«Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.»

Μέσα από αυτούς τους δύο στίχους του ποιήματος της Κικής Δημουλά καταλαβαίνουμε τη δύναμη που έχει η γυναικεία παρουσία στον κόσμο μας. Οι λέξεις καθόλου τυχαία διαλεγμένες. Άγαλμα· σύμβολο ομορφιάς, δύναμης, πολιτισμού, δημιουργίας και πολλών ακόμη εννοιών που ταιριάζουν θα λέγαμε στη γυναίκα, όπως κι ο τίτλος του ποιήματος «Σημείο Αναγνωρίσεως». Αναγνώριση της ύπαρξης και των δικαιωμάτων μίας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας που καταπιέστηκε και παραμελήθηκε σε τεράστιο βαθμό, που ο σεβασμός στην ανθρώπινη υπόστασή της υπήρξε για αιώνες απλώς μια έννοια στο λεξικό.

Μπορεί το γνωστό –σχεδόν σε όλους– κίνημα του φεμινισμού να ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 από γυναίκες της Δύσης, όμως ήδη απ’ το 1912 έχουμε δει τις πρώτες γυναίκες στην Αμερική να βγαίνουν στους δρόμους και να διεκδικούν μια ζωή «εκτός σπιτιού». Οι σουφραζέτες επηρέασαν τότε και τις γυναίκες στην Αγγλία, οι οποίες κινητοποιήθηκαν άμεσα ζητώντας το δικαίωμά τους στην ισότητα αναφορικά με τα δικαιώματά τους στην ψήφο, την εργασία κ.α.

Οι απαρχές του κινήματος του φεμινισμού, όπως είναι διαδεδομένο μέχρι σήμερα, συναντώνται την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Οι σημειώσεις από ένα τετράδιο παραπόνων κάποιων γυναικών, το 1789, δημιούργησαν δύο χρόνια αργότερα τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων των Γυναικών. Φτάνει, όμως, ο 19ος αιώνας, κι ο φεμινισμός γίνεται πια οργανωμένο κίνημα, αφού ολοένα και πιο πολλοί άνθρωποι –γυναίκες αλλά κι άντρες πια– αναγνώριζαν ανοιχτά πως το γυναικείο φύλο υφίστανται άνιση μεταχείριση, γεγονός που αποτελεί μεγάλη αδικία που έπρεπε επιτέλους να αποκατασταθεί. Ο φιλόσοφος Τζον Στούαρτ Μιλ, αν κι άντρας, αποτέλεσε υπέρμαχος του φεμινισμού κι εξέδωσε ένα βιβλίο για την υποτέλεια των γυναικών, ζητώντας μέσα απ’ αυτό επαγγελματική, νομική και πολιτική ισότητα για τα δύο φύλα.

Μία απ’ τις μεγαλύτερες φιγούρες του φεμινισμού, που γίνεται άσμα στα χείλη κάθε φεμινίστριας κι έχει συμβολοποιηθεί όσο καμία άλλη, είναι η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Σύντροφος του γνωστού φιλοσόφου Ζαν-Πωλ Σαρτρ και συγγραφέας, υπέρμαχος του υπαρξισμού, υποστήριξε πως η ανθρώπινη ύπαρξη υπήρχε πριν απ’ την ουσία, άρα η κατεύθυνση σε γυναίκα κι άντρα έπεται στη συνέχεια, αφού κανείς ουσιαστικά δε γεννιέται γυναίκα αλλά γίνεται.

Τη δεκαετία του ΄70, οι γυναίκες αποφάσισαν να αποτινάξουν από πάνω τους το βάρος της μειονότητας και, όπως έχουν πει πολλές για εκείνη την περίοδο, χρειάστηκε να γίνουν απείθαρχες. Να εναντιωθούν και να φωνάξουν για εκείνα που τις απασχολούσαν και μέχρι τότε δεν ενδιέφεραν τους πολλούς. Μεγάλωσαν γενιές κοριτσιών με τη φράση «Πρέπει να ‘σαι καλή», δημιουργώντας μια πεποίθηση στα κορίτσια πως δεν είναι αρκετά καλά απ’ τη φύση τους, την οποία και πρέπει να υποτάξουν για να χωρέσουν στο κοινωνικό αυτό πλαίσιο.

Δόθηκαν πολλές μάχες για να αναγνωριστεί η γυναικεία ύπαρξη ως ισότιμη δίπλα απ’ την αντρική φιγούρα και θα λέγαμε πως στις μέρες μας τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ. Σαφώς, δεν κλείνουμε τα μάτια σε περιπτώσεις όπου η γυναίκα ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζεται μειωτικά σε χώρους επαγγελματικούς, πολιτικούς αλλά και κοινωνικούς, όμως δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε πως εκείνες οι γυναίκες του ΄70 έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό και πολύ πιο ευνοϊκό παρόν για εμάς.

Αυτή η πάλη κι η διαρκής εγρήγορση για όσα οι γυναίκες δεν πρέπει να σταματήσουν να διεκδικούν έχει οδηγήσει σε πολλές περιπτώσεις σε ακραίες συμπεριφορές, που δείχνουν να ‘χουν ξεχάσει τον αρχικό σκοπό της ισότητας. Συναντάμε γυναίκες με αυταρχικές πεποιθήσεις, που ‘χουν απλώς αντιστρέψει την αδικία, φτάνοντας στα όρια του σεξισμού με θύμα αυτή τη φορά τους άνδρες, επικαλούμενες τον αγώνα για την ισότητα. Το θύμα γίνεται θύτης, λοιπόν, ίσως από φόβο ή εκδίκηση, θεωρώντας πως έτσι εξιλεώνεται για όλη την καταπίεση, τη χειραγώγηση και την κοινωνική ανισότητα που έχει υποστεί ανά τους αιώνες.

Η ουσία του φεμινισμού, όμως, δεν είναι αυτή. Δε ζητά να εκδικηθεί ή να τιμωρήσει με τον ίδιο τρόπο την απέναντι πλευρά, αλλά να γιατρέψει τις δικές του πλευρές και να φροντίσει να μη νοσήσει ξανά. Μιλά για μια ισότητα απόλυτη και πλήρη μεταξύ των δύο φύλων, για ελευθερία και σεβασμό. Δεν επιχείρησε ποτέ να μειώσει το ανδρικό φύλο για να εξυψώσει το γυναικείο, αντίθετα προσπάθησε με κάθε μέσο να φέρει μια ισορροπία μεταξύ των ατόμων, εξάλλου είμαστε όλοι φτιαγμένοι απ’ τα ίδια υλικά, γεννημένοι από μήτρες. Δεν έχει σημασία σε ποια χώρα του χάρτη τοποθετούμαστε ή τι χρώμα έτυχε να ‘χουμε, αυτό που μετράει είναι η ελευθερία να νιώθεις κομμάτι αυτού του κόσμου.

Και, ναι, μπορούμε να πούμε πως σε αυτόν τον κόσμο η γυναίκα ακόμη δεν μπορεί να ‘ναι εντελώς ελεύθερη, όσο φοβάται να κυκλοφορήσει μόνη τη νύχτα για να μη βιαστεί, όσο αμείβεται λιγότερο απ’ ό,τι ένας άντρας, παρόλο που κάνει ακριβώς την ίδια ή και περισσότερη δουλειά, όσο οι γονείς κι η κοινωνία της λένε τι να κάνει και πώς να φέρεται. Κι η ανάγκη να τα αλλάξουμε όλα αυτά δεν έχει πάψει να ‘ναι επίκαιρη κι επιτακτική, αυτό όμως δε σημαίνει ότι στο όνομα της γυναικείας χειραφέτησης και των τόσων αγώνων θα καλύπτονται κομπλεξικές συμπεριφορές κι επιθετικές στάσεις, που συντηρούν το πρόβλημα της ανισότητας γυρνώντας το απλά απ’ την ανάποδη. Ο μισανδρισμός υπάρχει, ναι, δεν έχει όμως καμία σχέση με τα όσα πρεσβεύει ο φεμινισμός και σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε αυτές οι δύο έννοιες να συγχέονται.

Κοιτώντας φωτογραφίες των γυναικών που έγιναν σύμβολα, βλέπουμε πως η πρόκληση για αγώνα υπάρχει ακόμα. Θέλει δουλειά και μάχες η ελευθερία για να ‘ναι απόλυτη κι ολοκληρωτική, όμως μην μπερδεύουμε τον δίκαιο αγώνα με αυτό που θέλουμε να αποτινάξουμε από πάνω μας, την αδικία. Στις μέρες μας αρκετές αυτοπροσδιορίζονται σαν φεμινίστριες κι απαξιώνουν την αντρική ύπαρξη, όμως η ουσία του φεμινισμού μιλά για μια ισότητα μεταξύ ανθρώπων, για ισότητα δικαιωμάτων, πώς εμείς θα στρεβλώσουμε αυτά που οι ίδιες ζητήσαμε;

Ναι, να ‘μαστε απείθαρχες στην αδικία και την καταπίεση, όχι άκριτα απείθαρχες στον άνθρωπο. Ο κόσμος αλλάζει, όμως αλλάζει με αγώνες αγάπης. Αγώνες ενωμένους κι αλληλέγγυους.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη