Κάπου καταχωνιασμένος στη γωνία ενός παλαιοπωλείου, σκονισμένος, γρατζουνισμένος, γεμάτος λεκέδες από την πάροδο του χρόνου, βρισκόταν ένας καθρέφτης. Κανείς δε γνώριζε πως βρέθηκε εκεί, ποια ήταν η ιστορία του. Ακόμη κι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού αγνοούσε την ύπαρξή του. Για καιρό στο ίδιο σημείο, πίσω από δεκάδες άλλα αντικείμενα τα οποία πωλούνταν κι αγοράζονταν, ανέμενε καρτερικά τη σειρά του. Όσο τα χρόνια κυλούσαν όλο και περισσότερα πράγματα τον κάλυπταν, με αποτέλεσμα ακόμη κι οι ακτίνες του ήλιου να φτάνουν πια σ’ αυτόν με δυσκολία.

Μια μέρα μπήκε στο μαγαζί κάποιος πελάτης. Εξήγησε στο αφεντικό ότι αναζητά έναν καθρέφτη για το σαλόνι του. «Έχω γυρίσει σχεδόν ό,τι μαγαζί γνωρίζω, έχω φάει μήνες ολόκληρους κι ακόμα δεν έχω καταφέρει να βρω αυτό που ψάχνω». Ο ιδιοκτήτης, σίγουρος πως θα τον ικανοποιήσει, με προθυμία του υπέδειξε τους πολλούς καθρέφτες που είχε το κατάστημά του· άλλοι μεγαλύτεροι, άλλοι μικρότεροι, κάποια πολύ κλασσικά και σπάνια κομμάτια. Ο πελάτης με υπομονή και προσοχή τους παρατηρούσε. Στέκονταν μπροστά, τους άγγιζε, κοιτούσε το είδωλό του, μα κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. Κανένας δεν του έκανε. «Μα τι περίεργος τύπος, όλοι οι καθρέφτες το ίδιο δείχνουν, τι περιμένει να δει;» αναρωτήθηκε ο καταστηματάρχης. Ο πελάτης, αφού απέρριψε κάθε πρόταση του, έκανε μια βόλτα μέσα στο μαγαζί. Κοίταξε σε κάθε γωνία του. Και τότε το μάτι του έπεσε στον καθρέφτη της ιστορίας μας. Μέχρι κι ο καταστηματάρχης έμεινε έκπληκτος που υπήρχε εκεί. Ο αγοραστής, αφού τον πήρε στα χέρια του, φύσηξε τη σκόνη από πάνω του. Αντίκρισε το πρόσωπό του και κατευθείαν χαμογέλασε. «Αυτό έψαχνα», ψιθύρισε.

Γύρισε στο σπίτι του ευτυχισμένος. Ένα πλούσιο, σύγχρονο σπίτι μ’ ένα τεράστιο, εντυπωσιακό σαλόνι. Ασχολήθηκε μαζί του για μέρες. Τον καθάρισε με υπομονή, αγόρασε αλοιφή για να διορθώσει όσες γρατσουνιές γινόταν, κάθε φορά που τον κοιτούσε, χαμογελούσε. Τελικά τον τοποθέτησε στην πιο περίοπτη θέση του σαλονιού του. Μέσα σ’ ένα υπερσύγχρονο χώρο, ένας παλιός καθρέφτης. Όλοι τον ρωτούσαν: «Μα τι τον θες τον παλιοκαθρέφτη, δεν ταιριάζει με το δωμάτιο.», του έλεγαν. «Λατρεύω αυτό που βλέπω όταν τον κοιτάω». Όλα θ’ αλλάξουν στο σπίτι, αυτός όσο ζω εκεί θα είναι», αποκρινόταν εκείνος. Τον ένοιαζε μόνο πως ένιωθε αυτός όταν τον κοιτούσε. Το αποτέλεσμα. Μόνο τα συναισθήματα που του προκαλούσε. Η οπτική του εαυτού του μέσα από τον καθρέφτη αυτόν.

Ξέρεις κάτι λοιπόν; Καθρέφτες είναι οι άνθρωποι γύρω μας. Γι’ αυτό και στο πρόσωπο του κάθε ατόμου της ζωής μας συναντάμε μία διαφορετική πτυχή του εαυτού μας. Ένα νέο είδωλο. Δεν είμαστε πάντα ίδιοι φυσικά. Κάποιοι μας γεμίζουν χαρά, ηρεμία, ενέργεια, όρεξη για ζωή, ασφάλεια, ενώ κάποιοι άλλοι το μόνο που μας προσφέρουν είναι πόνος, θλίψη, πίεση, ανασφάλεια. Κάποιοι είναι εφαλτήριο για την εξέλιξή μας και κάποιοι μας κρατάνε πίσω. Με κάποιους χάνουμε την αίσθηση του χρόνου και με άλλους απλά χάνουμε χρόνο. Μα το σημαντικότερο· με κάποιους είμαστε ο πραγματικός μας εαυτός, καθαρά κρυστάλλινα, αβίαστα ενώ με άλλους παλεύουμε να μείνουμε κάτι που ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξαμε. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικά συναισθήματα. Πόσο όμως ακούμε τα συναισθήματα αυτά;

Ας επιστρέψουμε λίγο στον ήρωα της ιστορίας μας. Έψαχνε έναν καθρέφτη, για να συναντήσει το είδωλο που αυτός και μόνο αυτός θεωρούσε ιδανικό. Με το δικό του μυαλό. Είχε όσα χρήματα ήθελε, μπορούσε να αγοράσει τον ακριβότερο, τον πιο εντυπωσιακό. Εκείνος όμως με υπομονή και επιμονή για καιρό αναζητούσε «εκείνον». Τον συγκεκριμένο. Δεν έχασε ποτέ την πίστη του ότι υπάρχει. Πήγε σε όλα τα μαγαζιά, παντού, έφτασε ακόμη και σε παλαιοπωλεία. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν καινούριος ή παλιός, αν ήταν αψεγάδιαστος ή σπασμένος, αν ήταν καθαρός η γεμάτος γρατζουνιές. Ούτε προσπάθησε να τον αλλάξει, απλά τον καθάρισε και τον περιποιήθηκε με αλοιφή πριν τον βάλει στο σαλόνι του. Κι όταν όλοι του έλεγαν πόσο παλιός και αταίριαστος ήταν, εκείνος χαμογελούσε· το τι έβλεπε το ήξερε μόνο αυτός. Δεν είχε σκοπό να εντυπωσιάσει τους επισκέπτες του, θα το κατάφερνε πανεύκολα με κάτι μεγάλο και ακριβό μα δεν τον άγγιζε καν η άποψη τους. Αυτοσκοπός ήταν μόνο ένας· να εντυπωσιάσει την ψυχή του.

Οι περισσότεροι σήμερα δεν λειτουργούν με το σκεπτικό του ήρωα μας. Δεν επιλέγουν τους ανθρώπους της ζωής τους με γνώμονα τα συναισθήματά τους, το τι νιώθουν, τι τους προκαλεί ο καθένας και πώς βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από τον άλλον. Επικρατεί η λογική. Η άποψη του κόσμου. Αν έχει καλή δουλειά, αν μένει κοντά ή μακριά, αν έχει καλό κοινωνικό ίματζ. Κοιτάνε χίλια δύο πράγματα, αλλά όχι το σημαντικότερο όλων· το πώς τελικά αισθάνονται. Ακόμα κι όταν ερωτεύονται, παραβλέπουν τον έρωτα. Δεν παλεύουν γι’ αυτόν όπως του αρμόζει. Όλα πια εύκολα ξεκινούν και εύκολα τελειώνουν. Οι σχέσεις δεν βασίζονται στο συναίσθημα μα στη λογική. Αδιάφορα ξεκινούν ιστορίες που αδιάφορα τελειώνουν. Γιατί άνθρωποι που για χρόνια βαδίζουν «μαζί», δε νοιάζονται να αντικρίσουν το είδωλό τους μέσα από τον άλλον. Το πώς δείχνουν, ποιοι τελικά είναι· κοιτάνε όλα τ’ άλλα στον καθρέφτη-άνθρωπο, αν είναι ακριβός, εντυπωσιακός, εκτός από το ουσιαστικότερο όλων, την εικόνα της ψυχή τους. Βαριοί συμβιβασμοί που οδηγούν σε αδιάφορες πορείες με το αποτυχημένο τέλος, αργά ή γρήγορα, να είναι προδιαγεγραμμένο.

Το συναίσθημα έχει πόνο, κόπο, υπομονή. Ενδέχεται για καιρό να είναι κάποιος ταξιδιώτης, πριν συναντήσει τον τερματισμό. Αρκεί να μην επηρεάζεται από απόψεις, από τις δυσκολίες που εμφανίζονται, να μην τον λυγίσει η μοναξιά. Να του μιλάνε για «πραγματικότητα» κι εκείνος να τους μιλάει για τη δική του πραγματικότητα. Χρειάζεται βαθιά πίστη μέχρι να συναντήσεις σε κάποιον άνθρωπο μια εκδοχή του εαυτού σου. Καλύτερη. Όταν συμβεί όμως, η ευτυχία είναι τέτοια που υπερκαλύπτει τα πάντα· ακόμη και τις δύσκολες στιγμές θα θυμάσαι πάντα ότι υπάρχει εκείνη η οπτική σ’ αυτόν τον άνθρωπο.

Αυτή είναι μια αλήθεια της εποχής μας όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις. Οι πολλοί λογικοί κι οι ελάχιστοι που ζούνε πια με το αίσθημα. Εσύ, με κάθε ειλικρίνεια, σε ποιους ανήκεις;

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κιχώτης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου