Λένε πως όταν κλείνει μια πόρτα, πάντα ανοίγει κάποια άλλη.

Κάπως έτσι χαρμόσυνα και τύπου μισογεμάτα, προμοτάρεται υπέροχα η μοιραία μιά πλευρά του νομίσματος, που μας μιλάει για τη μαγεία της νέας αρχής.

Όλοι γουστάρουν την αρχή. 

Την τρέλα των ερωτηματικών, τη νάρκωση του μυστηρίου και τη σεληνίαση σπαζοκεφαλιών.

Όλοι γουστάρουν την αρχή και κανείς δε δίνει σημασία στην πόρτα που έκλεισε.

Διότι οι άνθρωποι είμαστε φλώροι και τον επίλογο τον φοβόμαστε.

Γιατί κανένας μας δε γεννήθηκε με τ’ αρχίδια να σημειώσει το τέλος με απόλυτη άνεση και να αντέξει το κενό που του αφήνει μετά.

Ξέρετε, μέχρι να ανοίξει εκείνη η άλλη πόρτα, ώστε να γεμίσει η τρύπα και να φύγει η αίσθηση καταθλιψάρας που μας καταβάλει.

Γιατί –συνεχίζει ο λαός και λέειόλα τα καλά τελειώνουν κάποτε.

Και αυτός ο επίλογος είναι που τρομάζει τους ανθρώπους, διότι είναι δύσκολο πράγμα να ρισκάρεις για αλλαγή και να σου μείνει μια απλή και ξεφτισμένη ανάμνηση.

Εδώ το τέλος δεν μπορείς να το αντέξεις ούτε στις οθόνες, πώς θα το κάνεις στη ζωή;

Σκέψου την αγαπημένη σου ταινία. Τα συναισθήματα που έχεις όταν την παρακολουθείς και την θλίψη που σε πιάνει όταν λήγει.

Όταν εμφανίζεται το περιβόητο, με μεγάλα και τονισμένα γράμματα  «The End», να σκεπάζει τη μαύρη οθόνη σου.

Ή βλέπε τη μουσική, όπου βέβαια υπάρχει και το πλεονέκτημα τριλέπτου, που σου επιτρέπει να πατήσεις το repeat και να επαναλάβεις την διαδικασία απορρόφησης νοτών για όσες φορές εσύ θες.

Όμως, εμένα δε μου άρεσε ποτέ το τέλος και σίγουρα δε μου άρεσαν οι αναμασημένες επαναλήψεις του.

Δε μου αρέσει το τέλος.

Ακόμα και αν ξεκινήσει κάτι καινούριο και φρέσκο στα κοντά, εγώ το τέλος το σιχαίνομαι.

Δε μου αρέσει όταν ταξιδεύω και πρέπει να γυρίσω πίσω.

Δε μου αρέσει όταν συνηθίζω και πρέπει κάτι να αλλάξω ή κάτι άλλο να αποχωριστώ.

Δε μου αρέσει να αφήνω τους ανθρώπους πίσω, όταν τους έχω συνηθίσει να είναι εκεί, είτε για λίγο, είτε για πολύ, και ξαφνικά πρέπει να τους δώσω ένα κλώτσο και να γυρίσω πλάτη, χωρίς να ξέρω αν και πότε θα τους ξαναδούν τα μάτια μου.

Δε μου αρέσει όταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους και δη, δε τους χειροκροτάω ποτέ.

Δε θα χειροκροτήσω τη νοσταλγία που θα μου μείνει για το υπόλοιπο της βραδιάς, ούτε την ανάμνηση που αργά-αργά θα σβήνει στο κεφάλι μου.

Δε μου αρέσει το τέλος, γιατί ορίζει τον αποχωρισμό.

Τη στιγμή που αυτό που γουστάρεις πρέπει να το αποχωριστείς και να φύγεις, χωρίς να ξέρεις πότε και αν θα το ξαναβρείς.

Δε μου αρέσει να ακούω ένα τραγούδι και να θυμάμαι αυτό που έχασα.

Δε μου αρέσει να βλέπω μια ταινία και να μου θυμίζει αυτό που πια δεν έχω.

Και σίγουρα, δε μου αρέσει να σκέφτομαι το μετά, που θα είμαι μόνη μου.

Που κάτι θα λείπει.

Τότε, που θα γυρίσω στα νορμάλ, στις κραιπάλες και τις συνήθειες.

Στο πρόγραμμα και τη ρουτίνα, έχοντας διώξει αυτό το διαφορετικό που με ενθουσίασε.

Έχοντας αφήσει πίσω τις μαλακίες και τις τρέλες.

Γιατί όλα τα καλά να έχουν οπωσδήποτε ένα τέλος, δηλαδή;

Γιατί να μην μπορούμε να θρονιαστούμε σε αυτές τις βολικές θέσεις που όλοι είμαστε χαρούμενοι;

Γιατί πρέπει κάτι να χαλάσει και κάτι άλλο να σαπίσει;

Γιατί να αφήσουμε τους τίτλους να πέσουν αβίαστα για καμία ακόμη στη δική μας μαύρη οθόνη, θαμμένη κάτω από άσπρα γράμματα;

Γιατί να μην μπορώ να μείνω εκεί, που όλα είναι ωραία, που είμαστε μαζί, που γελάμε μαζί και που πίνουμε μαζί;

Γιατί να σε αποχαιρετήσω;

Αφού τουλάχιστον απ’ το κεφάλι μου, ποτέ δε σ’ άφησα.

Τhe End.

Συντάκτης: Δάφνη Παπαϊωάννου