Δε γίνεται να είσαι ερωτευμένος και να μην καίει το μέσα σου. Να μην πεθαίνεις κάθε μέρα κι από λίγο, γιατί ποτέ δεν μπορείς να είσαι ολόκληρος, γιατί πάντα ένα κομμάτι σου θα το κουβαλάει ο άλλος, αυτός που του το άφησες όταν παραδόθηκες αμαχητί.

Δε γίνεται να μην τρελαίνεσαι, να μην παλαβώνεις, να μην κάνεις ανόητες παρανοϊκές υποθέσεις όταν αμφιβάλλεις για το κατά πόσο έκανες καλά που αφέθηκες να σε ορίζει τόσο πολύ κάποιος άλλος άνθρωπος. Ταράζεσαι, ανησυχείς, γίνεσαι κάποιος που δεν μπορεί να βρει ηρεμία πουθενά, ούτε καν στον ύπνο του.

Είναι μεγάλη τρέλα ο έρωτας κι αυτό έχει κι αρνητική σημασία, την ουσία της γνήσιας παράνοιας, της σχιζοφρένιας που όλα κάπως διαστρεβλώνονται μέσα από έναν καθρέφτη πάθους και συναισθημάτων. Δεν είσαι ποτέ τελείως καλά, με την έννοια της γαλήνης, είσαι άγριος, θηρίο, είσαι ων γεμάτο ορμές, μοιάζεις με ζώο. Και μέσα σε όλο αυτό το κόκκινο των πραγμάτων, καταλήγεις σε λάθη, σε ανισορροπία. Μήπως θα ήταν καλύτερα αν οι άνθρωποι επιλέγαμε μια ειρηνική μοναξιά;

Μήπως θα ήταν καλύτερα αν, απλά, μέναμε σε κάτι γνωστό, σε μια ασφάλεια μοναχικότητας, σε κάτι που γνωρίζουμε, που μας είναι οικείο και ξέρουμε τις επιδράσεις του επάνω μας; Μήπως θα ήταν όλα πιο εύκολα, αν επιλέγαμε να μην υπάρχει ο έρωτας στη ζωή μας;

Ίσως. Ίσως όλο αυτό, οδηγούσε σε μια ασφαλή ζωή, σε ένα γνώριμο περιβάλλον όπου τίποτα δε σε εκπλήσσει και δεν υπάρχει κρυφός μπαμπούλας κάτω από τα κρεβάτια. Ξέρεις τι σου γίνεται, πώς θα κυλήσει η μέρα, τι θα γίνει αύριο και μεθαύριο. Ηρεμείς, επαναπαύεσαι, ξεκουράζεις τους συνειρμούς σου κι αφήνεις το μυαλό σου να αναλύσει απλά πράγματα, βατά, αρχεία που ούτως ή αλλιώς είναι γνωστά.

Με δυο λόγια, ξενερώνεις, είναι όπως ένα πολύ πολύ γερό μεθύσι. Στην αρχή αρχίζεις και γουστάρεις, καλό το ποτό, ας πιούμε άλλο ένα. Τα δύο γίνονται τρία και τα τρία έντεκα. Η χαλάρωση μετατρέπεται σε σχιζοφρένεια αισθήσεων, όλα είναι πολύχρωμα, πιο έντονα, πιο ζωντανά. Μα το μέτρο χάνεται τόσο εύκολα κι εσύ καταλήγεις να ξερνάς σε κάποια λεκάνη, ευχόμενος να λιποθυμήσεις και να ξυπνήσεις νηφάλιος πια, για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις τον κόσμο.

Βλέπεις; Ακριβώς αυτό είναι. Όσο καλά κι αν περνάς με τον έρωτα ή το ξύδι σου, τη θέλεις την καθαρή ματιά, να μπορείς να πεις με σιγουριά πώς κυλάει η κατάσταση. Ξενερωμένος, είσαι έτοιμος, ξέρεις, έχεις αντανακλαστικά, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το κεφάλι σου. Είναι όλα πιο κατανοητά. Και δεν ξέρω άνθρωπο που να μη θέλει να κατανοεί τι του συμβαίνει.

Μα, αν έπρεπε να διαλέξω, χίλιες φορές αγρίμι θα διάλεγα να ήμουν. Να έχω τη λύσσα, την όρεξη, να τρέφομαι από την αμφιβολία. Εγώ θέλω να χτυπάει η καρδιά μου με διακόσια κι ας πάθω έμφραγμα, όχι να πηγαίνω με ενενήντα και να φοβάμαι μήπως ιδρώσω. Θελω κόκκινο, μπορντώ, φούξια, ρίγες, πουά και καρό, θέλω μπέρδεμα. Θέλω την τρέλα αυτή, γιατί έχω ζήσει και χωρίς αυτή και ήμουν μίζερη. Μια ήρεμη, ανούσια ύπαρξη, που έψαχνε τρόπους να εμπνευστεί, να προχωρήσει.

Γι’ αυτό σου λέω, χίλιες φορές αγρίμι. Να τους φοβάσαι τους ήσυχους, είναι απλά αυτοί που δεν ξέσπασαν. Ακόμα.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου