Δε θα καταλάβω ποτέ γιατί οι άνθρωποι είμαστε τόσο απελπιστικά φλύαροι. Ακόμη και τώρα, που γράφω για να καταδικάσω την ακατάσχετη και διαρκή φλυαρία, χρησιμοποιώ λέξεις, τις στολίζω και τις ελευθερώνω, γιατί θεωρώ κι εγώ κι όλοι πως είναι ο μοναδικός τρόπος να επικοινωνήσεις κάτι, οτιδήποτε.

Μα έχεις ακούσει ποτέ πώς ηχεί η σιωπή; Έχεις αντιληφθεί ποτέ, πόσο ισχυρό είναι το μήνυμα που στέλνει; Καμία λέξη ποτέ δε θα καταφέρει ν’ ακουμπήσει το εκτόπισμα μιας συμπαγούς σιωπής. Και δεν αναφέρομαι προφανώς στις σιωπές αμηχανίας ή εκείνες που συμβαίνουν, επειδή ξέμεινες από κάποιο επιχείρημα. Μιλάω για τη σιωπή που αντικαθιστά ένα ολόκληρο κείμενο λέξεων, γιατί μόνο με την ύπαρξή της καταλαβαίνεις τι ακριβώς θέλει κάποιος να πει.

Η σιωπή μετά το σ’ αγαπώ. Είναι ίσως ότι πιο ειλικρινές έχει εφεύρει ο άνθρωπος για να καταφέρει να δεχτεί αυτό το συναίσθημα. Έχεις κάνει ποτέ μια σιωπή μετά το σ’ αγαπώ, πριν βιαστείς ν’ απαντήσεις «κι εγώ»; Είναι κάτι σαν έκρηξη, που μιλάνε τα μάτια κι όλοι οι ενδιάμεσοι ήχοι εξαφανίζονται, για να μπορέσει το μήνυμα που μόλις μεταδόθηκε, να χωθεί βαθιά στο συνειδητό κι υποσυνείδητο, να μη χαθεί μέσα στη βαβούρα μιας ακόμα πρότασης που βιάστηκε ν’ ακολουθήσει. Είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που μπορείς να δείξεις, όταν οι λέξεις αδυνατούν ν’ ακολουθήσουν τη μεγαλοπρέπεια μιας στιγμής.

Και κρύβουν τόση αλήθεια οι σιωπές, γιατί προκύπτουν απ’ το σώμα κι όχι από το μυαλό. Είναι το σώμα που επεξεργάζεται, το σώμα που διαλέγει μια στιγμή σίγασης, μια στιγμή ή και περισσότερες, που δε θα διαλέξει το συμβατικό, αυτό που χρειάζεται για να καταλαβαίνουν οι πολλοί, μα εκείνο που θα καταλάβει ο ένας ή ίσως και κανένας. Γι’ αυτό δεν τις επιλέγει κανένας εξάλλου τόσο συχνά. Είναι πολύ δύσκολο να μην επιλέξεις κάτι εύκολο, κάτι που θα κινήσει τα πράγματα πιο γρήγορα, για να έρθουν κι άλλα μετά που θα ζητούν επίλυση.

Μα έτσι δεν εμβαθύνεις σε τίποτα κι απλώς τρέχεις για να προλάβεις τις λέξεις. Ακόμη κι εκείνες όμως, για ν’ ακουστούν, θέλουν ανάμεσά τους τις σιωπές, για να μπορέσει η καθεμία να αποκτήσει κάποιο νόημα. Είναι μεγάλη αρετή να ξέρεις πότε να το βουλώνεις κι αυτό δεν είναι βήμα πίσω, όπως μας έχουν πείσει πολλοί ότι είναι. Είναι βαθιάς μορφής αυτογνωσία κι απομάκρυνση απ’ τον τόσο εγωκεντρικό χαρακτήρα που έχουμε φτιάξει όλοι μας γύρω από μια πολυλογία χωρίς σταματημό.

Εκείνες τις ώρες, τις πολύ πρωινές, έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί τις αγαπάμε όλοι τόσο; Γιατί είναι ήσυχες και νιώθεις ότι μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, να καθίσεις και ν’ ακούσεις την αναπνοή σου, χωρίς να σε φοβίζει που αυτό είναι το μόνο που ακούς. Κι είναι τόσο ιερή στιγμή, γιατί διαρκεί τόσο λίγο, μέχρι και πάλι όλη η πόλη να ξυπνήσει και ν’ αρχίσει να μιλάει. Να φωνάζει βασικά και μαζί της κι εσύ, γιατί αλλιώς δεν ακούει ποτέ κανένας.

Μάθαμε να τη φοβόμαστε τόσο τη σιωπή, που πια είναι ταυτόσημο της δειλίας ή της ενοχής. Μα είναι στ’ αλήθεια η πιο τολμηρή πράξη που μπορεί να κάνει κάποιος για να επικοινωνήσει, γιατί τότε θα αναγκάσει τον απέναντι να τον διαβάσει, να προσέξει τα μάτια του ή τη στάση των χεριών του, να καταλάβει αν το σώμα του φοβάται ή θυμώνει, να δει πραγματικά.

Θυμάσαι πόσες φορές δεν κοίταξες κάποιον που σου μιλούσε, επειδή άκουγες τη φωνή του να έρχεται στ’ αυτιά σου; Πού είναι η δική σου ανάγκη να τον ακούσεις, όταν το μόνο που περιμένεις είναι να σου έρθει απλά έτοιμη μια πληροφορία; Κι όταν τυχαία ήρθε μια σιωπή που δεν περίμενες, πρόσεξες ότι εκεί η προσοχή σου εντάθηκε; Ότι ίσως επικοινώνησες πολύ περισσότερο απ’ όλη εκείνη την ώρα που μιλούσατε;

Αστείο δεν είναι; Όλοι οι τρόποι που βρήκαμε για να επικοινωνούμε, τελικά καταλήγουν σε μια σιωπή που έγινε την κατάλληλη στιγμή. Κι αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη απόδειξη πως πάντα ζητούμε το περίπλοκο. Γιατί τα απλά, πάντα είναι και τα πιο δύσκολα.

 

Επιμέλεια κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου