Ο Σεπτέμβριος πάντα είναι –τουλάχιστον για ‘μένα–  η αρχή της χρονιάς. Ανοίγουν τα σχολεία, οι σχολές, τα πανεπιστήμια, τελειώνουν οι διακοπές και με άλλη διάθεση υποδεχόμαστε το φθινόπωρο και στη συνέχεια το χειμώνα.

Κάθε αρχή μιας χρονιάς έχει νέους στόχους και νέα όνειρα. Το ένα «θα» διαδέχεται το άλλο. «Θα κάνω αυτό, θα κάνω εκείνο, θα πάω εκεί, θα μάθω αυτό, θα γραφτώ στο γυμναστήριο, θα περάσω όλα τα μαθήματα.». Πολλές υποσχέσεις, πολλές πιθανότητες, αβέβαιο τ’ αποτέλεσμα.

Κι όλα αυτά για έναν απλό μα τόσο μεγάλο λόγο. Γιατί στην ουσία δεν κάνουμε αυτά που πραγματικά θέλουμε, κάνουμε αυτά που συμβαδίζουν με τα ενδεχόμενα όνειρα κάποιων άλλων, αυτά που επιτάσσει η κοινωνία, αυτά που ακολουθούνται από «πρέπει».

Όλα ξεκινούν συνήθως, με την ενηλικίωση, το τέλος δηλαδή του σχολείου. Τη στιγμή εκείνη που γύρω στα δεκαοκτώ επιβάλλεται ν’ αποφασίσεις τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις χωρίς να έχεις το δικαίωμα να φέρεις αντίρρηση σε γονείς, δασκάλους, κοινωνικό περίγυρο ή τον περιπτερά της γειτονιάς.

Θα ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι αν κάναμε αυτό που πραγματικά αγαπούσαμε. Τι κι αν οι βαθμοί αγγίζουν το είκοσι; Ποιος λέει ότι ένας άριστος μαθητής πρέπει να γίνει γιατρός, δικηγόρος, αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός; Γιατί να μη γίνει βιβλιοπώλης, μουσικός, ράφτης, μάγειρας, ηθοποιός;

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από ένα πανεπιστήμιο για την ικανοποίηση των στερεοτύπων. Λάθος ζωής που δύσκολα γυρίζει πίσω.

Ζούμε στη χώρα των επιστημόνων, των κορνιζαρισμένων πτυχίων, των γιατρών με γονείς γιατρούς και των δικηγόρων με γονείς δικαστικούς. Ζούμε στη χώρα των καταπιεσμένων καλλιτεχνών, παιδιών που δεν τους επέτρεψαν να κάνουν άλλο απ’ αυτό που επέβαλλε η οικογένεια ή η κοινωνία ως την ιδανική επιλογή.

Συναντάς παιδιά που πιάνουν το μολύβι και σε λίγα λεπτά ζωγραφίζουν αριστουργήματα αλλά θα γίνουν αστροφυσικοί γιατί είναι πολύ καλοί μαθητές και δε γίνεται να γίνουν ζωγράφοι. «Καλά, με είκοσι στη φυσική και τα μαθηματικά θέλεις να γίνεις μπογιατζής; Θα πεινάσεις.». Ενώ σαν αδιόριστος φυσικός θα κάνει μεγάλη καριέρα φυσικά ή θα διαπρέψει σε μια χώρα που η λέξη «έρευνα» απλώς υπάρχει στο λεξικό.

Ποιος άραγε να ξέρει πόσα ταλέντα έχουν χαθεί έτσι και στη θέση τους μπήκαν ατάλαντοι άνθρωποι που δεν είχαν τι να κάνουν κι έγιναν τραγουδιστές.

Δεν ξέρω πότε θα γίνει γνωστή σε όλους η έννοια της παιδείας. Πότε θα μάθουν όλοι ότι μορφωμένος δεν είναι μόνο ο επιστήμονας κι αυτός που τελείωσε πανεπιστήμιο. Μορφωμένος και καλλιεργημένος μπορεί να ‘ναι κι ο φωτογράφος στη γωνία.

Θα ήταν ευχής έργο να δίδασκαν στα σχολεία το πώς να καλλιεργούν τα παιδιά τα ταλέντα τους, το πόσο σημαντική είναι η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία της απόφασης, ακόμη κι η πληρωμή των προσωπικών μας λαθών.

Για ποιο λόγο να κατηγορούμε τον πατέρα ή τη μητέρα μας που γίναμε φιλόλογοι ενώ για παράδειγμα θέλαμε να γίνουμε μοδίστρες; Γιατί να μην μπορούμε να ξεστομίσουμε ότι θα πάμε σε σχολή ραπτικής κι όχι στη φιλοσοφική γιατί πολύ απλά αυτό θέλουμε να κάνουμε στην υπόλοιπη ζωή μας;

Οι καλλιτεχνικές τάσεις είναι πολύ παρεξηγημένες ακόμη και το 2015 μ.Χ. κι αυτό είναι τόσο βλαβερό κι επιζήμιο. Ο κάθε άνθρωπος θα ‘πρεπε ν’ απαιτεί να κάνει πράξη τα όνειρα του και τις φιλοδοξίες του. Όχι χωρίς να υπάρχει ταλέντο, εκεί μιλάμε γι’ άλλες περιπτώσεις. Όχι σε καλλιτέχνες για τη ματαιοδοξία της υπόθεσης.

Ναι σε καλλιτέχνες με διαγνωσμένο ταλέντο, σε παιδιά που το λέει η καρδιά τους, σε παιδιά που είναι κρίμα κι άδικο να μην ασχοληθούν με τις τέχνες και να κλειστούν σ’ ένα αμφιθέατρο έτσι για τον πάπυρο και μόνο.

Κάποιοι ίσως χάσαμε την ευκαιρία μας, κάποιοι άλλοι, όμως, προλαβαίνετε να κυνηγήσετε τ’ αληθινά σας όνειρα. Εκείνα τα όνειρα που πάνε πακέτο μ’ ένα μουσικό όργανο, μ’ ένα πινέλο, ένα θεατρικό έργο, μια φωτογραφική μηχανή, μ’ ένα πληκτρολόγιο ή ένα στυλό, όλα μ’ αγάπη και μεράκι.

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου