Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Ιωάννα Πορταράκη.

 

Ήταν Ιούνιος μόλις είχα τελειώσει τις πανελλαδικές, είχα ξεφορτωθεί το άγχος, το διάβασμα και γενικά όλο το στρες των εξετάσεων. Τι πιο φυσικό λοιπόν, από το να κανονίσουμε μια καλοκαιρινή εξόρμηση με τις κολλητές μου; Έτσι κι έγινε. Προγραμματίσαμε διακοπές για Σαντορίνη.

Αχ Σαντορίνη! Τόσο καιρό ακούγαμε για τις παράλιες της, το ηλιοβασίλεμά της και τις ομορφιές της και να που ήρθε η ώρα να το ζήσουμε. Κλείσαμε ένα φτηνό ξενοδοχειάκι, δε θέλαμε πολυτέλειες, δεν ήταν του στιλ μας, εμείς ήμασταν ελεύθερες ψυχές, έβραζαν τα αίματα μας το μόνο που θέλαμε ήταν να διασκεδάσουμε και να περάσουμε καλά, κάτι που είχαμε ξεχάσει κατά τη σχολική περίοδο.

Επιτέλους, είχε ξημερώσει η πολυπόθητη ημέρα. Γεμάτες χαρά και ανυπομονησία καταφθάσαμε στο λιμάνι της πόλης μας, επιβιβαστήκαμε και ξεκίνησε η εμπειρία μας. Οι ώρες του ταξιδιού πέρασαν τόσο γρήγορα που ούτε εμείς το καταλάβαμε. Φτάσαμε στη Σαντορίνη και νιώθαμε σαν χαμένες. Η πρώτη μέρα του ταξιδιού μας βρήκε αναστατωμένες να ψάχνουμε για ώρες το ξενοδοχείο που είχαμε νοικιάσει. Μετά από ώρες εξουθενωτικής έρευνας κάτω από τον καυτό ήλιο καταφέραμε να ανακαλύψουμε το ξενοδοχείο. Μπαίνοντας μέσα πετάξαμε τα πράγματα μας και ξεχυθήκαμε στους δρόμους.

Ήταν όλα μαγικά. Μας έμοιαζε όνειρο όλο αυτό αλλά το ζούσαμε. Πήγαμε μια κοντινή βόλτα και  αμέσως μετά κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο, δεν είχαμε δυνάμεις για ξενύχτι, είχαμε κουραστεί από τη διαδρομή.

Κοιμηθήκαμε και οι τρεις σαν να μην υπάρχει αύριο. Καθώς ξημέρωνε το φως του ήλιου τρύπωνε από το παλιό ξύλινο πατζούρι και έπεφτε στο πρόσωπο μου. «Είναι ώρα να ξυπνήσουμε » φώναξα. Καμία μας δεν ήθελε να αφήσει το μαλακό στρώμα του κρεβατιού, αλλά όλες θέλαμε να απολαύσουμε τις κρυστάλλινες παράλιες.

Πριν καλά-καλά το σκεφτούμε είχαμε βρεθεί στην παράλια. Λεύκη άμμος, κοχύλια και καταγάλανα νερά, αντικρίζαμε σε κάθε βήμα μας.  Αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε, αφήνοντας όλα μας τα πράγματα εκτεθειμένα. Αργότερα, συνέβη το λογικότερο, μου είχαν κλέψει το κινητό μου. Ναι το iPhone! Ναι αυτό το κινητό που τόσο καιρό μάζευα χρήματα για να το αγοράσω! Δε με ένοιαζε η αξία του ούτε καν σκεφτόμουν το γεγονός ότι δε θα μπορώ να μπαίνω στο Facebook  και να ενημερώνω τους διαδικτυακούς μου φίλους για το ποσό καλά περνάω. Με ένοιαζε το ότι οι γονείς μου θα ανησυχούσαν όταν θα με έπαιρναν τηλέφωνο και εγώ δεν θα απαντούσα. Τρομερά ξενερωμένη, μάζεψα τα πράγματα μου από την παράλια και αποχώρησα πάντα μαζί με τις φιλές μου οι οποίες μάταια προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν. «Μα τι ανόητη που είμαι» μονολογούσα καθ’ όλη τη διάρκεια προς το ξενοδοχείο. Αφού κάθισα και το χώνεψα, ενημέρωσα τους γονείς μου για το συμβάν και τους υποσχέθηκα πως θα είμαι καλά.

Είχε βραδιάσει και οι φιλές μου, μου πρότειναν να πάμε για κλάμπινγκ, μόνο στην ιδέα αηδίαζα. Δεν ήταν ότι είχα στεναχωρηθεί τόσο για το συμβάν με το κινητό μου, ήταν γενικά όλο το mood που δε μου επέτρεπε να περάσω καλά. «Κορίτσια, συγγνώμη δεν έχω διάθεση να έρθω, θέλω να μείνω εδώ και να χαλαρώσω» τους είπα φοβούμενη την αντίδραση τους. Εκείνες χωρίς δεύτερη κουβέντα με δικαιολόγησαν και έφυγαν για διασκέδαση.

Η ώρα περνούσε αργά και εγώ μονή μου στο δωμάτιο δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ λόγο της αφόρητης ζεστής και έτσι αποφάσισα να κατέβω στο μπαράκι του ξενοδοχείου για ένα ποτό. Δεν με ενδιέφερε καθόλου η εμφάνιση μου, παρέμεινα με το τζινάκι που φορούσα από το πρωί και χωρίς ίχνος μακιγιάζ.

Νέκρα επικρατούσε στο μπαρ. Κατέβηκα τα σκαλιά και έκατσα σε ένα τραπέζι που έβλεπε θάλασσα. Ο μπάρμαν κατευθύνθηκε προς το μέρος μου και με ρώτησε τι θα πιω «ένα τζιν τόνικ σκέτο παρακαλώ» του απάντησα. «Σκέτο; Είσαι σίγουρη;» αποκρίθηκε. «ναι, ένα θα πιω δεν πρόκειται να με πειράξει» γεμάτη υπερηφάνεια είπα. 

Το τζιν τόνικ έφτασε και έπειτα ήρθε και το επόμενο. «Ήσουν λοιπόν σίγουρη ότι θα έπινες μόνο ένα, ε;» μου είπε ειρωνικά. Εγώ απλά γέλασα, δεν του απάντησα. «Μπορώ να καθίσω;» με ρώτησε και εγώ φυσικά ανταποκρίθηκα. «γιατί τόση μοναξιά;» αναρωτήθηκα και εγώ του εξήγησα όλη την ιστορία που μου είχε συμβεί, θέλοντας κάπου να μιλήσω. Δεν έδειχνε και τόσο κλονισμένος μιας και το πρόβλημα μου δεν ήταν σοβαρό αλλά έδειχνε πρόθυμος να ακούσει.

Είχε πάει 2 η ώρα οι φίλες μου δεν είχαν γυρίσει ακόμα και έτσι μου πρότεινε να πάμε μια βολτούλα στην απέναντι παράλια. Δέχτηκα. Ήθελα να ξεσκάσω λίγο. Ααα ναι! Ξέχασα να σας περιγράψω πώς ήταν αυτός ο τύπος. Ήταν σχετικά μεγάλος για έμενα γύρω στα 30 ψήλος με καστανά μαλλιά, δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο όμως κάτι με ωθούσε πάνω του.

Είχαμε φτάσει στην παράλια και περπατούσαμε ακούραστοι, διηγούμενοι και οι δυο ιστορίες, αλλά και εμπειρίες της ζωής μας. Κοίταξα το ρολόι και έντρομη συνειδητοποίησα ότι η ώρα ήταν 5. Τρόμαξα ότι οι φιλές μου θα είχαν γυρίσει και θα ανησυχούσαν που δε θα με έβρισκαν εκεί. Του είπα ότι έπρεπε να γυρίσω πίσω και εκείνος με προθυμία με συνόδευσε μέχρι την πόρτα του δωματίου μου. Η βράδια δε θα μπορούσε να κλείσει καλύτερα, τη στιγμή που με καληνύχτιζε ευχόμενος να με ξαναδεί μου έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Ένα φιλί που μέσα του έκρυβε πρωτόγνωρα πράγματα, συναισθήματα που δεν είχα νιώσει για κανέναν άλλο. Έκλεισα αργά την πόρτα και σκέφτηκα «μα είναι άγνωστος, πώς μπορώ να νιώθω κάτι για κάποιον που μόλις γνώρισα; Δεν ξέρω ούτε το όνομά του» σκέφτηκα και οι φίλες μου διέκοψαν αυτές τις σκέψεις, φωνάζοντας μου επειδή είχα εξαφανιστεί. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου χωρίς να τους πω κουβέντα. Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα, το μυαλό μου στοιχειωνόταν από σκέψεις του τύπου  «θα τον ξαναδω;», «θα γίνει κάτι μεταξύ μας;» και ό,τι άλλο μπορεί κάποιος να σκεφτεί.   

Κατάφερα να κοιμηθώ τις πρωινές ώρες ώσπου το επίμονο χτύπημα της πόρτας με ξύπνησε. Αναστατωμένη άνοιξα και αντίκρισα μια καμαριέρα. «Έχεις γαλάζια μάτια. Εσύ πρέπει να είσαι τότε» μου είπε και εγώ γεμάτη απορία περίμενα τι θα μου πει. «Αυτό είναι για σένα» μου είπε και έκλεισα την πόρτα.  Ήταν ένα κουτάκι με ένα σημείωμα, «μα τι να είναι;» αναρωτήθηκα. Το άνοιξα και είδα μια ολοκαίνουργια συσκευή κινητού. Άρχισα να διαβάζω το σημείωμα. «Ένα μικρό δωράκι από έμενα για να σε κάνω να χαμογελάσεις και για να μην στενοχωριέσαι γι’ αυτόν το χαζό λόγο. Θέλω να σε ξαναδώ ραντεβού στις έντεκα στη γνωστή παράλια Δημήτρης.» Το μόνο που σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι έμαθα το όνομα του και το ότι θα τον ξαναέβλεπα. «Ερώτα κεραυνοβόλο σε ονομάζω Δημήτρη» σιγοψιθύρισα και όλο μου το πρόσωπο έλαμπε από ευτυχία. Τώρα έπρεπε να εξηγήσω στις φιλές μου που με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Τους τα διηγήθηκα όλα, γεμάτες χαρά μου ευχήθηκαν τα καλύτερα και να προσέχω.

Έφτασε έντεκα. Ήμουν εκεί, στο σημείο που είχαμε συμφωνήσει. Τον είδα να έρχεται από μακριά και υποσυνείδητα χαμογέλασα, «Ευχαριστώ πολύ για το κινητό δεν έπρεπε να το κάνεις» του είπα. «Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω» απάντησε. Δε μιλούσε κανένας απ’ τους δυο μας απλά βυθιζόμασταν στις αγκαλιές και στα ανείπωτα όνειρα. Έτσι πέρασαν όλες οι μέρες των διακοπών μου στη Σαντορίνη. Παρέα με το Δημήτρη που τόσο τυχαία είχα ερωτευτεί.

Οι διακοπές τελείωναν, έπρεπε να φύγω και μόνο στην ιδέα ότι θα τον έχανα έβαζα τα κλάματα. Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει με τη θλίψη σχηματισμένη στα μάτια του, δε μου έλεγε τίποτα αλλά εγώ το ένιωθα, το έβλεπα στο βλέμμα του, δεν ήθελε να φύγω. Μου υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν να με βλέπει άσχετα αν μας χώριζαν πολλά χιλιόμετρα.

Κράτησε την υπόσχεσή του, ερχόταν συχνά στην πόλη μου και ζούσαμε μοναδικές στιγμές. Ήμασταν μαζί για περίπου ένα χρόνο, ένιωθα ότι ο Δημήτρης ήταν ο άνθρωπός μου μέχρι έλαβα ένα μήνυμα στο Facebook που άλλαξε τη ζωή μου. «Άφησε το Δημήτρη ήσυχο, είναι παντρεμένος με παιδί» έγραφε.  Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου «δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό» φώναζα για ώρες κλαίγοντας. Μίλησα μαζί του και μου το επιβεβαίωσε, δεν το πίστευα, δεν ήθελα να το πιστέψω, δεν το χωρούσε ο νους μου. Μου ζητούσε επανειλημμένα συγγνώμη για την κοροϊδία αλλά δεν έπαψε στιγμή να ισχυρίζεται πως μ’ αγαπάει. Το ήξερα ότι μ’ αγαπάει, τον πίστευα.

Το τέλειωσα μαζί του και εκείνος αναγκαστικά το δέχτηκε. Έκλαψα, πόνεσα, λύγισα μέχρι που το πήρα απόφαση ότι τον έχασα. Δεν ήθελα να συνεχίσω με έναν άνθρωπο που μου έκρυβε πράγματα και με κορόιδευε και προπαντός δεν ήθελα να γίνω το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση που είχε και παιδί. Δεν ήθελα να λέγομαι η «τσούλα» που τους χώρισε.

Πλέον δεν πονάω, το έχω ξεπεράσει. Κρατάω τα καλά αυτής της σχέσης. Μαζί του γνώρισα τον αληθινό έρωτα και την αληθινή αγάπη. Δεν τον αμφισβητώ, με αγάπησε και μάλιστα πολύ αλλά δεν μπορώ να τον συγχωρέσω, είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Πλέον ζω με την ανάμνησή του και με τις καλές στιγμές που περάσαμε. Συνεχίζω παρακάτω τη ζωή μου και απολαμβάνω την φοιτητική μου ζωή. Όμως πάντα βαθιά μέσα μου θα τον σκέφτομαι, θα τον αναζητώ και θα εύχομαι να είναι καλά. Μαζί του έζησα το λεγόμενο «κεραυνοβόλο έρωτα» και αυτό είναι που κρατάω, εξάλλου μπορεί να μην υπάρξει κάτι παρόμοιο.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ιωάννας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!