Όσο παρωχημένη αντίληψη και αν ακούγεται, η χαρτομαντεία, ο καφές και όλα τα συναφή του τομέα αποτελούν ακόμα και στις μέρες κατηγορία που θησαυρίζει.

Γιατί –αν αναρωτηθείτε– ποια είναι η μεγαλύτερη ανησυχία του ανθρώπου;

«Τι θα γίνει στο μέλλον;» αναρωτιόμαστε όλοι.

Και εννοείται ότι όταν μιλάμε για το γυναικείο μυαλό, η ανησυχία έγκειται για τον Kίτσο που την παράτησε και ίσως έχει βρει άλλη.

«…θεέ μου, θα φαρμακωθώ, φτιάξε μου ελληνικό κύρα-τέτοια-μου γρήγορα»

«Πάω, πάω εγώ, κάτσε εσύ να στα πω όλα και ασήμωσε και 50 ευρώ.» (Ενδεχομένως εξαιτίας οικονομικής κρίσης 20.)

Έτσι ασημώνουν και ξεδιπλώνεται η τέχνη του καφέ, όλο εκείνο το μυστήριο που εννοείται η Μαρίκα έχει το χάρισμα να ξεδιαλύνει, γιατί έχει γιαγιά Σμυρνιά και μπατζανάκη Τούρκο λαϊκιστί. Χαμούλης.

«Χαρτί και καλαμάρι» θα στα πει, κι έτσι και βρει καμιά ξανθιά… τσουλούφι δε θα μείνει!

Παλιότερα οι χώροι συνεστίασης ήταν οι γραφικές αυλές με τις γυναίκες να κρατούν τον μικρό κουπάτο γυρισμένο, με το φακιόλι, να πηγαίνουν στην μαντάμ της συνοικίας.

Στις μέρες μας λένε και τον φρέντο – Ευρώπη μας είπαν, άμα δεν πουν και τον ντεκαφεϊνέ, πού ζούμε;

Η γραφική φιγούρα, η μάντισσα της γειτονιάς, που στις μέρες τη συναντάμε σε γραμμές 090 ή σε κάποιο μυστικό σπίτι που όλες ξέρουν πού είναι, αλλά πάντα τυχαία βρίσκονται εκεί.

Μπαίνεις μέσα πεπεισμένη ότι τα ξέρει όλα και το μέλλον θα ξεδιπλωθεί είτε στην τράπουλα είτε στις φιγούρες του καφέ σε όλα εκείνα τα σχήματα που –όχι νόημα δε βγάζεις– ακόμα και ο Πικάσο τέτοιο αφηρημένο δεν θα δημιουργούσε.

Όχι όμως, εσύ είσαι πεπεισμένη ότι το ταλέντο της είναι απαράμιλλο.

Κάθεσαι λοιπόν.

Εκείνη, φυσιογνωμία προσιτή, όχι κάτι περίεργο που είχες στο μυαλό.

Χτυπάει το τηλέφωνο, είναι η κολλητή.

«Τι έγινε, μωρή; Στον είπε; Καλή;»

(Συγγνώμη αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μιλήσουμε αλλιώς με την κολλητή: «Αγαπημένη μου φίλη, πώς εξελίχθηκε η ιστορία; Η εκλεπτυσμένη μάντισσα προέβλεψε το μέλλον;» – Όχι, αρνούμαι. Θέλω κατινιά.)

Κι εκεί που στην αναμονή του καφέ εσύ έχεις φάει όλα σου τα νύχια, κι αναρωτιέσαι πού είναι τα βαλσαμωμένα πουλιά και τα θυμιατά, έρχεται με τον καφέ, κι εκεί στην πρώτη μπουρμπουλήθρα κάθεσαι σταυροπόδι

«Τι λέει; τι λέει;» την ρωτάς

«Κάτσε, κορίτσι». Απαντά. «Βλέπω.»

Εσύ εντωμεταξύ έχεις πιεί τον καφέ όπως πίνεις τον νερό καταμεσήμερο σε καύσωνα, η αγωνία στο ύψιστο σημείο!

Συνοφρυώνεται (τάχα μου): «Τι βλέπω; Μη μου τα συζητάς».

«Εγώ, κυρά-τέτοια-μου» της λες «δε θέλω να μάθω πολλά. Θέλω να μάθω αν με θέλει και αν θα γυρίσει.»

Σωστά, γιατί μετά από τρεις μήνες εξαφάνισης, θεωρείς ότι θα έρθει με μονόπετρο.

Τέτοιες είμαστε, κι όποια πει το αντίθετο λέει ψέματα, κι όποια το παραδεχτεί – μπράβο σου, κούκλα μου.

Δεν είναι κακό κάποιες φορές να δηλώνεις «ναι ρε κύριος, σε θέλουμε, μας χτύπησες χορδή και υποφέρουμε.»

Εγωισμοί και σαχλαμάρες γέμισε ο κόσμος, δήθεν υπεράνω και ψυχολογικά.

Έγινε πια στόχος ζωής να γίνουμε άνθρωποι σκληροί, χωρίς συναισθήματα για να μην πονάμε.

Κουραζόμαστε, τρώμε χρόνο για να παίζουμε κρυφτό, να χαιρόμαστε που δε στείλαμε μήνυμα, ενώ κοιτάμε το κινητό διακόσιες φορές και να αναρωτιόμαστε τι θα γινόταν αν στέλναμε. Και το κάνουμε ζητώντας τελικά την επιβεβαίωση των πράξεών μας σε άψυχες φιγούρες τράπουλας κάποιας κομπογιανίτισσας.

Παρένθεση όλο αυτό – συνεχίζω.

«Κάθεσαι πάπια» σου λέει.

«Τι είναι η πάπια, κυρά-τέτοια-μου;» της απαντάς.

«Ότι μένεις σε μια κατάσταση» σου εξηγεί.

«Άσε που η ώρα του κουπιού σου είναι παρά, που υποδηλώνει ότι δεν έχει ακόμα τελειώσει η κατάσταση.»

Τι λες, ρε μάνα μου – Γκρίνουιτς η κυρία.

«Δρόμους βλέπω και θάλασσα»

Ναι θαρρώ θα πάω για κολύμπι

Με τούτα και με κείνα –να μην σας τα πολυλογώ– βρήκε το μέλλον ευοίωνο σε κάποιους τομεις. Σε κάποιους άλλους ίσως όχι και τόσο.

Κι έτσι εσύ πας σπίτι, στέλνεις μήνυμα ή κάθεσαι και περιμένεις να γυρίσει.

Και τώρα, ναι, θα εκφέρω άποψη.

Αν ήξεραν το μέλλον μας, πρώτον θα ήξεραν και το δικό τους, επομένως θα έπιναν καφέ σε κάποια χώρα της Κολομβίας. Και δεύτερον, θα είχε γεμίσει ο κόσμος ευτυχισμένους παχουλούς ανθρώπους.

Όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχή γιατί θα ξέραμε τα πάντα!

Η μαγεία της ζωής δεν είναι μόνο ο έρωτας, είναι κι η αμφιβολία του αν θα τον αποκτήσεις. Κι αν ζητάς να μάθεις το μέλλον τότε μάθε να βλέπεις πρώτα το παρόν.

Είναι μαγεία να ξυπνάς και να μην ξέρεις τι θα βάλεις επειδή αλλάζει ο καιρός, κι αν κάποτε ψάξεις τα χαρτιά, να θυμάσαι ότι πάντα θα πρέπει να κρατάς κι έναν μπαλαντέρ.

Συντάκτης: Μαρία Ζάχα