Δεν ήταν «παραλίγο». Ούτε περίπου, ούτε κι ανύπαρκτη. Η αγάπη, όταν υπάρχει, δεν υποβαθμίζεται, δε χάνεται και δεν αμφισβητείται. Ήταν υπαρκτή, ήταν εκεί να μας δείχνει ότι μάλλον, κάτι κάνουμε σωστά. Ότι είμαστε εκεί, μπροστά στον έρωτα και το βιώνουμε. Χωρίς γιατί, ίσως και μπορεί. Στο οτιδήποτε δυνατό, αξίζει μια πιο ανέμελη ύπαρξη. Κι εγώ ήμουν αέρινη, τρελή κι αλλοπαρμένη.
Ήμουν όπως και ό,τι έπρεπε να είμαι. Δηλαδή τίποτα συγκεκριμένο και όλα μαζί. Γιατί ήταν έρωτας. Απ ΄την πρώτη στιγμή, απ΄ το πρώτο βλέμμα. Τίποτα κλισέ και μελό. Δεν το αφήσαμε ποτέ να γίνει έτσι. Δε μας άρμοζε τίποτα κλισέ άλλωστε, αγάπη μου. Μας άρμοζε το διαφορετικό και το περίεργο, ό,τι κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει. Αυτό μας άρμοζε κι αυτό διεκδικήσαμε. Θέλαμε να ζήσουμε το κάθε δευτερόλεπτο, σαν μια παράλληλη εμπειρία ζωής, πλάι στην ίδια τη ζωή. Και το καταφέραμε και με το παραπάνω.
Να όμως που πλάι στην ίδια τη ζωή, αυτό κάποια στιγμή έμοιαζε λίγο. Και κανείς δεν επιτρέπω να μας βλέπει ως κάτι λίγο. Ως κάτι μη αρκετό. Γιατί, έστω και κάποτε, υπήρξαμε υπεραρκετοί, στους πρόποδες του ιδεατού. Χωρίς απαραίτητα να είμαστε, παρά μόνο ο ένας στα φιλτραρισμένα μάτια -από έρωτα- του άλλου. Τρελοί και τέλειοι μαζί. Σαν τη ζωή. Έτσι βίωσα εσένα. Έτσι μου φάνηκες. Σαν κάτι τόσο μεγάλο, απροσδιόριστο και δυνατό. Μα όπως εσύ με εξέπληττες διαρκώς, το έκανε τελικά κι αυτή. Το έκανε σιγά σιγά, τόσο ύπουλα κι αθόρυβα που ούτε το κατάλαβα. Μέχρι φυσικά, το τέλος. Εκεί το κατάλαβα, το βίωσα, το ένιωσα στο πετσί μου. Εκεί που δεν ήταν χάπι εντ. Κανένα χάπι εντ δε θα μας ταίριαζε, άλλωστε. Μετά από «τόσο», «τόσο πολύ».
Κι αυτό που τόσο σιγανά κατάφερε, είναι να εξασθενίσει όσα ένιωθα. Να μας βουτήξει στα νέα γεγονότα, στις νέες καθημερινότητες, να βάλει στη ρουτίνα τόσες νέες πληροφορίες που ώρες-ώρες φάνταζε σαν μια τελείως διαφορετική ζωή. Γι’ αυτό κι αδυνατούσα να κατανοήσω την αλλαγή. Γιατί γινόταν πλαγίως, με ακτίνες νέων νοτών, που αλλοίωνε σταδιακά τη συνήθεια, αλλά με δυσκόλευε να την αποβάλλω και πλήρως. Γι’ αυτό λέγεται άλλωστε και συνήθεια. Έχει τη δύναμη να μας υποτάσσει σε μια επαναληπτικότητα, αδυνατώντας να επιχειρήσουμε την αλλαγή. Θέλει πλήρη έλεγχο του μυαλού μας και των όσων σκέψεων ασυναίσθητα κάνει.
Και τρέμει η φωνή απ’ την τόση αδυναμία να αρθρώσει κάτι τόσο περίεργο. Κάτι που φάνταζε πάντα ανήκουστο. Αλλά ο έρωτας μου τελείωσε. Σαν να στέρεψε μετά από την τόσο μανιώδη δίψα με την οποία ζητήθηκε, δόθηκε, ανταλλάχθηκε και χαρίστηκε. Σαν να αποδυναμώθηκε απ΄ την ίδια την ατράνταχτη δύναμή του και μας άφησε απορημένους μπροστά στον τελειωμό που μας ανάγκασε να περάσουμε.
Αλλά αυτό, διόλου δεν αμφισβητεί την δίψα που μας έκανε να νιώσουμε. Διόλου δεν κάνει τον έρωτά μας, λιγότερο έρωτα, ενθουσιασμό, ή μπέρδεμα. Διόλου δεν ακυρώνει ό,τι μας έκανε να νιώσουμε και να περάσουμε. Μας κάνει απλά ανθρώπους. Που αλλάζουν, ζουν εξελίσσονται, αλλάζουν σκέψη, ζωή, συνήθειες και «θέλω». Και τα δικά μου «θέλω» μπορεί να άλλαξαν, να εξελίχθηκαν μαζί μου, μα δεν παύουν, κάποτε να ήταν αφιερωμένα με όλο τους το είναι σε σένα. Κι όσο και να αλλάζουμε εμείς, οι προτεραιότητες και οι προτιμήσεις μας, η καρδιά όσα ένιωσε τα εννοεί. Είναι αληθινά, γιατί ήταν αληθινά.
Κάνεις δε μπορεί να με πείσει ότι αν ήταν πραγματικός έρωτας δε θα τελείωνε. Καμία απολυτότητα δεν αρμόζει σε θέματα καρδιάς. Τα συναισθήματα μπορούν να γίνουν όσο περίπλοκα τα αφήσουμε εμείς να γίνουν. Διαχρονικά, παροδικά, ή στιγμιαία. Κανένας χρόνος δε μπορεί να καθορίσει την αλήθεια που κρύβουν. Όσο και να διήρκεσαν. Για τον άνθρωπο που ήμουν κάποτε, ήταν κάτι παραπάνω από πραγματικά. Για τον άνθρωπο που είμαι τώρα, ανεξάρτητα απ΄ τις πόσες αλλαγές έζησα, δεν είναι πλέον. Και είναι φυσιολογικό. Τόσο που δε θα έπρεπε καν να απολογούμαι για το αν κάποτε όντως ένιωσα. Προσβεβλημένη νιώθω αν το σκέφτηκες στιγμή. Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις. Πάντα να ξέρεις.
Η αλήθεια που ζήσαμε από τίποτα δεν μπορεί να αλλοιωθεί. Ούτε απ’ την αλλαγή, ούτε κι απ΄ τη συνήθεια. Η δύναμη των συναισθημάτων σβήνει, χωρίς να ξεπλένει ποτέ πλήρως την αγάπη. Γιατί οι άνθρωποι είμαστε όντα που ζουν απ’ την αγάπη, θρέφονται απ΄ αυτήν και τους είναι αναγκαία για να ζήσουν. Και μπορεί να αλλάζουν γνώμη, να σβήνει η φλόγα που άλλοτε τους έκαιγε, αλλά τη φωτιά θα τη θυμούνται για πάντα. Ακόμα κι όταν τους κάψει μια άλλη, δε σημαίνει ότι η προηγούμενη δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξε-κι απόδειξη τα εγκαύματα. «Να, δες.»
Κάθε φορά που αυτή η φωτιά θα με καίει, θα ΄ναι ένας έρωτας. Και θα το ζω, κι ας αγαπώ κι όλες εκείνες που με ζέσταναν τόσο πολύ. Υπήρξες σου λέω αγάπη μου, υπήρξες κι απλά πια σιγόσβησες. Και τώρα πια, σου εύχομαι μόνο φωτιά. Μια ολοκαίνουρια, μη ελεγχόμενη, νέα φωτιά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου