Έχω πάντα στο πορτοφόλι μου φυλαγμένη, μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία της γιαγιάς μου. Την αγαπώ αυτή τη φωτογραφία, είναι γεμάτη ζωή κι έρωτα από κείνους τους αθώους, τους πολύ ωραίους, τους κιμπάρικους. Από πίσω, έχει το μακράν καλύτερο ερωτικό γράμμα που έχω διαβάσει και πάει κάπως έτσι:

«Ενθύμιον, Κομοτηνή 1944. Σου στέλνω Κώστα το κορμάκι μου, να σε βρει εκεί στα ξένα, να σου χαρίζει παρηγοριά, φιλιά αγαπημένα.»

Ήταν ένα γράμμα που θα κρατούσε συντροφιά στον παππού μου, τα βράδια μου ξημερωνόταν στο στρατό. Ήταν η απόδειξη μιας αγάπης που άντεξε πενήντα οχτώ χρόνια πριν την πάρει μαζί του ο χρόνος. Όταν μου την έδωσε, μου ζήτησε να τη διαβάσω γιατί εκείνη πια δεν μπορούσε να δει με τα συμβατικά της μάτια. Με κοίταξε όμως με τα άλλα, τα πιο αληθινά και μου είπε πως οι λέξεις, είναι αθάνατες γι’ αυτό και πρέπει να τις γράφουμε.

Τότε δεν το κατάλαβα. Ώσπου κλήθηκα κι εγώ με τη σειρά μου, να κάνω τη δική μου μεγαλόπρεπη κατάθεση συναισθημάτων και να καταστήσω γραπτώς πόσο ερωτευμένη ήμουν. Μα όταν το είδα γραμμένο στην οθόνη του υπολογιστή μου, μου φάνηκε τόσο λίγο μπροστά σε αυτά που ένιωθα. Και πώς αλήθεια θα μπορούσε να γραφτεί ένα «σ’ αγαπώ» σε γραμματοσειρά times new roman;  Αν δεν έχει τη μουτζούρα από την ένταση των λέξεων στο τέλος, αν δε μυρίζεις το μολύβι, αν δε δεις πώς απλώνεται η λέξη στο χαρτί, πώς θα της χαρίσεις την αθανασία της;

Ξέρεις, το Μεσαίωνα οι γυναίκες έλουζαν με άρωμα και λουλούδια τα γράμματα που γράφανε στους αγαπημένους τους, για να κρατάνε τη μυρωδιά τους μαζί τους στον πόλεμο. Παλιά, η επικοινωνία ήταν πολλά περισσότερα από ένα «enter», πολλά περισσότερα από αποσιωπητικά να τρεμοπαίζουν στην οθόνη. Είχαν προσωπικότητα, απαιτούσαν χρόνο και ενδιαφέρον, γιατί κάθε γράμμα που έστελνες το χρωμάτιζες με στοιχεία του εαυτού σου.

Του έδινες απόχρωση μέσα από το χαρτί που θα διάλεγες, του άφηνες άρωμα και μυρωδιά, το στόλιζες με ένα γραμματόσημο σαν ένα μικρό προσωπικό πίνακα ζωγραφικής. Έφευγε από τα χέρια σου και ξεκινούσε μια γλυκιά διαρκής αγωνία για το αν έφτασε τελικά στον προορισμό του. Κι όταν έρθει η απάντηση, είναι πολλά παραπάνω από μια φωτεινή ειδοποίηση κι έρχεται με μοναδικό σκοπό να σου γεμίσει τα χέρια. Ποτέ κανένα μήνυμα στον υπολογιστή δε στάθηκε στα χέρια μας για να κοιμηθούμε δίπλα του.

Κάποτε, όταν ήθελες να ταξιδέψεις με τις λέξεις, τις έβαζες σε μια καρτ ποστάλ, ένα μικρό παραλληλόγραμμο χαρτί που απεικόνιζε μια μεριά του πλανήτη. Για σκέψου, οι λέξεις σου να κρατάνε παρέα στη Μεσόγειο, το Μεξικό, τη Νέα Υόρκη ή την εξωτική Αφρική. Ένα «σου στέλνω χαιρετίσματα από το Παρίσι, να προσέχεις, σ’ αγαπώ» ήταν αρκετό χωρίς φλύαρα check in και ηλίθιες φωτογραφίες στο internet. Κάποτε οι άνθρωποι γράφανε, γιατί ήθελαν να επικοινωνήσουν και είχαν οι λέξεις σημασία, πολύ μεγαλύτερη από μια γραφιστική φατσούλα εν κινήσει.

Είχαν σημασία γιατί ήταν η γέφυρα για να βρεθούν οι άνθρωποι, που τη φυλούσαν και την πρόσεχαν με νύχια και με δόντια, γιατί ήταν δύσκολο. Είναι δύσκολο να μην προέρχονται αυτά που λες και γράφεις από αμέτρητα copy paste, να μην προκύπτουν από κάποιο πολυδιαβασμένο και ακουσμένο κλισέ, μια γλώσσα που τη μιλάνε οι πολλοί και την καταλαβαίνουν όλοι.

Μα στη φωτογραφία εκείνη, είχε μια γλώσσα μόνο για δύο. Και μπορεί το μολύβι λίγο να έχει πια ξεθωριάσει, μα η γιαγιά ήξερε. Πρόλαβε κι έκανε την αγάπη της ανεξίτηλη στο χρόνο.

 

Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Σοφία Καλπαζίδου 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου