Ψάχνω να βρω λόγια να πω για τον έρωτα.

Πώς να βρω κάτι πρωτότυπο;

Πρωτότυπο, λέω.

Γιατί ο έρωτας έχει γίνει σούπα και μάλιστα κατεψυγμένη. Γιατί πρέπει να βρεις καινούριες λέξεις να τον περιγράψεις, να τον αποτυπώσεις πιο ειλικρινά, πιο αληθοφανώς, να τον χτίσεις μέσα σου, για να τον μεταδώσεις και σε άλλους. Να τον δει ο κόσμος, να ταυτιστεί.

Να νομίσει για λίγο ότι είσαι αυθεντία σε θέματα καρδιάς.

Περπατάω στο δρόμο και με κρατάει από το χέρι. Με σφίγγει πάνω του για να ηρεμήσω. Κι εγώ ψάχνω τον έρωτα.

Ποιος δεν τον ψάχνει άλλωστε;

Τον ψάχνω στα αυτοκίνητα που φαίνονται άσχημα και εκκωφαντικά, έτσι όπως τρέχουν δίπλα μας και μας προσπερνούν. Θέλω να σταματήσουν, να παγώσουν, για να μπορέσω να κοιτάξω καλύτερα.

Ψάχνω τον έρωτα στο άδειο βλέμμα των φίλων μου, που περπατάνε σκυφτοί δυο βήματα παραπέρα. Σιωπηλοί, παγωμένοι, ανέκφραστοι.

Τον ψάχνω απεγνωσμένα στα τρομαγμένα σώματα που περιφέρθηκαν πριν λίγα λεπτά δίπλα μου, στον άντρα που σωριάστηκε αιμόφυρτος στο μισό μέτρο μακριά μου.

Ψάχνω να βρω αυτόν το γαμημένο έρωτα, σε όλα τα άδικα του κόσμου.

Τον ψάχνω στην κομμένη μου ανάσα, στα τρία ατελείωτα λεπτά που φοβηθήκαμε ότι είχε πεθάνει.

Ψάχνω αγάπες και λουλούδια σε έναν κόσμο που τα έχει κόψει όλα από τη ρίζα.

Λες και απαγορεύεται ο κόσμος να είναι για λίγο, ξεκάθαρα όμορφος. Λες και το γέλιο δεν είναι αρκετά δυνατό για να καλύψει το κλάμα, λες και οι αγκαλιές αξίζουν να γίνονται μόνο για να ηρεμήσουν αναπνοές, επαναφέροντάς τις στο κανονικό.

Ψάξε, κοίτα τριγύρω. Πες μου τι βλέπεις. Ένα τεράστιο κομμάτι τσιμέντο, μια γκρίζα αδιάφορη πραγματικότητα. Κλειδαριές που κλειδώνουν δυο φορές, παράθυρα κλειστά κι άνθρωποι σε παράλληλες ευθείες. Πες μου τι βλέπουν όλοι εκείνοι που περπατάνε και κοιτάνε πάντα το κινητό τους. Πόσα μάτια προσπερνάνε στην προσπάθειά τους να παραμείνουν αμέτοχοι.

Μα εγώ θέλω να γράψω για έρωτα, και προσπαθώ να τον βρω μέσα στην πόλη που θυμίζει τώρα πεδίο μάχης.

Ανάμεσα σε βρισιές και χαστούκια, σε σώματα που αγγίζονται, όχι για να αγκαλιαστούν, μα για να πληγώσουν το ένα το άλλο.

Πρέπει να τον βρω στην απίστευτη ηλιθιότητα των ανθρώπων, που νομίζουν ότι τους ανήκει ο κόσμος όλος και ότι υπάρχει πάνω του.

Πρέπει σου λέω, πρέπει. 

Ψάξε κι εσύ καλύτερα, πάρε και το διπλανό σου και βγείτε για κυνήγι. 

Όλη η ανθρωπότητα μαζεμένη μπροστά από την τηλεόραση.

Κάπου κάπου βρίσκεις μια λάμψη, ένα μικρό φωτάκι ελπίδας όταν δυο χείλη αγγίζονται.

Μα σήμερα όλα τα φώτα σβήσανε. Στέρεψε ο κόσμος πια από ενέργεια. Γιατί οι πολλοί γίνανε ξαφνικά τόσο λίγοι και πώς να σταθούν όρθιοι μπροστά σε τόση ασχήμια;

Τότε το χέρι του σφίγγει πιο πολύ το δικό μου και μου ψιθυρίζει πως είναι εκεί, πως δε θα πάθω τίποτα γιατί θα με προσέχει.

Και όλα τα φώτα άναψαν για λίγο.

Και τότε σταματάω να ψάχνω, γιατί έτσι είναι που τον βρίσκω. 

Τον έρωτα μέσα στην τόση ασχήμια.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου