμε κι άλλη ευκαιρία; Τίποτα δεν είναι σίγουρο, τα πάντα είναι ρευστά και διαρκώς ανατρέπονται. «Τα πάντα ρει», μας το είπε κι ο Ηράκλειτος. Μπορεί  σήμερα να είναι η τελευταία φορά που κάνουμε κάτι. Μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπουμε κάποιον. Γιατί να το καθυστερούμε;

Συντάκτης: Ιωάννα Μαρίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη