Η ομορφιά κάθε πόλης και η ταυτότητά της φαίνονται από το κέντρο της. Η πόλη είναι σαν ένα σώμα και ο παλμός χτυπά στην καρδιά του, δηλαδή στο κέντρο της. Άνθρωποι κινούνται, μπλέκονται μεταξύ τους, χαράζουν διαφορετικές κατευθύνσεις. Άλλοι πιο γρήγοροι και βιαστικοί προσπαθούν να προλάβουν την καθημερινότητα ενώ άλλοι πιο νωχελικά περπατούν και χαζεύουν. Χαζεύουν μαγαζιά, εικόνες ή ακόμη και τους άλλους ανθρώπους. Παρατηρούν μικρές κινήσεις και βλέμματα, ψάχνουν για ανθρώπινη επαφή και μερικές στιγμές επικοινωνίας κι ας μην είναι με λόγια. Εκείνος ο ίδιος κύριος που κάθε μέρα πίνει τον καφέ του μόνος διαβάζοντας εφημερίδα ή η κοπέλα στο μαγαζί με τα ρούχα που κάθε πρωί σκουπίζει μπροστά απ΄την πόρτα. Είναι σημεία σε ένα χάρτη που θέλεις να μάθεις.

Στο κέντρο λοιπόν κάθε πόλης έχουμε την ευκαιρία να νιώσουμε τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποί της. Να διαβάσουμε βλέμματα, να αισθανθούμε φόβους, να ανασάνουμε απογοητεύσεις και να νιώσουμε χαμόγελα. Περπατάμε τους δρόμους του και νιώθουμε αυτή την αύρα που μόνο στο κέντρο μιας πόλης μπορείς να νιώσεις. Διαβάζουμε τα συνθήματα στους τοίχους και ξέρουμε πως πολλοί πριν και μετά από εμάς έχουν σταματήσει, έχουν διαβάσει και έχουν νιώσει κάτι με αυτές τις λέξεις όπως εμείς.

Περιδιαβαίνοντας, είναι σαν να μαθαίνεις την ιστορία του κόσμου της. Το πρωί μια όμορφη ρουτίνα για όλους πριν τις δουλειές τους· ένας καφές στην ησυχία του πλακόστρωτου, ύστερα ο κόσμος γίνεται περισσότερος, ακούς τη βουή από τα βήματα που πληθαίνουν, το βλέμμα σου συναντιέται καρφί με πολλά ακόμη καθώς περπατάς ή όταν διασχίζεις έναν δρόμο. Ένας όχλος και μία βουή που δε σε ενοχλεί, την απολαμβάνεις.

Αφουγκράζεσαι τι μπορεί να σημαίνουν όλοι αυτοί οι ήχοι και θέλεις να μπεις για λίγο στη ζωή κάποιου άλλου. Πού να πηγαίνει άραγε αυτός; Ποιος να τον περιμένει λίγα στενά πιο εκεί; Το μεσημέρι ο κόσμος λιγοστεύει και η φασαρία κοπάζει. Η ησυχία στα στενά είναι όμορφη και μπορείς πια να περπατήσεις περισσότερο μόνος. Το απόγευμα ζωντανεύουν όλα ξανά και το βράδυ αρχίζει η μαγεία. Αχ τα βράδια στα κέντρα. Φώτα, μουσικές απ΄ τα μαγαζιά ή από πλανόδιους που βρίσκουν το σημείο τους και ξεκινούν να μοιράζουν νότες και συναισθήματα. Σταματάς, ανασαίνεις και ρουφάς όλη τη γοητεία της ανθρώπινης συνύπαρξης.

Δε σε νοιάζει εάν περπατάς χωρίς παρέα όταν βρίσκεσαι στο κέντρο μιας πόλης, ίσα ίσα μπορείς να το κάνεις συνέχεια και να το απολαμβάνεις. Τα βήματα σε πάνε μόνα τους σε μέρη που μπορεί ακόμη κι εσύ που ζεις εκεί να μην έχεις ανακαλύψει ακόμα. Ένας καφές στο χέρι και δε σε νοιάζει πού θα σε βγάλει, αρκεί να ανακαλύψεις κάθε γωνιά, κάθε σπιθαμή που θα σου δώσει άλλο ένα στοιχείο για την πόλη αυτή. Άλλο ένα σημείο που θα βρεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, γιατί σίγουρα πτυχές του εαυτού μας βρίσκονται σε πολλές γωνιές.

Στις παλιές πόλεις ειδικά είναι μαγικό το πόσο μπορεί η ατμόσφαιρα να σε ρουφήξει και να χάνεσαι περιπλανώμενος σε στενά καντούνια, στοές, λιμάνια και κάστρα. Εκεί συναντάς ένα κράμα της νέας με την παλιά γενιά που συναντιέται τόσο μαγικά και βλέπεις την πόλη να μεγαλώνει, να αλλάζει αλλά ταυτόχρονα να είναι τόσο όμορφα και νοσταλγικά ίδια. Αλήθεια, πόση ελευθερία νιώθεις όταν περπατάς στην καρδιά της πόλης; Είναι αδιανόητο το αίσθημα πως σου ανήκει ο κόσμος όλος, ξέρεις πως όλα είναι εκεί μπροστά στα μάτια σου, δεν είναι ξεκάθαρο το γιατί όμως ανοίγει η ψυχή σου. Δεν αδικούμε όσους αγαπούν να μένουν στο κέντρο και δεν μπορούν να το αποχωριστούν. Είναι ψυχές ανήσυχες που αγαπούν τη φασαρία της ζωής. Είναι βέβαια κι εκείνοι που μπορεί να μην επιλέγουν να ζουν εκεί αλλά με την πρώτη ευκαιρία πετάγονται να πάρουν μια τζούρα ομορφιάς.

Η συνεχόμενη κίνηση και δεν εννοούμε των αυτοκινήτων αλλά της ροής της ζωής, καταγράφεται εκεί, στα αστικά κέντρα. Εκεί που οι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο. Αν θες να ρουφήξεις την κουλτούρα μιας πόλης, να περπατήσεις το κέντρο της. Να δεις τα κτίρια, να ακούσεις τις φωνές, να ακουμπήσεις τον διπλανό, να αγγίξεις κάτι από τη δική τους μαγεία. Να δεις και όχι απλά να κοιτάξεις, να αγαπήσεις και όχι απλά να θαυμάζεις, να ζήσεις και όχι απλά να περάσεις.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου