Είναι περίεργο πώς καμιά φορά τα τυχαία γεγονότα που σε βρίσκουν στη ζωή, σε καθορίζουν και παράλληλα καταφέρνουν να αλλάξουν έστω και λίγο τον τρόπο που σκέφτεσαι. Πολλές φορές βρίσκω τον εαυτό μου να συγκλονίζεται σχεδόν, από κάτι αναπάντεχο που μου έδωσε ένα ερέθισμα που μέχρι τότε δεν είχα διανοηθεί. Κάπως έτσι, όλα ξεκίνησαν προχθές.

Αράζαμε στο σπίτι, ψόφιοι και οι δύο από ένα εικοσιτετράωρο που στους ρυθμούς μας έμοιαζε με έξι μέρες συμπυκνωμένες σε μία. Κι εκεί που λίγο είχαμε ξαπλώσει και το ένα μάτι ήταν κλειστό, να σου ένας ήχος που δεν περίμενες ποτέ να ακούσεις μες το σπίτι σου.

«Γιοβάννα, ακούς κάποιον περίεργο ήχο;»

Εντάξει, πιο τρομακτική ατάκα δε νομίζω ότι μπορούσα να ακούσω έντεκα το βράδυ σε τέτοια κατάσταση. Το ακόμα πιο τρομακτικό όμως, ήταν ότι όντως άκουγα. Αυτό ήταν, μας κλέβουνε, σκέφτηκα.

Ο ήχος ερχόταν από ένα εσωτερικό μπαλκόνι που διατηρούσε το σπίτι, κλειστό από παντού, με μόνη δίοδο μια ανάκληση παραθύρου για ευνόητους λόγους ανανέωσης του αέρα. Πλησιάσαμε λοιπόν έντρομοι αλλά και αποφασιστικοί να ακινητοποιήσουμε το δράστη αγκαλιά με το πιο κοντινό κηροπήγιο. Ανοίγουμε τα φως και τι να δούμε.

Εκεί δίπλα στον παλιό καναπέ, άραζε αποκαμωμένη μια γάτα και στην αγκαλιά της χουρχούριζαν τέσσερα γατάκια, με τα μάτια τους ακόμα κλειστά, κυριολεκτικά μικρότερα κι από κινητό τηλέφωνο μέσης τεχνολογίας. Η μάνα, με το που άκουσε θόρυβο πετάχτηκε πάνω σαν δαιμονισμένη, έτοιμη να μας αφαιρέσει κάθε ρανίδα δέρματος έτσι και κάναμε να πλησιάσουμε περισσότερο.

Αφού λοιπόν ξοδέψαμε ένα με δυο λεπτά μένοντας μαλάκες, με το συμπάθιο, μπροστά στο ομολογουμένως μη αναμενόμενο θέαμα, κλείσαμε ξανά την μπαλκονόπορτα, αφήσαμε το κηροπήγιο και συσκεφτήκαμε για το ποια θα ήταν η καλύτερη λύση. Εν τέλει κοιμηθήκαμε χωρίς να σκεφτούμε κάτι αρκετά καλό.

Την επόμενη μέρα με πιο καθαρό μυαλό αποφασίσαμε να απευθυνθούμε στην πυροσβεστική η οποία και αποποιήθηκε κάθε ευθύνη και μας παρέπεμψε σε κάτι τηλέφωνα που δεν απάντησε κανείς, εκτός από μια κυρία που νόμιζε ότι θέλουμε να τα δολοφονήσουμε και υστερίαζε σαν τρελή στο τηλέφωνο, το οποίο και έκλεισα ευγενικά πριν τη διαολοστείλω. Άντε τώρα ψάξε βρες άκρη.

Αποφασίσαμε με τα λίγα και τα πολλά να ταΐσουμε τη μάνα για να τη διευκολύνουμε στην αναζήτηση τροφής και βαλθήκαμε να γκουγκλάρουμε πώς σκατά θα βγούμε κι εμείς και η γάτο-οικογένεια σώοι και αβλαβείς από αυτήν την ιστορία. Εν τέλει κάποια στιγμή το βράδυ, που ήδη το είχαμε κάψει, η μάνα έφυγε και πάλι προς αναζήτηση τροφής.

Βάλαμε τα γατάκια σε ένα κουτί, με φόβο ψυχής και τα βγάλαμε στο ανοιχτό μπαλκόνι, μπας και τα δει και τα πάρει. Όμως, επειδή όπως προείπα ήμασταν άσχετοι και τα γατάκια δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη θερμοκρασία τους, άρχισαν να τρέμουν λες και θα πέθαιναν από λεπτό σε λεπτό. Τότε συνέβη κάτι το μαγικό. Το ένα έπεσε πάνω στο άλλο και όλα μαζί αγκάλιασαν το τελευταίο, το οποίο φαινόταν και πιο αδύναμο. Δεν είναι όμως αυτό το μαγικό.

Το μαγικό είναι η φύση μου, η οποία αρνείται σε γενικές γραμμές να έχει μητρικό ένστικτο και αδυναμία σε οτιδήποτε έχει να κάνει με μωρά. Γενικά τα θεωρώ πρόβλημα, καθώς ζητάνε συνέχεια κάτι, είναι αδύνατον να επικοινωνήσεις μαζί τους και γενικά είναι μια πηγή άγχους και κινδύνου για τα ίδια και για όποιον είναι κοντά τους και τα προσέχει. Η φύση όμως με εκδικήθηκε σωστά και τίμια και όταν μου είπε ο συνένοχος να τα αφήσουμε και πως θα τα βρει η μάνα κάποια στιγμή, μου κόπηκαν τα πόδια.

Να μην τα πολυλογώ δεν τα αφήσαμε έξω, δεν μου πήγαινε καρδιά κι όταν επέστρεψε η μάνα, λες και κατάλαβε ή είδε τι είχε συμβεί, άρπαξε το ένα από το λαιμό κι εξαφανίστηκε. Λίγη ώρα μετά συνέχισε με το δεύτερο και το τρίτο. Μέχρι που έμεινε μόνο ένα. Τα μάτια του ακόμα κλειστά, στεκόταν σε μια γωνιά τρομοκρατημένο ζητώντας τη μαμά του και τ’αδέρφια του. Το ίδιο γατάκι που είχαν αγκαλιάσει τα αδέρφια του στο κρύο. Το πιο αδύναμο.

Έκανε φυσική επιλογή, μου είπε ο παρτενέρ μου στο έγκλημα κι εγώ απόρησα. Διάλεξε τα πιο γερά είτε γιατί είχε γάλα για λιγότερα είτε γιατί δεν μπορούσε να το φροντίσει. Κι επέλεξε να σώσει τα άλλα τρία. Συγκλονίστηκα. Αλήθεια το λέω, έπαθα σοκ. Πώς διαλέγεις ποιο από τα παιδιά σου θα σώσεις; Και δηλαδή, έφταιξα εγώ; Αν δεν είχαμε παρέμβει, ίσως τώρα να μην κινδύνευε μια ζωή. Το κοίταξα και κάτι μέσα μου έσπασε. Ήμουν υπεύθυνη που αυτή η ζωή ήταν τώρα αβοήθητη και χωρίς τη μητέρα του. Κλείσαμε την πόρτα για να μην κρυώνει κι είπαμε να το ξεχάσουμε για λίγο. Μα πώς ξεχνιέται μια ζωή;

Δυο ώρες μετά κι εγώ είμαι πεπεισμένη ότι δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου για ό,τι συνέβη και πως είμαι ηλίθια που δεν πρόβλεψα μια τέτοια πιθανότητα. Και τότε, την άκουσα. Προσπαθούσε να μπει από την τρύπα που είχαμε φρακάρει όταν καταλάβαμε ότι είναι το μυστικό της πέρασμα. Στεκόταν τρομοκρατημένη ακούγοντας το κλάμα του μωρού της χωρίς να μπορεί να το πλησιάσει. Πετάχτηκα όρθια και έσπευσα κοντά της, ανοίγοντας δειλά και πάλι τη δίοδο κι ελπίζοντας να μη με φάει ζωντανή.

Εκείνη αντίθετα, δε μου έδωσε καμία σημασία κι έτρεξε στο μικρό της. Το γράπωσε ανάμεσα στα δόντια της και έτρεξε να βγει οριστικά από την τρύπα. Πριν χαθεί στη νύχτα, ίσως και να μου φάνηκε, γύρισε και με κοίταξε, σαν να με ευχαριστούσε που την άφησα να σώσει το παιδί της.

Και τότε δάκρυσα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί η ζωή πάντα βρίσκει τους πιο απίθανους τρόπους για να σε ταρακουνάει. Ίσως πάλι γιατί τα ένστικτα, πάντα ένστικτα θα είναι κι όσο κι αν τα αρνείσαι, πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο να τρυπώσουν στην καρδιά σου. Το πιο υπέροχο, είναι ότι σήμερα το πρωί τα άκουσα πάλι να νιαουρίζουν από κάπου σχετικά κοντά. Ίσως σε ένα-δυο μήνες, τα βρω να τρέχουν στη γειτονιά.

Ποιος ξέρει.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου