«Κι αυτός εδώ είναι; Σοβαρά τώρα; Γιατί πρέπει να πέφτω πάντα πάνω του;» είπες φανερά ενοχλημένη. «Πού είναι ρε; Αν ήξερα ότι θα ερχόταν κι αυτή εδώ, θα σας έλεγα να πάμε πουθενά αλλού. Δε γουστάρω να τη βλέπω.» είπες και το πίστεψες μέχρι κι εσύ ο ίδιος. Ναι, καλά κατάλαβες, πρόκειται γι’ εκείνες τις συναντήσεις που τόσο μας βολεύει να βαφτίζουμε «τυχαίες». Γι’ εκείνες τις συναντήσεις που φυσικά και δεν επιδιώξαμε και τι κρίμα που συνέβησαν και μας χάλασαν τη διάθεση.

Ας το δούμε λίγο απ’ την αρχή. Ο καθένας έχει το στέκι του. Πάντα υπάρχει ένα μαγαζί στο οποίο νιώθουμε πιο όμορφα απ’ ό,τι σε όλα τ’ άλλα, αισθανόμαστε πιο άνετα ή τέλος πάντων η ατμόσφαιρα, η αύρα του, μας ταιριάζει περισσότερο. Το μαγαζί αυτό, οι περισσότεροι, ίσως και να τ’ έχουμε συνδέσει μ’ ευχάριστες αναμνήσεις, μ’ όμορφες στιγμές, μ’ άτομα που αγαπάμε. Κι αυτό είναι, μάλλον, το στοιχείο που το κάνει ξεχωριστό.

Όπως, λοιπόν, κι ο καθένας απ’ εμάς συνηθίζει να έχει το στέκι του, έτσι πολλές φορές, κι όταν βρισκόμαστε σε μια σχέση συχνά υιοθετούμε με τ’ άλλο μας μισό ένα στέκι από κοινού. Ίσως να πρόκειται για κάποιο μαγαζί που ανακαλύψαμε μαζί τυχαία, ίσως πάλι κάποιος να μας το είχε προτείνει ή ίσως ακόμη και να γνωρίζαμε μόνο εμείς την ύπαρξή του και να πήγαμε εκεί το ταίρι μας ή κι αντίστροφα.

Όπως και ν’ έχει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Το μαγαζί αυτό γίνεται φωλιά και –γιατί όχι;– δεύτερο σπίτι. Ο χρόνος που περνάς εκεί με το ζευγάρι σου είναι αμέτρητος, όλο το μηνιάτικο εκεί το αφήνετε, όλους τους καφέδες σας εκεί τους πίνετε. Γέλια, φιλιά, αγκαλιές. Όμορφες εικόνες έρχονται αμέσως στο μυαλό σου στο άκουσμα του ονόματος του μαγαζιού αυτού. Ποσό καλά μπορεί ν’ έχεις περάσει εκεί; Πόσες αναμνήσεις μπορεί ν’ έχεις απ’ αυτό το στέκι;

Όλα μέλι-γάλα, μέχρι που φτάνει κάποτε η στιγμή του χωρισμού. Ξαφνικά, το μαγαζί αυτό, μετατρέπεται απ’ το αγαπημένο σου, σ’ αυτό που μισείς περισσότερο απ’ όλα. Τώρα οι αναμνήσεις δεν είναι ευχάριστες, πλέον οι εικόνες που σου έρχονται στο μυαλό πονάνε. Ναι ναι, είναι αυτή η ανόητη τάση που έχουμε εμείς οι άνθρωποι να συνδέουμε μέρη με συγκεκριμένα άτομα, βάζοντάς μας έτσι σε μια διαδικασία αυτοτιμωρίας.

Είσαι εσύ αυτός που δε θα ήθελε να είχε τελειώσει αυτό που είχατε. Είσαι εσύ το άτομο που πονάει περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζεις κανονικά να πηγαίνεις σ’ αυτό το μαγαζί. Γίνεσαι πολλές φορές εσύ αυτός που προτείνει μια έξοδο σ’ αυτό το μέρος. Κι όλα κομπλέ μέχρι εδώ, πολύ καλά κάνεις. Το μαγαζί δε φταίει που εσύ χώρισες. Είναι το ίδιο που αγάπησες και μπράβο σου που εξακολουθείς να περνάς χρόνο εκεί.

Αλλά μη μας το παίζεις κι έκπληκτος όταν συναντάς την πρώην σχέση σου. Φυσικά και δεν ήθελες αυτή τη συνάντηση, φυσικά και δεν την επιδίωξες. Ναι, δεν περίμενες να είναι εκεί. Ποιον κοροϊδεύεις; Γελάν κι οι πέτρες! Ακόμα κι αν όντως δεν το περίμενες, ξέρεις ότι το ήλπιζες. Ξέρεις ότι μετά το χωρισμό, όταν είσαι εσύ αυτός που ήθελε το «λίγο ακόμα», τέτοιου είδους συναντήσεις σε στέκια αγαπημένα, κάθε άλλο πάρα τυχαίες είναι.

Είναι η ανάγκη να δεις το πρώην άλλο σου μισό, που σ’ οδήγησε στο στέκι αυτό. Είναι που θες να τσεκάρεις τον ίδιο σου τον εαυτό, να δεις πώς θα νιώσεις όταν ξαναδείς αυτό το άτομο. Είναι που, ίσως κρυφά, μέσα σου, ακόμη ελπίζεις σε μια επανασύνδεση, ακόμη εύχεσαι να σε δει και να έρθει να σου μιλήσει να τα λύσετε όλα. Είναι όλα αυτά, συν κάτι ακόμα. Είναι που θες τόσο πολύ μια αγκαλιά κι ένα φιλί σαν εκείνα τότε.

Και ξέρεις ότι αν δεν πατούσε ξανά σ’ αυτό το μαγαζί, τελείως τυχαία θα έπαιρνες σβάρνα όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά που κάποτε είχατε πάει κι ας μην σου άρεσαν τότε καθόλου. Και ξέρεις, επίσης, ότι ούτε οι συναντήσεις κάτω απ’ το σπίτι του, έξω απ’ τη σχολή του ή τη δουλειά της είναι τυχαίες.

Τυχαίες μπορείς να τις αποκαλείς μόνο όταν έχεις  όντως ξεπεράσει αυτό που ζήσατε και δε σε κυριεύει η ανάγκη να τον δεις έστω κι από μακριά, να της πεις ένα γεια έστω και τυπικό. Μέχρι τότε, μην ξαφνιάζεσαι. Δε σε πιστεύει κάνεις.

 

Επιμέλεια Κειμένου Δήμητρας Λογοθέτη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Δήμητρα Λογοθέτη