Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 Γράφει η Ευαγγελία Βλάχου.

 

Αν περιμένετε να διαβάσετε μια μελιστάλαχτη ιστορία αγάπης, λυπάμαι, αλλά θα σας απογοητεύσω. Μη με παρεξηγείτε. Η ιστορία μου είναι μια ιστορία αγάπης. Ήταν πράγματι το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι, το καλοκαίρι που με σημάδεψε, αλλά δεν έχει «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Άλλωστε δεν είναι παραμύθι ούτε χολυγουντιανή ταινία. Είναι η ιστορία μου, όπως την έζησα, και δεν έχει happy end.

Ήδη είχαμε ξοδέψει τις τρεις πρώτες μέρες στη Νάξο αλωνίζοντας από παραλία σε παραλία, από γραφικά ταβερνάκια σε μοδάτα μπαράκια, απολαμβάνοντας τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο, τα κρυστάλλινα νερά του νησιού, την άφθονη ρακή και τα θαλασσινά μεζεδάκια. Μία μέρα έμενε ακόμα από ξέγνοιαστες διακοπές και μετά θα γυρίζαμε πάλι στη μουντή Αθήνα. Την τέταρτη μέρα λοιπόν με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Οι μέρες περνούσαν και εγώ δεν είχα καταφέρει να εκπληρώσω το λόγο για τον οποίο είχα σύρει τις φίλες μου στη Νάξο. 

Εδώ λοιπόν θα κάνω μία παρένθεση να σας συστήσω την παρέα μου. Από δω η Ελπίδα, 27 Μαΐων, δημοσιογράφος, ολίγον τρελούτσικη και κάπως κυκλοθυμική. Της αρέσει να φλερτάρει ασύστολα και να αφήνει τους άντρες σύξυλους, γιατί μπορεί να χαζογελάει και να γλυκοκοιτάζει γυμνασμένους κοιλιακούς, αλλά πάνω από όλα είναι μια κυρία, σιγά μην τους κάτσει. Κι από δω η Μάρθα, 28 χρονών, με τις μαύρες τις μπούκλες συνέχεια μέσα στα μάτια της. Σοβαρή αλλά αστεία. Λογίστρια. Δουλεύει σε ένα λογιστικό για τρεις και εξήντα, αλλά ονειρεύεται να ανοίξει το δικό της.

Κι ύστερα είμαι εγώ. Ξέχασα να συστηθώ. Συγχωρέστε με. Αυτά παθαίνω όταν με πιάνει η πολυλογία μου, αλλά δικηγόρος είμαι. Τι περιμένατε; Πολυλογία και φανφάρες. Τι έλεγα; Α, ναι. Λοιπόν είμαι η Εύα, 27 ετών, δικηγόρος που σιχαίνεται τη δικηγορία και συνεπώς τη ζωή της.

Εμείς οι τρεις λοιπόν πήραμε τα καφτάνια μας και τα λουλουδάτα μαγιό μας και πήγαμε στη Νάξο να μαυρίσουμε τα κορμιά μας. Και οι δύο ήξεραν πολύ καλά για ποιο λόγο επέμενα να έρθουμε στο νησί, κι ας έκαναν τις ανήξερες. Ο λόγος ήταν ένας, ο Παύλος.

Πέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε που χωρίσαμε. Εγώ είχα πάρει την απόφαση, ναι. Πίστευα πως έκανα το σωστό. Ήμασταν μαζί δυο χρόνια και όλα κυλούσαν όμορφα. Απλά εκείνος γέννημα θρέμμα Ναξιώτης ονειρευόταν να γυρίσει στο νησί του. Σπούδασε στην Αθήνα, έζησε την γκρίζα καθημερινότητά της και τα ξέφρενα βράδια της, αλλά του έλειπε ο ναξιώτικος αέρας. Κι εγώ βιάστηκα. Φοβήθηκα. Ήθελα να ‘μαι εγώ εκείνη που θα κρατάει τα ηνία. Και αποφάσισα. Πολύ πριν χρειαστεί να αποφασίσω. Κι ελάλησα. Και το μετάνιωσα. Και πόνεσα. Και ποτέ μου δεν τον ξέχασα. Όσοι άντρες προσπάθησαν να μπουν στη ζωή μου μού φαίνονταν λίγοι. Είχε θέσει πολύ ψηλά τον πήχη. Έτσι εγώ έμεινα πέντε χρόνια να αναρωτιέμαι τι θα ‘χε γίνει αν δεν είχα κιοτέψει.

Και ξαφνικά τον Μάιο μαθαίνω πως ζει στη Νάξο και δουλεύει στα ενοικιαζόμενα του πατέρα του. Άτιμο πράμα το facebook. Θες δεν θες κάτι θα μάθεις. Πήρα λοιπόν τις φίλες μου και φύγαμε για Νάξο, αλλά οι μέρες περνούσαν κι ακόμα τίποτα. Βέβαια μπορούσα να περάσω από τα ενοικιαζόμενα, αλλά αυτό ήθελε κότσια κι εγώ δεν είχα.

Τέταρτη μέρα στο νησί. Είχαμε λιώσει όλο το πρωί στην παραλία. Πάνω που το δέρμα μας είχε αρχίσει να τσουρουφλίζεται, πήραμε το δρόμο για τα δωμάτια στη Χώρα. Τις άφησα να κάνουν μπάνιο και πήγα στο κέντρο τύπου, στο λιμάνι να πάρω κάνα περιοδικό να περάσει και λίγο η ώρα, γιατί όταν η Ελπίδα μπαίνει στο μπάνιο, ξεχνάει να βγει.

Μπήκα μέσα και ευθύς μου κόπηκε η ανάσα. Αισθάνθηκα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου, το οξυγόνο να χάνεται. Ήταν εκεί. Μπροστά μου. Με σάρκα και οστά. Ο Παύλος ήταν εκεί. Τόσο διαφορετικός μα τόσο ίδιος, πιο όμορφος από ποτέ. Άρπαξα ένα τυχαίο περιοδικό και έτρεξα στο ταμείο με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και τις σκέψεις μου να χάνουν κάθε ειρμό και λογική. Στάθηκα από πίσω του και περίμενα για λίγα δευτερόλεπτα που φάνηκαν αιώνες. Γύρισε. Πάγωσε.

«Εύα;» ψέλλισε «τι κάνεις εδώ;» «Διακοπές» απάντησα με τρεμάμενη φωνή. Ντράπηκα. Είχα και μία υπερηφάνεια άλλωστε. Πλήρωσα όσο εκείνος κοιτούσε σαστισμένος και βγήκα βιαστικά έξω. Στάθηκα να βάλω τα γυαλιά μου, να τον περιμένω. Με ακολούθησε. «Χρόνια και ζαμάνια» ήταν το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω με ένα βεβιασμένο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. «Χρόνια και ζαμάνια» επανέλαβε κι εκείνος. «Είσαι εδώ για διακοπές ή γύρισες τελικά;» ρώτησα δήθεν αδιάφορα. «Γύρισα» είπε απότομα. Σιωπή. «Πού μένεις;» Του είπα για τα δωμάτια και προσφέρθηκε να με συνοδέψει. Η διαδρομή ήταν μικρή, αλλά αρκετή. Πάντα είχαμε χημεία. Τίποτα δεν μας σταματούσε. Γρήγορα ο Παύλος συνήλθε από το πρώτο σοκ και πιάσαμε συζήτηση. Τα γνωστά «Πώς είσαι; Πού δουλεύεις; Δύσκολα τα πράγματα τώρα με την κρίση». Δε με ρώτησε γιατί επέλεξα το συγκεκριμένο νησί. Κατάλαβε. Δεν ήταν χαζός.

Όταν φτάσαμε στα δωμάτια κοντοστάθηκε με το βλέμμα στο έδαφος. Εγώ εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να απολαύσω με την ησυχία μου το πρόσωπό του. Τα καστανά μάτια με τις μακριές βλεφαρίδες, τα σγουρά μαλλιά, τα γεμάτα χείλη. Πόσο μου είχαν λείψει τα χείλη του, τα φιλιά του. Πάντα πίστευα πως τα χείλη του είχαν μια ιδιαίτερη γεύση, λιγωτική, κάτι από φράουλες και σαντιγί.

Σήκωσε τα μάτια του και χαμογέλασε. «Πολύ θα ήθελα να σε δω το βράδυ». Ήθελα να ουρλιάξω από τη χαρά μου. Ανταλλάξαμε κινητά και μπήκα με φούρια μέσα να πω στα κορίτσια τα καθέκαστα.

Αφού πέρασα όλο το απόγευμα μετρώντας τα δευτερόλεπτα, έβαλα ένα απλό πράσινο φόρεμα, πήρα μια βαθιά ανάσα και πήγα να τον συναντήσω στο Βίντσι, κάτω από την Πορτάρα.

Η αμηχανία έδωσε σιγά σιγά τα θέση της στην οικειότητα και μιλούσαμε ώρες ατελείωτες για όλα αφήνοντας με μαεστρία εκτός τα προσωπικά μας. Το ένα ποτό έφερε το άλλο και γρήγορα ήρθαν και τα πρώτα αγγίγματα, στο μπράτσο, στον ώμο, στα μαλλιά.

«Γιατί ήρθες;» ρώτησε αναπάντεχα. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσουμε με ειλικρίνεια. «Για να σε βρω» ψιθύρισα χαμηλώνοντας τα μάτια. «Εσύ θέλησες να γίνει έτσι» είπε και η φωνή του δεν έκρυβε οργή, μονάχα πίκρα. «Το ξέρω» παραδέχτηκα. «Και ζω κάθε μέρα με αυτό.»

«Δεν έχει νόημα να το συζητάμε τώρα αυτό» είπε αποφασιστικά.

«Φεύγω αύριο στις 6» λέω κι πριν ολοκληρώσω τη φράση τον ακούω να λέει με μία ανάσα «Έλα σπίτι μου». Πήγα, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Έμεινε μόνος του, μακριά από τους δικούς του. Πάντα ήθελε να είναι ανεξάρτητος και τον θαύμαζα για αυτό. Το σπίτι ήταν μικρό μα όμορφο. Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω μας, γύρισε να με κοιτάξει. Με πλησίασε. Έκανα ένα βήμα πίσω και ακούμπησα την πλάτη μου στην πόρτα. Ένιωθα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Χρειαζόμουν ένα στήριγμα. Με πλησίασε κι άλλο με το πρόσωπό του εκατοστά μακριά από το δικό μου. Ένιωθα την ανάσα του στα χείλη μου, το κεφάλι μου να γυρίζει. Με τα ακροδάχτυλά του χάιδεψε τα μαλλιά μου, το μάγουλό μου, το λαιμό μου. «Γιατί;» ψέλλισε. «Γιατί ρε γαμώτο;»

Και ξαφνικά με φίλησε. Όπως παλιά. Γεύση από φράουλες και βανίλια όρμησε μέσα από τα χείλη μου. Ένιωσα τα χέρια του να αρπάζουν το κορμί μου και άπλωσα τα δικά μου ανάμεσα στις μπούκλες του και στην πλάτη του πιέζοντας ανυπόμονα τα νύχια μου στο δέρμα του. Αισθάνθηκα το σώμα μου να πιάνει φωτιά. Με έσυρε στο κρεβάτι. Από την εξώπορτα έμπαινε φουριόζα η αλμύρα της θάλασσας. Αφέθηκα. Έχασα κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

Δεν ξέρω πόσες φορές κάναμε έρωτα εκείνο το βράδυ. Τα λεπτά και οι ώρες εξαϋλώθηκαν κάτω από το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού με τις σκέψεις να φλέγονται και τη λογική να λιώνει στην καλοκαιρινή κάψα.

Το πρωί μας βρήκε ξέπνοους, αλλά χορτασμένους. Η λογική άρχισε σιγά σιγά να τρυπώνει στο μυαλό μου. Έβαλα το φόρεμά μου και βγήκα στη βεράντα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά. «Και τώρα τι;» Δεν ήξερα πως αυτή τη φορά δεν ήμουν σε θέση να πάρω καμία απόφαση. Η απόφαση είχε ήδη παρθεί.

Άκουσα το κινητό του Παύλου να χτυπάει στο δωμάτιο. Έτρεξα να το βάλω στο αθόρυβο για να μην τον ξυπνήσει. Τα ‘χασα. «Μωράκι» έγραφε η οθόνη. Ο Παύλος ξύπνησε. Κατάλαβε. Μου τράβηξε το κινητό από τα χέρια και σώπασε. «Η κοπέλα σου;» ρώτησα. «Η αρραβωνιαστικιά μου». Αισθάνθηκα τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια μου και αναπάντεχα ερωτήματα το μυαλό μου.

Μου εξήγησε ή έστω προσπάθησε. Μου είπε ότι με καμία γυναίκα δεν είχε νιώσει όπως ένιωθε με μένα και ότι είμαι η γυναίκα της ζωής του, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα, τη Μαρίνα την αγαπάει και θα την παντρευτεί, γιατί έχει δώσει το λόγο του και γιατί θέλει. Και κάτσαμε για λίγη ώρα ο ένας στην αγκαλιά του άλλου σιωπηλοί. Το τελευταίο μας φιλί είχε την πικρή γεύση των δακρύων.

Πείτε με αθώα, πείτε με χαζή, αλλά τον πίστεψα. Και για μένα είναι ο ένας, κι ας μην είμαστε μαζί, κι ας μην τον ξαναδώ ποτέ.

Ποτέ δεν είπα στα κορίτσια τι συνέβη. Έκλαψα στο ταξίδι του γυρισμού και θρήνησα, αλλά αυτά ήταν τα τελευταία δάκρυα που έχυσα για εκείνον. Θα κουβαλάω πάντα μέσα μου εκείνο το βράδυ στο νησί κι αυτό μου αρκεί.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ευαγγελίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!