Τη Χρύσα τη γνώρισα στο τρένο. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε. Η θέση δίπλα της η μόνη κενή. Κάθισα και δεν άργησε να ξεκινήσει η κουβέντα.

Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση, ήταν το πόσο ανάγκη είχε να μιλήσει με κάποιον. Προτίμησε εμένα. Μια άγνωστη. Το πιο πιθανό, δε θα με έβλεπε ποτέ ξανά.

Και μετά τα μάτια της. Δείχνανε μια μόνιμη θλίψη, μια μοναξιά. Δε συμβαδίζανε με το χαμόγελο στα χείλη της. Αλλά και αυτό, όπως διαπίστωσα αργότερα, ήταν απλά παραπλανητικό.

Ύστερα από φλυαρίες και ανούσιες κουβέντες, αλλάζοντας τον τόνο της φωνής της και με μάτια όλο παράπονο μου λέει: « Έχω και εγώ μια κόρη στην ηλικία σου. Φοιτήτρια νομικής. Και απ’ ότι μαθαίνω είναι αριστούχος».

Δε μπόρεσα να κρύψω την απορία στο πρόσωπό μου. Ντράπηκα όμως και να ρωτήσω. Επικράτησε άβολη σιωπή. Ήμουν έτοιμη να στρέψω αλλού τη συζήτηση. Όταν με πρόλαβε εκείνη.

«Ξέρεις, έχω να δω την κόρη μου δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Από επιλογή μου. Στην αρχή».

Σάστισα. Ποια μάνα κάνει μια τέτοια επιλογή;

Χωρίς να χάσει χρόνο και αδιαφορώντας για την αντίδραση μου, με βλέμμα, αυτή τη φορά, κενό από συναισθήματα, συνέχισε. Κοιτώντας το παράθυρο άρχισε να μου εναποθέτει το φορτίο που ένιωθα ότι τη βαραίνει χρόνια τώρα.

Η ιστορία της ξεκίνησε λίγο πολύ με κλασσικό τρόπο. Κορίτσι από μια μικρή επαρχιακή κοινωνία. Παντρεύτηκε από προξενιό στα είκοσί της.

«Δεν ήταν γάμος από έρωτα. Όχι σε καμία περίπτωση. Μπορεί να μην είχα γνωρίσει πότε μέχρι τότε τον έρωτα, άλλα μπορούσα να διακρίνω τα σημάδια. Και με τον άντρα μου δεν υπήρξα ποτέ ερωτευμένη. Στα είκοσι τρία μου, ήρθε η κόρη μου. Αφιέρωσα όλο μου το είναι σ’ αυτό το παιδί. Έγινε η αιτία να ξυπνάω ευτυχισμένη το πρωί».

Την άκουγα με μάτια ορθάνοιχτα και περίσσια προσοχή. Σκέψεις και απορίες ξεπηδούσαν διαρκώς στο μυαλό μου. Το μόνο αγκάθι στη ζωή αυτής της γυναίκας ήταν ο έρωτας. Το παιδί της το λάτρευε. Πώς γίνεται να μη το έχει δει εδώ και δεκαπέντε χρόνια; Μια μάνα δε βάζει τίποτα και κανέναν πάνω απ’ το ίδιο της το παιδί. Το παιδί που έβγαλε απ’ τα σπλάχνα της. Δημιούργημα δικό της.

«Και έτσι πέρασαν πέντε χρόνια. Όμορφα χρόνια. Έβλεπα το παιδί μου να μεγαλώνει και ένιωθα πως είχα τα πάντα. Είχα απαρνηθεί κάθε κενό που θέριευε μέσα μου. Έτσι πίστευα τουλάχιστον. Μέχρι που γνώρισα το Βασίλη».

Ξανά σιωπή. Αμηχανία ξανά. Δε φανταζόμουν έτσι το ταξίδι μου. Κάθε άλλο παρά ξέγνοιαστο ήταν.

Το Βασίλη το γνώρισε τυχαία. Ήταν όμορφος. Δεν την τράβηξε όμως αυτό. Η ζεστασιά των ματιών του ήταν το πρώτο και τελειωτικό χτύπημα. Και μετά ο έρωτας. Δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Έζησε μαζί του δύο χρόνια. Κρυφά απ’ όλους. Εκείνος γνώριζε τα πάντα γι’ αυτή. Το γάμο, το παιδί.

«Ζούσα τον έρωτα. Το ζούσα σα μικρό παιδί είχα επιστρέψει ξανά στην ανεμελιά των 20 χρόνων μου. Τον ζούσα ολοκληρωτικά με κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Η ψυχή μου είχε βρει το άλλο της μισό».

Δεν ήμουν σίγουρη αν άντεχα ν’ ακούσω άλλο. Έβλεπα ότι είχε ξεχάσει την παρουσία μου δίπλα της και απλά μιλούσε για να βγάλει από μέσα της ό,τι τη βασάνιζε. Να μετριάσει το βάρος. Να ξεγελάσει τον πόνο.

Η συνέχεια με βρήκε απροετοίμαστη. Η επιλογή της ν’ ακολουθήσει το Βασίλη στη Γερμανία με ξάφνιασε. Και η κόρη της; Δε σκέφτηκε ποτέ τί θ’ απογίνει; Ήταν τόσο ερωτευμένη που χωρίς να το συνειδητοποιήσει είχε αλλάξει τις προτεραιότητές της και είχε βάλει το παιδί της σε δεύτερη μοίρα.

«Ήθελα βλέπεις να ζήσω τον έρωτα. Εκείνον που δεν ήρθε τη σωστή στιγμή, που θα ήταν το εισιτήριο να βγω από ένα γάμο που ποτέ δεν ήθελα. Πόσο ανόητη ήμουν! Και ανεύθυνη. Δεν έχω το δικαίωμα να λέγομαι μάνα. Άφησα το παιδί μου στην πιο τρυφερή ηλικία και έφυγα».

Δε θέλησα να ξεστομίσω τίποτα. Απλώς έμεινα να την κοιτάζω. Ήμουν γεμάτη θυμό γι’ αυτή την ξένη. Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση της κόρης της. Γκρεμίστηκε όλος μου ο κόσμος. Διέκοψε ξανά τις σκέψεις μου.

«Είμαι σίγουρη πως με έχεις ήδη καταδικάσει σε θανατική ποινή. Δε διαφέρεις απ’ τους υπόλοιπους. Και έχετε όλοι σας δίκιο».

Γι’ αυτό που έκανε δεν υπάρχει συγχώρεση ούτε σ’ αυτή, ούτε σε καμία ζωή.  Από καμία μάνα και κανένα παιδί πάνω στη γη.  Και φυσικά ούτε από την κόρη της. Το χειρότερο συναίσθημα για μια μάνα. Και αυτή το επεδίωξε. Αυτοκαταστράφηκε και παρέσυρε στο βούρκο και τη ζωή του παιδιού της.

Έμεινα να την κοιτάζω να κλαίει. Μόνο δάκρυα. Κανένας ήχος.

«Ευχή και κατάρα σου δίνω κορίτσι μου, ποτέ μην ξεπουλήσεις τη ζωή σου για έναν έρωτα. Κάνε τις επιλογές σου, χωρίς να καταστρέφεις τις ζωές των άλλων. Γιατί τις επιλογές μας τις κουβαλάμε φορτίο βαρύ σ’ αυτή τη ζωή».

Είχαμε κιόλας φτάσει. Είχε ήδη εξαφανιστεί.

 

 

Συντάκτης: Μαρία Αγγελακοπούλου