Έγιναν πολλά, περάσαμε πολλά. Πέρασαν από πάνω μας λόγια και ψέματα, παρεξηγήσεις και τρίτοι. Άτιμα, τρίτα ανθρωπάκια που εμπλέκονταν χωρίς λόγο σε υποθέσεις και ζωές άλλων. Πέρασαν από πάνω μας και λέξεις και γράψιμο και όσα τόσο μανιωδώς προσπάθησα να πετάξω από πάνω μου και το έκανα σ’ ένα χαρτί και σ’ ένα πληκτρολόγιο. Ν’ αποδεσμευτώ απ’ όσα δε σου είπα ποτέ, να δώσω μορφή και ύπαρξη σε σένα και σε ό,τι νιώθω. Τη μορφή των ανείπωτων, τη μορφή κάποιων εκατοντάδων λέξεων που μπορούσαν να σου πουν για ‘μένα όσα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να τα καταλάβεις μόνος σου.

Να μάθεις όλα όσα δεν πρόλαβες, όσα η ζωή διέκοψε, βάζοντας εμπρός την ύπαρξή της και διακόπτοντας όποιο μέλλον μας επιφύλασσε η πραγματικότητα. Κι εγώ, κι εμείς, μείναμε να την κοιτάμε ανέκφραστοι, ή μάλλον υπερβολικά σκεπτικοί, υπεραναλυτικοί για πιθανά σενάρια που μπορεί να την οδήγησαν σ’ αυτήν την εξέλιξη. Για σενάρια που εν τέλει δε θα γνωρίσω ποτέ πραγματικά, ποτέ εξ ολοκλήρου. Κι ούτε εσύ αγάπη μου. Λυπηρό να φαντάζομαι ένα μέλλον και να μη γνωρίζω καλά-καλά το παρελθόν μου. Δε γνωρίζω την ουσία των πραγμάτων, την αιτία και την πραγματική σκέψη πίσω απ’ όλα αυτά. Δε γνωρίζω όσα φαντάζουν δεδομένα, όχι για να ξεχάσεις, αλλά τουλάχιστον να προχωρήσεις αυτά τα δεδομένα.

Και πέρασε ο καιρός πολύ πιο γρήγορα και αγέρωχα απ’ ότι φανταζόμουν τότε. Πέρασε πολύς καιρός, έτσι αδιάφορα και επιτακτικά. Έτσι, να μας θυμίζει πόσο ανόητοι υπήρξαμε που τον αφήσαμε να μας ξεγλιστρήσει. Πόσο εγωιστές, πόσο ασυλλόγιστα παράφρονες ήμασταν που ξεχαστήκαμε μπρος στη βαβούρα της ζωής. Πώς αφήσαμε ένα παρελθόν, εκεί που δεν ανήκει. Πώς να ονομαστούμε εμείς παρελθόν άλλωστε; Πες μου εσύ. Με τόση φλόγα ακόμα να καίει, με τόσα που έχουμε ακόμα να πούμε, με τόση άσβεστη θέληση. Για μια συζήτηση, ένα βλέμμα και ένα φιλί.

Και τι θα γινόταν όμως αν, έστω και για λίγο, βλεπόμασταν ξανά; Αν μιλούσαμε ξανά, όπως τότε. Μέχρι το πρωί, μέχρι να αποκοιμηθεί ένας απ΄ τους δυο. Αν μιλούσαμε σαν τότε, για τα πάντα. Αν βλεπόμασταν σαν τότε, ανέμελα και χωρίς σκέψεις, αμφισβητήσεις και περιορισμούς. Σαν τότε, σαν την πρώτη φορά, με μόνο γνώμονα τη θέληση, δε μας χρειαζόταν κι άλλωστε τίποτα άλλο.

Θα ξαναβρισκόμασταν και θα λέγαμε πιο πολλά απ’ την τελευταία φορά. Πιο πολλά, να χωρέσουν τον χρόνο που χάσαμε, κι όλα όσα μας φόβισαν κι όσα δεν τολμήσαμε, μα κι όσα συνέβησαν και βρήκαμε το θάρρος να τα πούμε, να τα βροντοφωνάξουμε, έστω και τώρα.

Θα στα πω τα λάθη μου. Με αφόρητη ειλικρίνεια, με όση αντέξεις, ίσως, και λίγη παραπάνω. Δεν έχω να φοβηθώ κάτι πια, έχω εσένα απέναντί μου και ο χρόνος που πάντα με τρόμαζε, τώρα πια σαν να έχει παγώσει. Σαν να μη με αφορά είτε περάσουν δευτερόλεπτα, είτε ώρες. Εγώ θα στα πω αυτά που θέλω. Μέσα από συζητήσεις θα θυμηθούμε τα παλιά αστεία, τις περασμένες ατάκες μας, τα μικρά αστειάκια. Σαν από τύχη θα βρεθούμε να μιλάμε για μας. Μετά ξαφνικά θα θυμηθούμε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όλα όσα συνέβησαν. Θα πούμε όσα ξεχάσαμε, θα υπενθυμίσουμε ο ένας στον άλλον γιατί ξεκίνησε αυτή η ιστορία εξ αρχής. Θα θυμηθούμε το «γιατί».

Και δε θα πάρει πολύ. Δε θα πάρει πολύ να βουτηχτούμε και πάλι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, δε θα αργήσει πολύ. Θ’ απαιτήσουμε γοργά το φιλί, θα κυλήσουμε εναέρια τα χέρια μας μεταξύ τους, μέχρι να τα πλέξουμε σε αγκαλιά, θα μπερδέψουμε τα χέρια σαν χορευτικά στα μαλλιά, ο ενός του άλλου. Σαν από μαγεία, όχι συγχρονισμένα, μα σίγουρα μελωδικά και με ροή συνειρμική.

Γιατί έτσι λειτουργούσαμε πάντοτε. Συνειρμικά. Η μία λέξη έφερνε την επόμενη, το ένα φιλί το άλλο, τα μυαλά συνδέονταν ακανόνιστα φυσιολογικά. Ή μάλλον όχι, καθόλου φυσιολογικά, μαγικά, έξαλλα και αόριστα. Άλλωστε και ‘μεις δεν ήμασταν φυσιολογικοί, πώς θα μπορούσε να είναι, οτιδήποτε δημιουργούσαμε; Τίποτα φυσιολογικό δεν υπάρχει τριγύρω. Μόνο θέλξη για όσα αφήσαμε μισά, νευρικότητα για ό,τι τόλμησε να μπει στο ενδιάμεσο και αδιαφορία για ό,τι ακολούθησε.

Η ζωή παραείναι απλή για να την περιπλέκουμε από μόνοι μας, Δε θα με νοιάξει το μετά, ούτε άμα θα μας βγει η συνέχεια, ούτε καν αν όλα αυτά που φαντάζομαι δε βρουν ποτέ το φως του ήλιου. Με νοιάζεις εσύ, με νοιάζει κάθε ευκαιρία να σε ξαναδώ. Με νοιάζει το πιο μικρό βλέφαρο που θα ρίξεις για να καταλάβω όσα χρειάζομαι. Με νοιάζει η κάθε ευκαιρία που θα ξαναβρώ να σε φιλήσω. Με νοιάζουν επακριβώς, όσα θα έπρεπε να με αφορούν. Εσύ, κι ό,τι ηλεκτρισμένο υπάρχει ακόμα μεταξύ μας. Μπορεί να μας πονέσει μπορεί και να μας σκοτώσει.  Ποτέ δε θα ξεφύγουμε όμως, αν δε νιώσουμε ξανά αυτόν τον ηλεκτρισμό. Εγώ με μεγάλα βήματα θα έμπαινα σε αυτό το επικίνδυνο τοπίο. Είμαι ήδη εκεί, ήμουν ανέκαθεν. Και ακόμα, ηλεκτρίζομαι.

Και γιατί αν κάτι θυμάμαι καλά, είναι ότι δε σου άρεσε να ζεις με απορίες και εγώ να, εδώ, σου θέτω μία:
Τι και αν το να βλεπόμασταν ξανά, άλλαζε τα πάντα;

Και δεν μπορείς να απαντήσεις ούτε εσύ σε αυτό. Το ξέρω, καλά.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα