Σίγουρα, θα ‘χεις συναντήσει έναν άνθρωπο που για πολλούς θεωρείται ότι ζει σε κάποια άλλη εποχή. Μιλάω για τους ονειροπόλους, που μπορούν να βρουν τον δρόμο τους μόνο στο φως του φεγγαριού κι η τιμωρία τους είναι ότι βλέπουν το ξημέρωμα πριν τον υπόλοιπο κόσμο, όπως είχε γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ.

Σ’ έναν κόσμο που συνεχώς βουλιάζει μέσα στον βούρκο του κυνισμού και του ρεαλισμού, είναι οι ολοφώτεινες κι ευτυχείς εξαιρέσεις. Γνωρίζουν τι ακριβώς ζητούν, διότι δεν κουράζονται ποτέ να μοχθούν για τα όνειρά τους. Εισέρχονται σε σχέσεις χωρίς φόβο. Αντιμετωπίζουν την κάθε δυσκολία χωρίς να αμφιταλαντεύονται. Εκτιμούν τις βαθιές συνδέσεις περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.

Αρνούνται να συμβιβαστούν, κι ας χάσουν τα πάντα. Οι εμπειρίες τους και τα λάθη τους χρωματίζονται απ’ όλα τα χρώματα και δεν αρκούνται στο γκρίζο, απλά και μόνο για να γίνουν αρεστοί. Πολλές φορές τους παρεξηγούν γι’ αυτό, αλλά αν τους πλησιάσεις και τους κατανοήσεις, θα αισθανθείς ότι δεν έχουν κανέναν κακό σκοπό.

Επειδή δεν ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των πολλών, δυσκολεύονται να δημιουργήσουν φιλίες με ανθρώπους που δεν έχουν κοινά μαζί τους. Η εσωστρέφειά τους δεν είναι κάτι που τους προβληματίζει. Μακροπρόθεσμα τους βοηθάει, αφού θα ‘χουν παραμείνει δίπλα τους μόνο εκείνοι που αξίζουν.

Δε θα τους δεις ποτέ να χάνονται σε ανούσιες συζητήσεις. Έχουν φιλοσοφήσει το καθετί κι οι επιφανειακοί τρόποι ζωής έχουν ελάχιστο ή καθόλου νόημα, γιατί το μονοπάτι προς την ευδαιμονία το αναζητούν μέσα απ’ τη σοφία και την αλήθεια. Αν τους εκνευρίσεις, δε θα στο δείξουν με τον τρόπο που περιμένεις. Κι αυτή η εσωτερική γαλήνη που εκπέμπουν θα σε κάνει να σκεφτείς αν άξιζε τον κόπο να μπεις σε μια ανωφελή διαδικασία.

Είναι εκείνοι οι τρελοί που θα έφταναν στην άλλη άκρη της Γης για έναν απλό ενθουσιασμό, θα μπορούσαν να πάνε περπατώντας σε μια χώρα που αγαπάνε επειδή δεν είχαν την οικονομική άνεση να βγάλουν αεροπορικά εισιτήρια. Θα τους βρεις έξω απ’ τα σκαλιά ενός μουσείου να απολαμβάνουν τη βροχή ή ένα ηλιοβασίλεμα, σε μια βιβλιοθήκη να διαβάζουν Σωκράτη κι αμέσως μετά να ψάχνουν τον Μικρό Πρίγκιπα για να βρουν τον εαυτό τους εκεί μέσα. Σ’ ένα παγκάκι να κλαίνε σαν μικρά παιδιά για έναν χαμένο έρωτα. Να βαδίζουν στη άκρη μιας λεωφόρου στις 4 τα ξημερώματα παρέα με τις σκέψεις τους και μερικές φορές δίπλα σου σ’ ένα club να χορεύουν σαν να μην υπάρχει αύριο.

Αγαπούν κι εκφράζονται με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Φημίζονται για την παρορμητικότητά τους και το πείσμα τους. Σέβονται τη μοναξιά τους, ενίοτε γίνεται κι η καλύτερή τους φίλη.  Γελάνε και κλαίνε με την ίδια ευκολία. Γοητεύονται από βλέμματα. Ίσως γιατί έχουν την ικανότητα να τα διαβάζουν. Αν βρουν έναν άνθρωπο να τους γοητέψει, τότε θα το δείξουν. Όχι με επιτηδευμένη αδιαφορία αλλά με επίμονο φλερτ.

Η πνευματική τους μητέρα είναι η τέχνη, συνήθως. Θα τους δεις να ζωγραφίζουν, να τραγουδούν, να γράφουν πανάκριβες λέξεις για την ποίηση και τη λογοτεχνία, να μαγεύουν, να μαγεύονται πάνω στο θεατρικό σανίδι ή (και) να φωτογραφίζουν.

Τα μεγαλύτερά τους όπλα είναι η συνείδηση, η διαίσθηση και το χιούμορ τους. Αισθάνονται όπως ένα γρανάζι σε μια μεγάλη μηχανή, συνειδητοποιώντας ότι είναι ένα μικρό αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Ο στόχος τους είναι να ευθυγραμμίζονται οι διαβεβαιώσεις τους με τις πράξεις τους.

Το πιο σημαντικό είναι ότι πασχίζουν να κάνουν τους άλλους χαρούμενους, χωρίς να ζητήσουν τίποτα πίσω για αντάλλαγμα. Δεν κρατάνε τίποτα για τον εαυτό τους. Κρίνουν πως βρίσκονται εδώ για να  γίνουν ο φάρος της ευτυχίας.

Είτε τους αποδέχεσαι είτε τους απορρίπτεις, το μόνο σίγουρο είναι ότι τους έχουμε ανάγκη. Δύνανται να σου υποσχεθούν το ακατόρθωτο κι αυτό από μόνο του γεννάει την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη