

Η Eurovision δεν είναι μόνο διαγωνισμός τραγουδιού. Είναι βιτρίνα πολιτισμού, πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων και καθρέφτης της Ευρώπης – όχι της Ευρώπης που θα θέλαμε να διαφημίσουμε, αλλά αυτής που φέρει αποικιοκρατικό παρελθόν, επιλεκτική ευαισθησία και την τάση να «ξεπλένει» οτιδήποτε δε βολεύει κάτω από glitter, λάμψη και καλές αλλά και απολύτως φρόνιμες φωνές.
Η Μαρίνα Σάττι, ως interval act στον Α’ Ημιτελικό της φετινής Eurovision 2025, βρίσκεται στο επίκεντρο όχι για τη μουσική της –ή όχι μόνο– αλλά για κάτι πιο ουσιαστικό: για τη στάση της απέναντι σε μια αφήγηση που επιχειρεί να τη μειώσει, να την εκνευρίσει ή να την παρασύρει σε ένα παιχνίδι δηλώσεων και «πολιτισμένης υποκρισίας».
Όλα ξεκίνησαν με ένα story και μια ειρωνεία
Ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Γιανίβ Ντορνμπούς δημοσίευσε ένα story από την εμφάνιση της Σάττι στο Euroclub, κρατώντας ένα πακέτο ωτοασπίδες και ειρωνευόμενος την περσινή της στάση— τότε που χασμουριόταν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, την ώρα που μιλούσε η Eden Golan, εκπρόσωπος του Ισραήλ.
Ήταν ένα passive-aggressive throwback που θύμιζε στο κοινό την «προκλητική» (κατά κάποιους) στάση της Σάττι πέρσι. Αυτό που όμως ξεχνάμε εύκολα, είναι το γιατί υπήρξε αυτή η στάση, μια στάση που τότε έγινε τεράστια προσπάθεια να χαρακτηριστεί ως κάτι άλλο από αυτό που ήταν, και να αποχρωματιστεί πολιτικά.
Και κάπου εκεί, σκάει η απάντηση της Μαρίνας, μέσω DM: «Ωτοασπίδες; Βάλ’ τες στα αυτιά σου για να μην ακούς τις βόμβες που πέφτουν, bitch.»
Αυτό ήταν. Διπλά φιλάκια. Οι τίτλοι άρχισαν να γράφονται. Τα σόσιαλ πήραν φωτιά. Και ο κόσμος μοιράστηκε: άλλοι μίλησαν για «απρέπεια», άλλοι για «αλήθεια που έπρεπε να ειπωθεί».
Ας το πούμε ξεκάθαρα: η Σάττι δε ζήτησε να γίνει πολιτικό σύμβολο. Αλλά όταν σε τοποθετούν εκεί, έχεις δύο επιλογές: ή να το υπομείνεις αθόρυβα ή να σηκώσεις ανάστημα. Και η Μαρίνα –ως γυναίκα, ως καλλιτέχνιδα, ως δημόσιο πρόσωπο μέσα σε ένα φορτισμένο περιβάλλον– επέλεξε να απαντήσει με τρόπο που μπορεί να ενοχλεί, αλλά δεν είναι τυχαίος.
Είναι η φωνή μιας pop κουλτούρας που έχει κουραστεί να παίζει το καλό παιδί. Είναι η φωνή μιας καλλιτέχνιδας που κλαίει στο αεροπλάνο επειδή την περικυκλώνουν δημοσιογράφοι για δηλώσεις, αλλά σηκώνεται λίγες ώρες μετά και τραγουδάει μπροστά σε εκατοντάδες. Είναι η φωνή μιας γυναίκας που της ζητάνε να απολογηθεί για την αγένεια, ενώ γύρω της πέφτουν πραγματικές βόμβες.
Και για όσους λένε “μα ήταν πολύ”, ναι, χαρακτήρισε κάποιον “bitch”. Και ναι, ζήτησε συγγνώμη για τον χαρακτηρισμό– όχι για το νόημα. Γιατί το πρόβλημα δεν ήταν η βρισιά. Το πρόβλημα ήταν ότι δε φέρθηκε όπως περιμένουν να φέρονται οι καλλιτέχνες στη showbiz: με μετριοπάθεια, με φτιασιδωμένη ευγένεια, με ψευτοδιπλωματία.
Αυτό που όντως ενόχλησε, ήταν ότι είπε κάτι που χτύπησε νεύρο. Γιατί ναι, είναι υποκρισία να ζητάμε πολιτική ουδετερότητα από μια καλλιτέχνιδα, όταν συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό που επιτρέπει σε χώρες να εκπροσωπούνται την ώρα που διαπράττουν φρικαλεότητες. Είναι υποκρισία να μιλάμε για «προκλήσεις» όταν οι μόνες δηλώσεις που προκαλούν σάλο είναι αυτές των θυμάτων– όχι των θύτων.