Παραδεχτείτε το, το σκέφτεστε και εσείς. Τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή είναι είτε επικίνδυνα, είτε πανάκριβα, είτε παχαίνουν.

Το κάνετε εικόνα, το γεύεστε, το μυρίζετε. Εκείνο το κομμάτι κέικ στο απέναντι τραπέζι που σας κλείνει το μάτι. Εκείνες οι διακοπές στο Μπαλί.

Τα πιο «ωραία» όμως από τα ωραία, είναι τα παράνομα.

Η τζούρα από το «περίεργο» τσιγάρο του νεοφερμένου στην παρέα. Το να πετάξεις μία πέτρα ή ένα γιαούρτι εκεί όπου πρέπει κάποια στιγμή να πεταχτεί.

Το να μαυρίσεις στο ξύλο εκείνο το κάθαρμα που έριξε φόλα ή χτύπησε τη γυναίκα του.

Ακόμα και στη σκέψη όλων αυτών, μία απροσδιόριστη ένταση, μία καύλα κατακλύζει το άτομο που φλερτάρει με το απαγορευμένο.

Το προκείμενο όμως είναι άλλο. Και άπτεται του παιχνιδιού των σχέσεων.

Για μερικούς, το ζενίθ της προαναφερθείσας καύλας είναι στο να κατακτήσεις (ή απλά να ρίξεις στο κρεβάτι) εκείνο το άτομο που δεν μπορείς να κατακτήσεις επειδή κάποιος (ή κάποια) είναι ήδη εκεί.

Έχει μία άλλη γλύκα εκείνη η παρανομία.

Μη με παρεξηγήσετε, δεν θα σας καραμελώσω τα ματάκια με ρομαντισμούς. Περί επικίνδυνων παιχνιδισμάτων ανάμεσα σε παράνομους εραστές ο λόγος.

Από πολύ νωρίς στη ζωή μας ακούμε «μη» και «όχι». Αν κάνεις αυτό θα υπάρξουν επιπτώσεις, αν κάνεις το άλλο θα γίνει φασαρία και τα λοιπά.

Ορισμένοι όμως εκεί. Στουρνάρια, να βλέπουν ποια είναι τα όρια της κυριαρχίας τους και να προσπαθούν διαρκώς να ην επεκτείνουν. (Και τι αφροδισιακό που πρέπει να είναι το να επεκταθείς εκεί που δεν πρέπει!)

Αλλά για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Τι είναι εκείνο το σκοτεινό, μυστηριώδες κουτάκι στο βάθος του μυαλού που τους σπρώχνει στο απαγορευμένο;

Αρχικά, από τη φύση μας είμαστε ανταγωνιστικοί.

Εάν κάποιος αισθανθεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση όπου καλύτερη απόδοση από άλλους θα του προσφέρει κάποιο κέρδος, σχεδόν σίγουρα θα ανεβάσει την δική του απόδοση, ακόμη και υποσυνείδητα!

Οι ανταγωνιστικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές φλερτάρουν πάντοτε με τα όρια των κοινωνικών (ή ακόμα και ποινικών) κανόνων.

Επίσης, το ξένο, αν και άγνωστο, είναι πάντα πιο γλυκό. Αστικός μύθος, ναι. Αλλά με αρκετά ισχυρή βάση.

Ο έχων βλέπετε ένα αντικείμενο (ή μία σχέση) που κάποιος άλλος ποθεί, τείνει να δείχνει στον περίγυρο τα θετικά του αντικειμένου ή του ατόμου, καθώς τα αρνητικά είναι για χρήση «εν οίκω».

Όσοι τείνουν να «παρανομούν» βλέπουν τα θετικά εκείνα, και φυσικά τα ζητούν. Όχι, όχι, τα απαιτούν.

Μόνη ίσως επιλογή τους η κλοπή του αντικειμένου ή η σαγήνευση του συντρόφου. Αν πιστεύω πως το δικό σου είναι καλύτερο από το δικό μου, την πάτησες φίλε.

Το ταμπού είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο εκείνοι ξεφεύγουν από την νόμιμη πεπατημένη.

Αν ο κόσμος το θεωρεί «ύποπτο», «περίεργο», «κόντρα στα πρέπει» ή ακόμα και «τρελό», θα γίνει στα μάτια των «παρανόμων» κόκκινο πανί.

Είναι ίσως η ευχαρίστηση ότι έσπασαν μία κοινωνική σύμβαση, ή ακόμα και η ανταμοιβή στα έκπληκτα μάτια όσων ακούν τις ιστορίες τους.

Συγκεκριμένα εκείνων που ακούνε, ανοίγουν τα μάτια και γουρλώνουν στο άκουσμα του εκτροχιασμού, και κοκκινίζουν τα μάγουλα και τρέχουν οι σκέψεις.

Και φυσικά όλων όσοι δηλώνουν ότι «μα τι πράγματα είναι αυτά!», με το καθαρό κούτελο μίας σπασαρχίδικης, σχεδόν αδιόρατης, υποκριτικής αυταρέσκειας.

Η αδρεναλίνη συμπληρώνει το καρέ των κατ’εμέ αιτιών των προαναφερθέντων εκτροχιασμών.

Τη νιώθει κανείς την έξαψη όταν περνάει με κόκκινο, όταν πηδάει ένα φράχτη. Ή σε άλλες περιπτώσεις όταν πηδάει κάποιον που δεν θα έπρεπε να πηδάει.

Το κυνήγι της αδρεναλίνης άλλους τους οδηγεί στα extreme sports, και άλλους σε ξένα κρεβάτια. Ο νοών νοείτω.

Όπως καταλαβαίνετε, δεν τοποθετώ μέσα στο σκεπτικό μου την ανάγκη να παρανομήσει κανείς, καθώς πραγματεύομαι ζητήματα σχέσεων, και όχι πιθανές συμπεριφορές που σχετίζονται με ανέχεια ή παθολογική παραβατικότητα (να τα λέμε και αυτά).

Δεν έχει «πρέπει» εκεί για εκείνους. Δεν ορίζει κανείς το καρδιοχτύπι όταν βρίσκεται στα όρια μεταξύ «θέλω» και «πρέπει».

Και εκείνοι που «παρανομούν» κατ’ εξακολούθηση και δίχως ιδιαίτερο δισταγμό, σπάνια νοιάζονται για τις κοινωνικές επιταγές.

Ειδικότερα όσον αφορά στα μεταξύ των φύλων, εκεί μιλάμε για καταστάσεις απείρου κάλλους.

Εκείνοι που «παρανομούν» δεν θα σκεφτούν ούτε το δικό τους σύντροφο εν προκειμένω, πόσο μάλλον το σύντροφο του άλλου, εάν και εφόσον τον έχουν βάλει στο μάτι.

Αδυναμία χαρακτήρα; Ανασφάλειες ή θέματα με λίκνο την παιδική ηλικία; No one knows.

Δεν είμαστε εδώ για να διαγνώσουμε, άλλωστε, πόσο μάλλον για να κατηγορήσουμε (δεν σε ξέρω, δεν σε κρίνω, κάνε ό,τι γουστάρεις)!

Ας μην ξεχνάμε ότι όποιος παρανομεί, δεν ενδιαφέρεται για την ηθική και συναισθηματική κατάσταση του αντικειμένου του ενδιαφέροντός του, καθώς για εκείνον ο ηθικός φραγμός είναι μάλλον εύθρυπτος και τα συναισθήματά του μάλλον επιφανειακά.

Το θέμα, βεβαίως βεβαίως, είναι ότι για να βρίσκει να παρανομεί, μάλλον κάποιος άλλος (ή άλλη) του δίνει το δικαίωμα.

Σε πόσων από εσάς το μυαλό αναβοσβήνει κάποιο πολύ συγκεκριμένο όνομα; Ε, αυτόν (ή αυτήν) εννοώ, που τα κάνει και πάντα τη γλιτώνει.

Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με μία σχετική βεβαιότητα είναι ότι αυτές οι συμπεριφορές, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, οδηγούν με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή.

Αλλά μεταξύ μας, χρειάζεται και αυτή καμιά φορά, έτσι δεν είναι;

Συντάκτης: Σπύρος Θεοδώρου