Γράφει η Κωνσταντίνα Σταμπουλή. 

 

Έρχεται κάποια στιγμή ερωτικού κορεσμού. Βάζεις λουκέτο στο μαγαζί των συναισθημάτων σου, κουνάς με χάρη το άσπρο μαντήλι σου και δηλώνεις οικειοθελή αποχώρηση απ’ το παιχνίδι. Δε θέλεις άλλο! Πείθεις τον εαυτό σου ότι η πραγματική ευτυχία κι ολοκλήρωση αντιστοιχεί σε μονάδα.

Οι φίλοι, μικροί διάβολοι που ξεμυτίζουν από παντού, οπλισμένοι με μια πεποίθηση ότι η ευτυχία είναι ένα βουνό όπου μέσα του κρύβονται πυκνά δάση και βάθρες με κρυστάλλινα, γαλαζοπράσινα νερά. Η δροσιά έχει μια αίσθηση, που συγχρονίζει την όσφρηση, την όραση και την αφή. Μόνο η ακοή παραμένει ανυπότακτη, κι επιμένει σε μια σιωπή που, τελικά, την προδίδει… Μα τι παραμύθια σου λένε, μήπως δεν ξέρεις τι γίνεται; Στην αρχή σκιρτήματα και πεταλουδίτσες, μετά ατονία, κι ύστερα τέλος. Δε σου αρέσουν οι τελείες, δεν πιστεύεις στα αποσιωπητικά. Σχεδόν θυμώνεις και, με ανήκουστο χλευασμό, τους επισημαίνεις ότι εσύ δεν είσαι για τέτοια πράγματα και δεν υπάρχει περίπτωση, κακώς επιμένουν!

Αποφασίζεις, λοιπόν, να κάνεις ένα διάλειμμα απ’ τους φίλους που την έχουν δει ξαφνικά Γεωργία Βασιλειάδου και σου την δίνει που δεν μπορούν να δεχτούν τη διαφορετικότητά σου. Είσαι, βλέπεις, και σε μια ηλικία που έπειτα από ένα ξέφρενο ξενύχτι, χρειάζεσαι μια εβδομάδα ανάρρωσης, καταναλώνοντας μικρά φαρμακευτικά επιτεύγματα από ντεπόν μέχρι βιταμίνες, για να στανιάρεις και να πάρεις τα πάνω σου! Κι όταν η φύση δεν μπορεί να σε επαναφέρει στην αρχική κατάσταση χωρίς τη βοήθεια της επιστήμης, τότε κλάφ’ τα Χαράλαμπε! Με τέτοια επιχειρήματα προσπαθούν να σου αλλάξουν στάση, μα εσύ αμετάκλητος!

Διάλειμμα, λοιπόν… Ξαφνικά, ξεπετάγεται ένας βιβλιοφάγος από μέσα σου, που δε λέει να χορτάσει! Και ταινίες, και μουσικές. Κι εκείνο το ταξίδι που τόσο πολύ ήθελες να κάνεις! Ανοίγεις το κουτί με τα ανεκπλήρωτά σου κι έχεις τόσα να κάνεις, που δεν προφταίνεις σ’ αυτή τη ζωή και ψάχνεις τον υπαίτιο του χρόνου, να παζαρέψεις λίγη ζωή ακόμη. Μέχρι που έρχεται  ένα πρωί που παραλύουν τα άκρα σου, σαστίζεις κι η γνωμάτευση θα δώσει μια άγνωστη απάντηση, κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευες ότι είναι εφεύρεση των αργόσχολων∙ υπερκόπωση. Την παίρνεις στα σοβαρά, μήπως και ξεμπερδέψεις μαζί της γρηγορότερα.

Ώρα για σερφάρισμα. Πιάνεις τον εαυτό σου να ενθουσιάζεται σε τέτοιο βαθμό που νομίζεις ότι είσαι ο Κοπέρνικος και μόλις ανακάλυψες το ηλιακό σύστημα! Βυθίζεσαι ξαπλωμένος μπροστά σε μια οθόνη, που σε κρατά ζωντανό και τόσο ευχάριστα αποξενωμένο! Μέχρι που σου έρχεται ένα αίτημα φιλίας. Το ανοίγεις και βλέπεις αυτόν που είχες σταμπάρει προ περιόδου αντικοινωνικότητας και σκέφτεσαι ότι θέλεις ν’ αγιάσεις και δεν μπορείς, την ώρα που πατάς «αποδοχή».

Έτσι, ανυποψίαστα, με ‘κείνη την κίνηση, άνοιξες τον ασκό του Αιόλου και, χωρίς να το καταλάβεις, άρχισαν οι θαλασσοταραχές να σε απομακρύνουν απ’ την Ιθάκη σου, που με περίσσιο καμάρι περιέγραφες στους άλλους, τους ζευγαρωτούς, ότι την βρήκες. Πεπεισμένος ότι εσύ κι ανέμους καταλαγιάζεις, ακόμα δεν το πρόσεξες ότι σε παρέσυραν τ’ αφρισμένα του έρωτα νερά, εκεί που τόσο συνειδητά απέφευγες να πας.

Αρχίζουν τα μηνύματα, περιμένοντας πώς και πώς να συναντήσεις κανένα ορθογραφικό, σωτήρια λέμβος για ‘σένα. Τι στο καλό, σε ορθογράφο έπρεπε να πέσεις; Και να που ξεπροβάλλει μήνυμα και βάζει τέλος στις οθόνες. Σου ζητάει να βγείτε. Θέλεις, μα θ’ αρνηθείς, μην το κάνεις και πολύ εύκολο, όχι για εκείνον, αλλά για ‘σένα. Άλλωστε, πρέπει να πας στο αεροδρόμιο, να πάρεις τον κολλητό σου που επιστρέφει απ’ τα ξένα και χρειάζεται μια δόση ελληνικής βραδινής ζωής, για να επανέλθει στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις. Την επόμενη μέρα το μετανιώνεις, αφού το φιλαράκι σου σε άφησε να ξεροσταλιάζεις στο μπαρ, γιατί σαν το ελληνικό ταμπεραμέντο δε βρήκε πουθενά κι έμοιαζε με σκυλί που πάσχει από λύσσα!

Η ώρα περνάει, κάτι σε τρώει μέσα σου, θέλεις να επανορθώσεις. Βιαστικό κι αδέξιο μήνυμα περνάει απ’ την οθόνη σου και φτάνει στη δική του: «Πάμε για μπίρες;». Ένα συννεφάκι μέσα στο μυαλό σου, γράφει με έντονα γράμματα «Σιγά, άνθρωπέ μου, πώς τα πετάς έτσι, βάλε και λίγη σάλτσα». Η απάντηση ανακουφιστική, ζητάει να ορίσετε μέρος κι ώρα. Ξεσκονίζεις τις ατάκες σου, επιστρατεύεις το χιούμορ σου και γράφεις: «Σε 10 λεπτά στην πλατεία». Η άλλη πλευρά το παλεύει, σ’ είχε για σοβαρό άνθρωπο, βαριά σ’ ένα τέταρτο θα ‘ναι εκεί! Ευτυχώς, δηλαδή, που είχες ετοιμαστεί δυο ώρες νωρίτερα! Αυτό θα πει αυτοπεποίθηση, μα πώς να μην έχεις; Αφού σίγουρα θα κοπεί στο αυστηρό σου τεστ και δε θα ‘χεις κάτι να διακινδυνεύσεις…

Οι επόμενες ώρες πέρασαν παραδόξως ευχάριστα. Είχες απέναντί σου το προφίλ του ιδανικού συντρόφου, που με εξονυχιστική λεπτομέρεια είχες φανταστεί με σκοπό ν’ αποκρούσεις τυχόν βελάκια του φτερωτού θεού που στόχευαν προς εσένα.

Οι επόμενες μέρες πέρασαν με ένα λογισμικό που τρέχει αδιάλειπτα  γράφοντας ξανά και ξανά τα ίδια: «Μήπως μου κάνει πλάκα ο Θεός;». Δεν μπορεί, είσαι γατόνι εσύ, θα βρεις τον λάκκο που κρύβει η φάβα. Ξύπνησε μέσα σου ο Αστυνόμος Σαΐνι κι έχεις, θαρρείς, την προαγωγή στο τσεπάκι σου! Τελικά, η διαφάνεια, η υπομονή, η επιμονή, η γαλήνη κι η αποφασιστικότητα που αντίκριζες, στάθηκαν αρκετά για να διώξουν τα δαιμόνια από μέσα σου και να δεχτείς επιτέλους ότι η ευτυχία δε μοιράζεται στα δύο, ίσα-ίσα, πολλαπλασιάζεται από δύο!

Πέρασε ήδη ένας χρόνος ανάβασης στο βουνό και κάθε μέρα κατακτάτε μαζί μια ψηλότερη κορυφή. Κοκκινίζετε στη σκέψη ότι έχετε μια ζωή που ποτέ δεν ονειρευτήκατε, μα που είναι τόσο ονειρεμένη! Κι όπως σε κάθε παραμύθι, σχεδιάζετε ένα αίσιο τέλος. Ωστόσο, το τέλος μιας γραπτής ιστορίας, δε συνεπάγεται το τέλος μιας σχέσης, αλλά την αρχή του επόμενου τεύχους της….

Χρόνια πολλά, μωρό μου!

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη