Λένε ότι η αγάπη κρύβεται στην πιο ανιδιοτελή της μορφή μονάχα μέσα στην οικογένεια. Ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους. Στους γονείς, πληθυντικός αριθμός, σωστά; Όχι πάντα, όχι για όλους. Κάποιες φορές ο πληθυντικός γυρνάει την πλάτη στους βασικούς γραμματικούς κανόνες και γίνεται ενικός, αφήνοντας τον έναν να καλύψει το κενό του άλλου.

Αν χάσεις κάποιον, τότε πονάς, θρηνείς, αλλά στο τέλος σου μένει μια γλυκιά, παρηγορητική, ανάμνηση. Ένας άνθρωπος που σε αγάπησε κι έχεις να αναπολήσεις μερικές ευχάριστες στιγμές μαζί του. Ελπίζεις ότι είναι κάπου ψηλά, σε βλέπει και σε προσέχει.

Αν, πάλι, δεν πρόλαβες να τον γνωρίσεις, χτίζεις μια εξιδανικευμένη εικόνα στο μυαλό σου. Όποιος κι αν ήταν, θα ήταν σίγουρα κάποιος σπουδαίος που σε αγάπησε, αλλά δεν είχες την ευκαιρία να τον ζήσεις.

Υπάρχουν, όμως, κι οι περιπτώσεις που κάποιος έχει πεθάνει, αλλά είναι ακόμα ζωντανός. Εκεί ο μύθος της ανιδιοτέλειας και της αγάπης κλονίζεται. Είναι όντως μύθος, είναι αλήθεια ή κάτι ανάμεσα σε αυτά τα δύο; Το βάρος της απόδειξης πέφτει σε μία μονάδα, που υποτίθεται ότι στον σωστό της χρόνο ήταν πληθυντικός.

Γρήγορα αλλάζουν οι χρόνοι, όσο γρήγορα αλλάζουν κι οι ρόλοι. Πέφτουν στις πλάτες του ενός που βαφτίζεται πατέρας και μητέρα. Δύο σε ένα, όπως στις εκπτώσεις. Εις βάρος, όμως, ποιανού; Σίγουρα του ενός που καλείται να σηκώσει ένα τεράστιο φορτίο. Όμως, ας μη γελιόμαστε, δύο κόσμοι δε χωράνε σε μία πλάτη…

Και το παιδί; Όλα τα παιδιά έχουν δύο γονείς. Τουλάχιστον έτσι θα ‘πρεπε να συμβαίνει. Κι έτσι συμβαίνει στην απαρχή όλων. Μετά έρχεται ο χωρισμός ή η φυγή του ενός. Όχι, όμως, μακριά απ’ τον άλλο γονιό, που ίσως θα ήταν λογικό και σύνηθες να συμβεί, αλλά μακριά απ’ το ίδιο του το παιδί.

Είναι δύσκολο να νιώθεις την εγκατάλειψη. Είναι δύσκολο να ‘χεις διαβάσει για μια λέξη μόνο στα βιβλία και να ‘χεις εικόνες μόνο από ιστορίες που έχεις ακούσει. Δεν ξέρεις πώς είναι να ‘χεις δυο γονείς. Γνώρισες μόνο τον έναν κι ο άλλος επέλεξε να μείνει κάτι λιγότερο από ένας απλός άγνωστος.

Κάτι ανάμεσα σε μια σκιά κι ένα πρόσωπο που είδες κάποτε σε μια φωτογραφία κι έμαθες ότι είναι το όνομα πάνω απ’ το δικό σου, στο πιστοποιητικό γεννήσεως. Καμιά άλλη εικόνα, καμιά άλλη ανάμνηση, μόνο ένα όνομα αρκετά συνηθισμένο κι αρκετά άγνωστο.

Μεγαλώνεις κι αναρωτιέσαι αν εσύ έχεις κάνει κάτι λάθος. Ίσως κάπου φταις που δε θέλησε ποτέ να σε γνωρίσει. Δεν ξέρεις τι μπορεί να ‘ναι ή πότε μπορεί να έγινε. Είναι ένα αλλόκοτο συναίσθημα, που στερείται πάσης λογικής, όμως σιγοκαίει μέσα σου και σε γεμίζει ενοχή. Η παιδική σου αθωότητα αδυνατεί να καταλάβει πώς κάποιος τόσο σημαντικός σε είδε τόσο ασήμαντο.

Και συνεχίζεις να μεγαλώνεις. Το «γιατί», όμως, μεγάλωσε πιο γρήγορα από ‘σένα. Θαρρείς πως γεννήθηκε, γέρασε και πέθανε χωρίς απάντηση. Άφησε αντικαταστάτη του το μίσος. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ‘ναι τόσο φθηνός; Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ‘ναι τόσο ανεύθυνος; Σε έφερε στον κόσμο και δεν είχε το κουράγιο να σου πει ποιος ήταν ο ρόλος του. Ποιος θα ήταν έστω ο δικός σου ρόλος. Δεν είχε καν το θάρρος να σταθεί απέναντί σου με κάποια απάντηση. Γύρισε απλά την πλάτη κι έφυγε.

Θα μπορούσε να είχε κρατήσει μια επαφή. Ίσως να μην ήταν ικανός να αναλάβει τις ευθύνες του, αλλά θα μπορούσε να δημιουργήσει μια σχέση. Αντί γι’ αυτό προτίμησε να σε αφήσει μόνο. Να μην είναι εκεί όσο μεγαλώνεις. Να είναι απών απ’ τις επιτυχίες και τις αποτυχίες σου, την πρώτη σου σχέση, να ‘ναι απών όταν γυρνάς σπίτι και θες τόσο πολύ τη συμβουλή του ή την παρηγοριά του. Το βάρος της οποίας πέφτει σε κάποιον άλλον τώρα, που όσο κι αν προσπαθεί δεν είναι κατάλληλος να την δώσει.

Βλέπεις τους φίλους σου να περνούν τις Κυριακές και τις γιορτές με ολόκληρη την οικογένειά τους. Βλέπεις τους γονείς τους να έρχονται στο σχολείο να πάρουν τους βαθμούς. Τους ζηλεύεις, γιατί το δικό σου ολόκληρο είναι μισό. Για ‘σένα υπάρχει μόνο ένας στο σπίτι. Που προσπαθεί πολύ και σκληρά, αλλά δεν μπορεί να γεμίσει όλο το κενό.

Έχεις μεγαλώσει πια κι η ερώτηση για το πού είναι ο άλλος γονιός σου δε δημιουργεί πλέον κανένα συναίσθημα. Κάποτε σε πλήγωνε πολύ η απάντηση, αυτή που δεν ήξερες. Τώρα, όμως, τίποτα. Μάλλον μέσα στα πολλά χρόνια, που πέρασαν, το συναίσθημα γέρασε κι αυτό και πέθανε.

Είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλάβεις την αλήθεια και σίγουρα δεν είναι αυτή για την οποία προσπαθούσε να σε πείσει η μονάδα που χρίστηκε με δύο ρόλους. Βλέπεις, όταν σου λέει στην αρχή «Σε αγαπάει, αλλά δεν είναι ακόμα έτοιμος» το πιστεύεις και λες κάτι μπορεί να ‘χει συμβεί και θα γυρίσει για εσένα. Όσο, όμως, περνούν τα χρόνια, η απουσία μεγαλώνει κι η παιδική αθωότητα φθίνει. Μέχρι που το παίρνεις απόφαση και δε σε νοιάζει πια.

Έχεις καταλάβει ότι για ‘σένα υπήρξε μόνο ένας γονιός, που σίγουρα ο τίτλος αυτός τον αδικεί. Είναι πολύ μικρός για να περιγράψει όλα αυτά που έκανε. Ίσως το «ήρωας» είναι βαριά και μεγάλη λέξη, αλλά σίγουρα η υποκειμενικότητα κερδίζει την αντικειμενικότητα, όταν έχεις ζήσει κάτι τέτοιο.

Ο ήρωάς σου, ο πατέρας σου και συνάμα η μητέρα σου.  Ο μόνος που έκανε τα πάντα για εσένα και προσπάθησε να παίξει και τους δυο ρόλους ταυτόχρονα.

Η αγάπη στην πιο αγνή κι ανιδιοτελή της μορφή.

 

Συντάκτης: Κώστας Ντίνος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη