Μπορώ να μιλάω ώες για την ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, «τα φθηνά τσιγάρα». Είναι μια ταινία που βλέπω κάθε καλοκαίρι, λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, έτσι για να με βάζει στο κλίμα. Είναι ο αγαπημένος μου μήνας για το καλοκαίρι. Όλα τον Αύγουστο κυλούν πιο ήρεμα, πιο γρήγορα σαν νερό και ταυτόχρονα με την απαραίτητη ραστώνη, χωρίς πολλές εξηγήσεις, με μια ρομαντική αύρα, ανάμεσα στα τσιμέντα και στο γκρίζο των πόλεων.

Όσες φορές έχω δει την ταινία του, ανατριχιάζω όταν πηγαίνει την Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους στη μικρή καντίνα το ξημέρωμα για τον πρώτο καφέ της ημέρας. Δακρύζω από ευτυχία, γιατί αγγίζονται για πρώτη φορά πραγματικά, χωρίς να φιληθούν. Αγγίζονται οι ψυχές τους, χωρίς λόγια και καμία πονηριά ή προστυχιά. Υπάρχει μια αγνή αθωότητα, τόσο χαμένη στην εποχή μας, που βρίζω και καταριέμαι που δεν την πρόλαβα κι ούτε πρόκειται να τη βρω ποτέ. Δοκίμασε τώρα, να περπατήσεις βραδιάτικα, τον Αύγουστο στην Αθήνα, μ’ έναν παντελώς άγνωστο…

«Πώς θα χωριστούμε;»

«Όπως συναντηθήκαμε. Όσο για την πέτρα, ξέρω ότι θα τη φέρω, για να στη χαρίσω!»

Υποσχέσεις για να ηρεμεί η ψυχή κι ο λόγος της ύπαρξής μας. Αλήθεια, καταλάβατε ποτέ ή σας το άφησε και στο δικό σας κεφάλι σαν απορία, αν βρέθηκε ποτέ ξανά με την Άννα-Μαρία; Ήταν η έντονη επιθυμία που είχε να την δει μία εβδομάδα και τέσσερις μέρες ή τελικά είχε ένα happy end με τη συνέχεια να προχωρά όπως εμείς οι ίδιοι θέλουμε;

«Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι απ’ αυτούς που πάντα κάπνιζαν φθηνά τσιγάρα

Η ζωή όντως ξέρει κι ας παλεύουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να μάθουμε πριν απ’ αυτήν. Στην αρχή της ταινίας, ο Ρένος μας εξηγεί τη μοναδική ιδιότητά του: Δεν μπορεί να εργαστεί σε καμία δουλειά- δεν ταιριάζει πουθενά. Πολύ παρήγορο, για μένα τουλάχιστον, που ακόμη ψάχνω πού μπορώ να ταιριάζω. Που ακόμη ψάχνω πού μπορεί να με πάει η ζωή, ακόμη κι αν δεν επιτρέπεται να μας κάνει κάποιο spoil. Άδικο έτσι; Μακάρι να λέγαμε κι εμείς στη ζωή, κάποιες δικές μας πινελιές.

Η ταινία είναι γυρισμένη το 2000. Τόσο μακρινό, αν σκεφτείς πως σε πέντε μήνες σχεδόν έχουμε 2023.

«Ναι;»

«Ναι, γεια.»

2030.Έχεις οικογένεια, παιδιά, σύζυγο, λεφτά και τυχαία περνάς απ’ το συγκεκριμένο καρτοτηλέφωνο και σκέφτεσαι πως εκείνος ο άνθρωπος που του είπες “όχι”, ίσως ήταν ο έρωτας της ζωής σου.

«Άσε με ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ο άντρας της ζωής σου. Μη μου κλείσεις το τηλέφωνο.»

«Πρέπει να κλείσω.»

Πόσο μακρινό τότε το 2030 και τώρα σχεδόν το αγγίζουμε. Πώς θα ήταν πραγματικά αν την άφηνε, αν μας πήγαινε ένα βήμα παρακάτω. Πώς θα ήταν η ζωή μας, αν ήμασταν λίγο πιο αυθόρμητοι κι όχι τόσο σφικτοί και φοβισμένοι. Αν υπήρχε λίγη εμπιστοσύνη στην ανθρωπότητα, χωρίς χάος, γκρίνια και βία. Αν όλοι μας ζούσαμε μια βραδιά σαν αυτή των πρωταγωνιστών. Γνωριμία σ’ ένα βράδυ, μέχρι το ξημέρωμα, χωρίς αλκοόλ, φασαρίες και βιασύνες. Μόνο καφέ, τσιγάρα, περπάτημα και κουβέντα. Κουβέντα για τα μεγάλα και τα μικρά της ζωής. Από τα πιο ασήμαντα μέχρι τα πιο σημαντικά.

«Πίνεις αλκοόλ για να ξεχάσεις και καφέ για να θυμηθείς. Το μπαρ. Το μπαρ είναι η ψυχολογική τουαλέτα. Σου πετάνε τα μπουκάλια και τα ποτήρια επάνω, να ζαλιστείς και να ξεχάσεις πιο εύκολα τα υπαρξιακά σου. Ενώ το καφέ, το καφέ είναι ο καθρέπτης πάνω από τον νιπτήρα· κάθε πρωί ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών.»

Ως ένα άτομο που κλείνω κοντά στα 5 χρόνια που δουλεύω εστίαση, έχω να γράψω υπεύθυνα, ότι ο χαρακτήρας των ανθρώπων φαίνεται όταν ζητούν τον πρώτο καφέ της ημέρας και το τελευταίο ποτό της νύχτας. Αν τους παρατηρήσεις, τα μάτια τους σου λένε την αλήθεια, ακόμη κι αν είναι νυσταγμένα ή μεθυσμένα. Ιδίως αν τους κερδίσεις λίγο την εμπιστοσύνη και ξεκινήσουν να σου μιλούν. Θα σου ανοιχτούν πιο εύκολα, επειδή σε βλέπουν για λίγο, ξέρουν ότι είσαι ένας γνωστός άγνωστος, μια στάση για να πάρουν ανάσα πριν ξανά βγουν στο χάος της πόλης ή πριν κλείσουν τα μάτια τους μετά από αρκετό αλκοόλ.

Γυρνάμε στην ταινία και στη λέξη «σ’ αγαπώ» που κρύβει κάτι ύπουλο, κάτι που μόνο ο Ρένος παραδέχεται κι ερμηνεύει δυνατά:

«Μ’ ενοχλεί να ακούω το “σ’ αγαπώ”, ξέρεις, είναι πολύ ύπουλο, κρύβει μια ερώτηση, το “μ’ αγαπάς;”. Ο άλλος λέει “σ ‘αγαπώ” για να σου ζητήσει λογαριασμό, για να του πεις κι εσύ αν τον αγαπάς, είναι πολύ ύπουλο

Από τον Ρένο που σηκώνεται το πρωί και μιλά στα χρυσόψαρα του, γνωρίζοντας ότι δεν τον ακούν, αλλά και να το άκουγαν η μνήμη τους διαρκεί 3 δεύτερα, μέχρι το τέλος της σκηνής με το πιο σαγηνευτικό και ερωτικό φιλί, οι χαρακτήρες είναι μοναδικοί με προσωπικότητες κι ερμηνείες αξεπέραστες, μέχρι σήμερα. Και για το τέλος:

«Κλείνω τα μάτια και μέσα από το πλήθος έρχεται μια θάλασσα. Μέσα από τη θάλασσα έρχονται τα φτερουγίσματα των πουλιών. Μέσα απ’ τα φτερουγίσματα, θα ‘ρθεις εσύ.»

Αύγουστος είναι τα φτηνά τσιγάρα. Κι όχι άδικα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ηλιάνα Τσακίρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου