Πόσες φορές αναφερθήκαμε στον εαυτό μας ή συνηθέστερα, σε μια συμπεριφορά μας με τον όρο «ψυχαναγκασμός». Κάποιες φορές, μάλιστα, με μια δόση κρυφής περηφάνιας, «έχω ψυχαναγκασμό με την καθαριότητα». Από την άλλη, παρ’ όλο που κάναμε τους ενοχλημένους όταν κάποιος μας αποκάλεσε τελειομανείς, ξέρουμε ότι μέσα μας πήρε μια θετική διάσταση. Νιώσαμε ότι αναγνωρίστηκε η προσπάθειά μας να διεκπεραιώσουμε στο βέλτιστο επίπεδο μια εργασία που μας είχε ανατεθεί ή είχαμε αναλάβει. Αντίστοιχα, πόσες φορές εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιήσαμε το «ψυχαναγκαστικός» για να χαρακτηρίσουμε κάποιον είτε θετικά είτε αρνητικά ή το «τελειομανής» με χαρακτήρα θαυμασμού ή επικριτικό. Πώς θα νιώθαμε όμως, όταν κάποιος μας περιέγραφε περιφραστικά ως «άτομο που έχει επαναλαμβανόμενες, ανεπιθύμητες ιδέες, σκέψεις ή εμμονές που ωθούν στο να κάνει επαναλαμβανόμενες, εμμονικές κινήσεις ή αλληλουχίες». Τότε, μάλλον, ο ψυχαναγκασμός δε μοιάζει τόσο μυστηριώδης και θελκτικός, αλλά ανεπιθύμητος κι αγχωτικός.

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ocd, ανήκει στο φάσμα των συμπεριφορικών, διανοητικών, νευροαναπτυξιακών διαταραχών. Είναι αγχώδης διαταραχή κι αποτελεί ιατρική-ψυχιατρική διάγνωση. Στα βασικά της χαρακτηριστικά περιλαμβάνεται η εμφάνιση εμμονικά επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών, που επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του πάσχοντος σε άλλοτε άλλο βαθμό.

Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο που πάσχει από ocd, μπορεί να έχει υιοθετήσει μια συγκεκριμένη αλληλουχία κινήσεων που χρειάζεται να κάνει κάθε φορά που φεύγει από το σπίτι, π.χ. κλειδώνω, σπρώχνω την πόρτα, ισιώνω το πατάκι, σπρώχνω την πόρτα, επαναλαμβάνω τρεις φορές. Αν σκεφτήκατε ότι το κάνετε κι ‘σεις, να τονιστεί ότι το άτομο δεν μπορεί να φύγει αν δεν τηρήσει επακριβώς την αλληλουχία ακόμα κι αν έχει αργήσει σε ένα σημαντικό ραντεβού, ή έχει πιάσει φωτιά και πρέπει να τρέξει ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

 

 

Είναι, δηλαδή , διαταραχή που επηρεάζει τη συμπεριφορά του και τη λειτουργικότητά του, ενίοτε και την ασφάλειά του. Στο παραπάνω παράδειγμα, ο τελειομανής μπορεί να είχε την ίδια συμπεριφορά, ωστόσο, θα το έκανε για να διασφαλίσει την ασφάλεια του σπιτιού του στον καλύτερο δυνατό βαθμό. Μπορεί να παρέλειπε τον αριθμό των επαναλήψεων και σχεδόν σίγουρα, δε θα διακινδύνευε το ραντεβού ή τη ζωή του απλά και μόνο για να τηρήσει τη σειρά.

Ένας τρίτος παρατηρητής, ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα θα δυσκολευόταν να διακρίνει ανάμεσα στους δύο και να διαχωρίσει ποια συμπεριφορά είναι ocd και ποια τελειομανία. Παρόμοια δυσκολία αντιμετωπίζει και η βιβλιογραφία αλλά και η έρευνα. Έτσι, η τελειομανία έχει μπει πολλές φορές στην επεξήγηση του ορισμού της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ενώ οι τελειομανείς έχουν πολλές φορές θεωρηθεί ότι φλερτάρουν – ή σχετίζονται στενά- με την ocd. Δύο κύριες τάσεις υπάρχουν στους ερευνητές, αυτή που συσχετίζει τις δύο καταστάσεις κι εκείνη που λέει ότι είναι διαφορετικές οντότητες.

Ας δούμε τα επιχειρήματά τους αναλύοντας, αρχικά, τη δεύτερη τάση. Βάσει αυτής, λοιπόν, η τελειομανία είναι συμπεριφορικό στοιχείο του χαρακτήρα, ενώ η ocd ψυχιατρική κατάσταση που χρήζει ιατρικής παρακολούθησης και βοήθειας. Η τελειομανία, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, ανάμεσά τους οι Blankstein,Dunkley,Wilson( 2008), είναι συμπεριφορά που κανείς υιοθετεί και στην οποία εκπαιδεύει τον εαυτό του με τελικό στόχο να τη χρησιμοποιήσει προς όφελός του σε επίπεδο ατομικό, επαγγελματικό κ.ο.κ..

Από την άλλη, οι Flett & Hewitt, 2006 και μαζί τους πολλοί ακόμα ερευνητές, εντοπίζουν ποικίλους κινδύνους στην τελειομανία. Οι κίνδυνοι αυτοί, κατά την εκτίμησή τους, αφορούν τόσο στο επίπεδο πίεσης του ίδιου του εαυτού, όσο και στην ποιότητα ζωής του πάσχοντος αλλά και στα τελικά επιτεύγματα, τα οποία θεωρούν ότι ποιοτικά και ουσιαστικά είναι υποδεέστερα των θυσιών που έχουν απαιτηθεί. Προχωρώντας αυτήν ακριβώς τη θεωρία λίγο παραπέρα, συναντάμε εκείνους που βλέπουν στην τελειομανία πρώιμα στοιχεία ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ή για την ακρίβεια μια, για την ώρα επιμελώς ή μερικώς, κρυμμένη, ocd. Οι ομοιότητες, όπως είδαμε είπαμε, πολλές και η γραμμή που χωρίζει τις δυο τους λεπτή και πολλές φορές δυσδιάκριτη ακόμα και στο μάτι των ειδικών.

Κι αν οι δύο τους μοιάζουν πολύ, υπάρχουν, άραγε, διάφορες; Το βέβαιο είναι ότι η κύρια διαφορά των δύο βρίσκεται στο επίπεδο λειτουργικότητας. Έτσι, ένα άτομο με ocd εμφανίζει διαταραχή της λειτουργικότητάς του ακριβώς εξαιτίας του εμμονικού χαρακτήρα των ιδεών, σκέψεων, κινήσεων, αλληλουχιών. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από την ασφάλεια της ρουτίνας που το ίδιο το άτομο έχει δημιουργήσει, μπορεί να οδηγεί σε άγχος, φόβο και κατάθλιψη. Το μοντέλο ασφαλείας του θεωρεί ότι δεν μπορεί να παραβιαστεί για κανέναν λόγο, γιατί τότε το άτομο κινδυνεύει να καταρρεύσει. Ένα άτομο με ocd χρειάζεται βοήθεια ειδικού για να διαχειριστεί την ίδια την κατάστασή του, αλλά και τις καταστάσεις στις οποίες το οδηγούν οι εμμονές του.

Από την άλλη, ένα άτομο με τελειομανία εστιάζει κατά βάση στο αποτέλεσμα. Οι κινήσεις του, οι επιλογές, οι αποφάσεις, σαφώς στοχεύουν στο βέλτιστο αποτέλεσμα- εξ ου και συχνά η ολοκλήρωση ενός project μπορεί να μη γίνεται, ακριβώς γιατί το τέλειο αποτέλεσμα που επιθυμεί μπορεί να μην είναι εφικτό να το επιτύχει. Ωστόσο, η ρουτίνα, η διαδικασία, οι κινήσεις που θα χρησιμοποιηθούν μπορούν να διαφοροποιηθούν. Είναι διαφορετικό το σημείο που ρίχνει το βάρος του και για το τέλειο αποτέλεσμα μπορεί να θυσιάσει τη διαδικασία. Κοιτάζοντας λίγο πιο κοντά και μέσα από την κλειδαρότρυπα, βέβαια κι ο τελειομανής θέτει υπό αμφισβήτηση τη λειτουργικότητά του, αφού σχεδόν ποτέ δεν είναι ικανοποιημένος από τίποτα και δε βιώνει χαρά. Επιπλέον, οι λέξεις ευχαρίστηση κι απόλαυση μάλλον απουσιάζουν από το συναισθηματικό του λεξιλόγιο. Η διαταραγμένη λειτουργικότητά του, όμως, δε θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του και/ ή τους γύρω του και δεν είναι εμμονική.

Λίγο πριν ο προβληματισμός για τους χαρακτηρισμούς που μπορεί να έχουμε αποδώσει στον εαυτό μας ή σε κάποιους από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά μας, μας οδηγήσουν σε αναζήτηση ορισμών, λεπτομερειών ή ειδικών, χρειάζεται να τονιστεί ότι η παρουσία και μόνο κάποιων στοιχείων δε συνιστά σε καμία περίπτωση διάγνωση. Επιπλέον, ο τρόπος που ο κάθε άνθρωπος διαχειρίζεται την καθημερινότητά του και τις προκλήσεις μέσα σε αυτή είναι τελείως ξεχωριστός και κανένα άρθρο, έρευνα, μελέτη δεν μπορούν να δώσουν γενικές απαντήσεις. Η εξατομικευμενη προσέγγιση είναι η μόνη που μπορεί να αποδώσει. Για οτιδήποτε μας προβληματίζει απευθυνόμαστε στον ειδικό. Τέλος, και πολύ σημαντικό, είναι να μην ξεχνάμε ότι το τέλειο μπορεί να μην υπάρχει, αλλά εξακολουθεί να παραμένει θελκτικό και το κυνήγι του να μας ιντριγκάρει. Η αναζήτησή του δε μας κάνει απαραίτητα τελειομανείς ή ψυχαναγκαστικους, μπορεί απλά να μας κατατάσσει στους ρομαντικούς.

Συντάκτης: Ελένη Καραχανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου