I’ll

Να τη πάλι αυτή η κασέτα μπροστά μου!

Την πετυχαίνω κάθε φορά στα συρτάρια του γραφείου, την πετάω κάπου αλλού κι εμφανίζεται ξανά. Κι ενώ μισώ που πρέπει να την παραμερίζω συνεχώς, δε θέλω και να την χάσω. Ενενηντάρα, για να χωράει πολλά, γραμμένη στα νιάτα μου, με όλα τα μπλουζ κομμάτια που ακούγαμε ή χορεύαμε, σ’ εκείνα τα αθώα και όμορφα χρόνια. Αθώα λόγω ηλικίας  και μόνο.

Κάθε φορά μπαίνω στον πειρασμό και τη βάζω στο παλιό κασετόφωνο -που κατά ένα περίεργο τρόπο, μετά απ’ όσα έχει τραβήξει, δουλεύει- και μόλις ο Michael Bolton αρχίζει ν’ αναρωτιέται πώς θα ζήσει χωρίς εκείνη το μυαλό μεταφέρεται αυτόματα στα χρόνια που οι περισσότεροι αγαπήσαμε. Στα χρόνια των μπλουζ!

«Μπλουζ» είχαμε ονομάσει όλα τα ερωτικά τραγούδια σε αργό ρυθμό που χορεύαμε με τα σώματά μας ν’ απέχουν ελάχιστα. Τα τραγούδια εκείνα που γέμιζαν κασέτες και κασέτες για να χουμε κάτι ν’ ακούμε όταν ερωτευόμασταν ή για ν’ αποτελούν την καλύτερη μουσική υπόκρουση που θα μπορούσε να συνοδεύει τις εφηβικές, ερωτικές μας απογοητεύσεις.

Τα μπλουζ, ήταν ο λόγος που πηγαίναμε στα πάρτι.

Χορεύαμε ξέφρενα κάθε ποπ και ντίσκο ήχο, αλλά μέσα μας κυριαρχούσε αυτή η γλυκιά προσμονή των μπλουζ.  Είχαμε ντυθεί γι’ αυτά, είχαμε κάνει όνειρα για το ποιος τελικά θα μας επέλεγε για να τα χορέψουμε μαζί του και είχαμε πάντα ένα στο μυαλό μας,  για να ζητήσουμε από τον Dj να το βάλει. Κι όσο θέλαμε να ‘ρθουν, άλλο τόσο σε αμηχανία μας έφερναν.

Για αρχή, έπρεπε να ξεπεράσουμε τον φόβο της επιλογής. Μόλις η μουσική σταματούσε και τα φώτα χαμήλωναν, ξέραμε ότι ήρθε η ώρα για να χωριστούμε σε στρατόπεδα. Δεξιά τα αγόρια, αριστερά τα κορίτσια και στη μέση, η αμηχανία μας. Των γυναικών πιο πολύ, αφού οι άνδρες είχανε το πλεονέκτημα της επιλογής. Σε αυτά τα λίγα βήματα των ανδρών από την απέναντι πλευρά προς τη δική μας, πόσες ευχές να έχουν γίνει άραγε για να μας διαλέξει εκείνος που θέλαμε και να μην αναγκαστούμε να πούμε φθηνές δικαιολογίες του τύπου «Τόση ώρα χόρευα! Πονάνε τα πόδια μου», «Δε χορεύω» ή «Έχω τάξει αυτόν τον χορό σ’ ένα φίλο».

Αν τελικά όλα πηγαίνανε όπως τα είχαμε ονειρευτεί,  νιώθαμε το άγγιγμα αυτού που γουστάραμε  κι ευχόμασταν, έτσι κοντά όπως βρισκόμασταν, να μην ακούγεται το καρδιοχτύπι μας  που χτυπούσε σε ρυθμούς «Daddy cool» κι όχι του «Lady in Red».

Στους χορούς αυτούς, οφείλουν τη γέννηση τους  πολλοί έρωτες. Χάρη σ’ ένα μπλουζ, μια απλή γνωριμία απέκτησε πόθο για τα υπόλοιπα ή ήταν ο ίδιος ο χορός αφορμή για την γνωριμία.

Χάρη στον Phil Collins, τον Lionel Richie, τη Sade, τον Marvin Gaye κι όλους τους υπόλοιπους ερμηνευτές εκείνων των χρόνων, ξεκίνησαν ιστορίες ερωτικές και για να τους το ανταποδώσουν, τους αφήσανε να παρευρίσκονται και να «ντύνουν» με τις  φωνές τους και πιο προσωπικές στιγμές, όπως εκείνες της κρεβατοκάμαρας, του αυτοκινήτου ή όπου αλλού μπορούσε ο ιδρώτας δυο σωμάτων να ενώνεται.

Και μπορεί όλα αυτά να τα ζούσαμε όταν το «κιτς» βασίλευε, μπορεί να μάθαμε πια πως τα αργά σε ρυθμό τραγούδια χωρίζονται σε είδη κι έχουν πολλές διαφορετικές ονομασίες όπως slow, downtempo, easy listening ή απλά ballads, δε θα σταματήσουμε όμως ποτέ να χαμογελάμε γλυκά κάθε φορά που θυμόμαστε τα «μπλουζ της άγριας νιότης» και να νιώθουμε τυχεροί που κάποτε μας άγγιξαν κάποιοι έτσι.

Ίσως λίγο άγαρμπα, αμήχανα, αλλά με πόθο. Με πόθο ο Michael Bolton να μη σταματούσε να τραγουδά κι ο χορός μαζί μας να κρατούσε πολύ!

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαριάμ Πολυγένη: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη