Ο Μάικ Τάισον είχε πει ότι «Τα social media έχουν κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται πολύ άνετα με το να είναι ασεβείς προς τους άλλους και να μη δέχονται γροθιά στο πρόσωπο γι’αυτό». Μήπως είναι όντως μια πικρή αλήθεια; Μήπως όντως η εκτεταμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπει και ενισχύει την άσχημη συμπεριφορά προς τους άλλους;

Είναι γεγονός ότι τα social media αποτελούν πλέον ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας κι έχουν αλλάξει ριζικά την καθημερινότητά μας. Μάλιστα υπάρχουν και άτομα που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτά. Η δια ζώσης επικοινωνία, οι συναντήσεις, οι χειραψίες, οι αγκαλιές ακόμα και η αγάπη έδωσαν τη θέση τους στα μηνύματα και τα emojis σ’ αυτόν το νέο ψηφιακό κόσμο που ζούμε. Εν προκειμένω, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμόρφωσαν και τον τρόπο που επικοινωνούμε με τους άλλους.

Ωστόσο, επειδή ακριβώς υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι να επικοινωνήσουμε πλέον το πώς νιώθουμε και τι θέλουμε να πούμε στους άλλους μέσω των social, πολλές φορές καταλήγουμε να είμαστε θρασείς, αν όχι και ασεβείς προς τους άλλους. Ανοίγουμε την εκάστοτε εφαρμογή και «βαράμε» ό,τι μας κατέβει αδιαφορώντας εμμέσως πλην σαφώς για το πώς νιώθουν οι άλλοι, ένεκα και της ελευθερίας που μας προσφέρουν. Αυτό διότι, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λείπει η μη-λεκτική δια ζώσης επικοινωνία, που το ξέρουμε ότι αφορά έτσι κι αλλιώς στο μεγαλύτερο ποσοστό της επικοινωνίας. Εν ολίγοις, λείπει πλέον το «αλατοπίπερο» -με την καλή έννοια- στη μεταξύ μας επικοινωνία.

Η επικοινωνία έχει λάβει πλέον μια άλλη μορφή μέσω των social και γι’ αυτό το λόγο συναντάμε αρκετά συχνά τη «γραπτή επιθετικότητα». Στην επικοινωνία μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παράγεται αλλά και ενισχύεται ο παρορμητισμός. Πληκτρολογούμε δίχως αύριο και στέλνουμε μηνύματα, χωρίς να αναλογιστούμε προηγουμένως ότι απευθυνόμαστε σε μια ανθρώπινη ύπαρξη, όπως θα συνέβαινε εάν επρόκειτο για μια πραγματική δια ζώσης επικοινωνία. Ο καθένας γράφει ό,τι θέλει αδιαφορώντας πλήρως εάν αυτό που επικοινωνεί στους άλλους πληγώνει ή μερικές φορές τσακίζει κιόλας το άλλο πρόσωπο. Είναι το λεγόμενο φαινόμενο «άρσης των αναστολών», που από τη μία, εξυπηρετεί μια μορφή ελευθερίας στην επικοινωνία, από την άλλη, υπονομεύει την ουσιαστική επικοινωνία.

Όταν προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε μέσα από τα social είναι λες και φέρουμε ένα προσωπείο το οποίο δεν είναι τόσο εύκολο να φορέσουμε όταν έχουμε απέναντί μας το άλλο πρόσωπο στη φυσική του παρουσία. Γι’ αυτό ακριβώς ελλείπει το στοιχείο αυθεντικότητας στη μεταξύ μας επικοινωνία. Με το προσωπείο που μας επιτρέπουν τα social να φορέσουμε δε φοβόμαστε να μιλήσουμε και να πούμε αυτά που θέλουμε, χωρίς και να σκεφτούμε πώς νιώθει ο άλλος. Όμως, εάν έχουμε δίπλα μας το άτομο στο οποίο θέλουμε να πούμε ευθέως κάποια πράγματα, δεν είναι και τόσο εύκολο να κρυφτούμε πίσω από αυτό το αψεγάδιαστο προσωπείο μας.

Από προσωπική εμπειρία έχω παρατηρήσει πως είναι πολύ πιο εύκολο να γράψεις κάτι που νιώθεις ή να μεταφέρεις κάτι που είπε κάποιος, παρά να βρεις το πρόσωπο και να μιλήσεις σταράτα και ξηγημένα. Και αφού τα social μας δίνουν αυτήν την άνεση να βγούμε και να μιλήσουμε για ό,τι θέλουμε και «όποιον πάρει ο χάρος» εν τη κυριολεξία, γιατί να μπούμε στη διαδικασία να μιλήσουμε στον άλλο δια ζώσης; Μπορούμε ναι μεν να επεξεργαστούμε τα λόγια μας στα social, από την άλλη ωστόσο, μας δίνουν τόση ελευθερία λόγου και πράξης, που πολλές φορές δε μας νοιάζει να μετρήσουμε τις κουβέντες μας.

Αν αναλογιστεί λοιπόν κανείς τα πιο πάνω, όντως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας έχουν δώσει τέτοια ελευθερία να είμαστε άνετοι στο να προσβάλλουμε τους άλλους και να λέμε ό,τι θέλουμε και όπως θέλουμε, αδιαφορώντας πως ο αποδέκτης του μηνύματος είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη.

Συντάκτης: Χρυστάλλα Σωκράτους
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου