Μια αλήθεια είναι ότι βαθιά η πληγή υπάρχει ακόμη. Από τότε. Ο καιρός, με υπομονή κι επιμονή, τη σπρώχνει προς τον βυθό της λήθης, μα εκείνη καταφέρνει μέχρι σήμερα να του ξεγλιστρά, καταπατώντας με θράσος τα όρια της μνήμης. Πεισματικά αρνείται να κλείσει και να γίνει σημάδι, ενώ, πυκνά-συχνά, σε κάθε ευκαιρία που της παρουσιάζεται, στον ανταρτοπόλεμο που ‘χει επιλέξει, πετυχαίνει δυναμικά χτυπήματα απογοήτευσης.

Καταφέρνει και πληγώνει, κι όπως κάθε αντάρτης μετά από ένα καίριο χτύπημα στον εχθρό, αναζωογονείται, δυναμώνει ετοιμάζοντας νέες, ισχυρότερες, επιθέσεις. Γνωρίζει καλά ότι κάποια στιγμή η επανάστασή της θα καταπνιγεί τελικώς, εντούτοις η απελπισία του δεδομένου τέλους την καθιστά αυτομάτως καθόλα επικίνδυνη· οι απελπισμένοι είναι οι καλύτεροι επαναστάτες. Η πληγή, λοιπόν, είναι ακόμα ζωντανή. Ζωντανή κι επικίνδυνη.

Μια άλλη αλήθεια είναι ότι για τη δημιουργία της πληγής αυτής δεν ευθύνεσαι εσύ. Το εύκολο για ‘μένα θα ‘ταν να σε κατηγορήσω και σε μία δίκη ερήμην σου να σε καταδικάσω τελεσίδικα. Εσύ θα χρεωνόσουν τον ρόλο του θύτη που με δόλο και μίσος κάρφωσε τη λεπίδα της προδοσίας σε μια καρδιά. Εγώ θα διατηρούσα τον ρόλο του θύματος που πάντα βολεύει· όπως και να ‘χει, συμφέρει να σκορπάμε τις ευθύνες αριστερά και δεξιά, διαλαλώντας πόσο προδομένοι έχουμε σταθεί και πόσο σκάρτος είναι ο κόσμος τούτος. Όχι όμως. Δε φταις εσύ για τη δική μου αδυναμία να διακρίνω ότι αυτό που είχα στα χέρια μου ήταν λεπίδα κι όχι ελπίδα. Δε φέρεις καμία ευθύνη για τα θολωμένα μάτια που, όταν έπρεπε, απέτυχαν να διαβάσουν καθαρά. Η πληγή δεν προήλθε από μαχαιριά με δόλο δικό σου, μα ήταν ξεκάθαρα μία ολόδική μου συναισθηματική αυτοχειρία. Αυτή είναι μια μεγαλύτερη αλήθεια.

Ζούσα όντως την «άγονη πλήξη μιας ζωής δίχως έρωτα». Αδιάφοροι μήνες περνούσαν. Σιγά-σιγά το σκοτάδι της μοναξιάς απλωνόταν στον ουρανό μου. Γαμημένο πράγμα η μοναξιά, ό,τι και να λένε. Δύσκολο. Απάνθρωπο να μην έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο να σε νιώσει. Η μοναξιά, λοιπόν, με στρίμωχνε, με είχε πιάσει για τα καλά απ’ τον λαιμό κι έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να της ξεφύγω, να αναπνεύσω. Λένε ότι πρέπει να κάνουμε θετικές σκέψεις, να πιστεύουμε στο φως. Αυτό έκανα. Μα με τον λάθος τρόπο. Αντί να αρπάξω με δύναμη το χέρι της, φωνάζοντάς της με όλη μου την ψυχή «Κάνε πίσω!» και να διασχίσω θαρραλέα, με πίστη, το σκοτάδι της, μέχρι να ξημερώσει πάλι, έκανα τη χειρότερη επιλογή· έμεινα εκεί άπραγος κι άρχισα να ονειρεύομαι την ιδανική καρδιά που θα ‘ρθει τάχα να με σώσει.

Άρχισα, λοιπόν, να σε πλάθω στο μυαλό μου σαν κάτι μονάκριβο, ιδανικό, τέλειο. Έπειθα τον εαυτό μου ότι θα εμφανιστείς και ξαφνικά η νύχτα της μοναξιάς θα σβήσει με μιας. Ότι ως δια μαγείας θα ξημερώσει μία τέλεια ηλιόλουστη καλοκαιρινή ημέρα. Πως όλα τα παλιά σημάδια, όλος ο πόνος κι η θλίψη  θα εξαφανιστούν με την ύπαρξή σου. Όλα εσύ. Τα άφηνα όλα στην –κατασκευασμένη από προσδοκίες δικές μου– τελειότητά σου.

Εκεί ακριβώς είναι το σημείο που τα θολωμένα μάτια μου έκαναν το λάθος· διάβασαν τη λεπίδα για ελπίδα. Κι όχι μόνο κράτησα εκείνη τη λεπίδα, που η μοναξιά ύπουλα άφησε στα χέρια μου, μα εγώ ο ίδιος την κάρφωσα βαθιά στην καρδιά μου. Μόνος μου. Δεν αντιλήφθηκα ότι ήσουν μια περαστική ύπαρξη που κρατούσες απλά ένα κερί και πλησίασες τον σκοτεινό ουρανό μου· πίστεψα ότι το ελάχιστο φως που αντίκρισα ήταν εκείνη η μέρα που περίμενα. Έγκλημα.

Δεν πειράζει, όμως. Τώρα έμαθα. Ξέρω καλά ότι, παρά το κάψιμο της πληγής αυτής, οφείλω να συνεχίσω· όσο πόνο και να προκαλεί, κάποια στιγμή θα κλείσει. Δεν της επιτρέπω να ‘ναι μία επικίνδυνη επαναστάτρια, βαδίζει πια για τα καλά στον μονόδρομο της λήθης. Και ξέρω πως αργά ή γρήγορα θα ξημερώσει η πραγματική μέρα του έρωτα, δεν έχει σημασία αν είναι μέρα καλοκαιρινή ή χειμωνιάτικη, το φως παραμένει φως σε κάθε εποχή.

Μπορεί να μου λείπει το αληθινό φως, μα πια η μοναξιά δεν είναι ικανή να με εκμεταλλευτεί αφήνοντάς μου κι άλλη λεπίδα. Γι’ αυτό σου λέω, μάτια μου, μη σκας, για ό,τι έγινε δε φταις εσύ. Η γαμημένη μοναξιά μου τα έκανε όλα.

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κιχώτης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη