Η πρώτη μας επαφή με αυτό τον κόσμο γίνεται με ένα κλάμα. Ένα κλάμα ηχηρό, που φέρνει την πρώτη ανάσα κατά την έξοδο μας από την ασφάλεια του πρώτου μας σπιτιού, της μήτρας της μητέρας μας. Ένα κλάμα που μπορεί να έχει το στρες του αποχωρισμού από αυτό που ως τότε γνωρίζαμε, αλλά ενέχει και την ανακούφιση της επιτυχίας της μετάβασης στον έξω κόσμο και τη χαρά και την ανυπομονησία της εξερεύνησης. Και όλα αυτά με ένα κλάμα.

Το πρώτο κλάμα του μωρού. Το πρώτο δάκρυ του νέου γονιού. Και η πρώτη λυτρωτική αγκαλιά. Με ένα δέσιμο που λες είναι ανίκητο από κάθε θλίψη, πρόβλημα, δυσκολία. Ασπίδα και καταφύγιο μαζί. Το πρώτο τους κοινό κλάμα! Το πρώτο από χιλιάδες. Και η πρώτη τους αγκαλιά. Η πρώτη τους από χιλιάδες. Κι αν νομίζετε ότι αυτά τα χιλιάδες κλάματα και οι χιλιάδες αγκαλιές θα χρειαστούν μια ζωή για να συμβούν, γιατί τα νούμερα φαίνονται μεγάλα κι απρόσιτα, να μου επιτρέψετε να σας ενημερώσω ότι σφάλετε.

Ένα μωρό, σύμφωνα με έρευνα των Wolke και συνεργατών που έγινε το 2017, κλαίει κατά μέσο όρο για 2 ώρες τη μέρα, πράγμα, βέβαια, που συμβαίνει όχι συνεχόμενα. Οπότε κάνοντας τους υπολογισμούς, τα χιλιάδες κλάματα δε μοιάζουν πια τόσο πολλά, έτσι δεν είναι; Αν κάθε φορά κλαίει για 5-10 λεπτά σημαίνει ότι κλαίει 12 φορές το 24ωρο και πριν προλάβει να γίνει 3 μηνών είμαστε ήδη στην πρώτη χιλιάδα. Κι όλα αυτά σε μια τυπική περίπτωση, γιατί φυσικά, υπάρχουν και μωρά αλλά και συνθήκες που μπορεί το κλάμα να γίνει πιο συχνό ή/και πιο έντονο.

Αφού πήραμε μια εικόνα για τα κλάματα, όμως, ας πάμε να δούμε τι γίνεται με τις αγκαλιές. Με βάση το πρώτο κλάμα που έφερε και την πρώτη αγκαλιά, αλλά και την παραπάνω ανάλυση, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι στο ίδιο διάστημα οι αγκαλιές γίνονται χίλιες και χιλιάδες καθώς κάθε κλάμα οδηγεί σε μια αγκαλιά. Σωστά; Όχι ακριβώς! «Μα γιατί μαμά; Αφού την πρώτη φορά που έκλαψα με κράτησες αγκαλιά! Μα γιατί μπαμπά, αφού την πρώτη φορά που έκλαψα έκανες μια αγκαλιά και μένα και τη μαμά και μας κράτησες!». Κι άντε τώρα να πεις στο βρέφος ότι δεν έχει δίκιο! Που δίκιο έχει, μεταξύ μας, γιατί ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα. Άντε να εξηγήσεις και σε εκείνο και στον εαυτό σου ότι ακούς τόσο συχνά αυτό το «μην το παίρνεις συνέχεια αγκαλιά και κακομάθει» που κοντεύεις να το πιστέψεις, κι ας έρχεται πολλές φορές σε κόντρα με αυτό που διαπιστώνεις στην πράξη.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο, βέβαια, ξεκινούν οι διχογνωμίες όχι μόνο μεταξύ των ατόμων στον περίγυρό μας αλλά και των επιστημόνων. Μελέτες που υποστηρίζουν πως ναι, θα κακομάθει με την αγκαλιά κι άλλες που συμπεραίνουν το ακριβώς αντίθετο, διχάζουν και τους νέους γονείς που δυσκολεύονται να επιλέξουν ποιο μοντέλο να ακολουθήσουν. Σε μια κοινωνική συνθήκη που γίνεται όλο και πιο απαιτητική για τους νέους γονείς, σε μια εποχή που οι ρυθμοί καθημερινότητας και εργασίας δεν αφήνουν περιθώρια ξεκούρασης, σε μια περίοδο που η επάνοδος των γονέων στη δουλειά όσο γίνεται νωρίτερα μετά τον ερχομό του μωρού και πιο ειδικά, σε μια χώρα που υπολείπεται κατά πολύ σε προγράμματα και παροχές στους γονείς για την ανατροφή του μωρού, άλλωστε, ένα παιδί που έχει συνηθίσει την αγκαλιά των γονιών, μπορεί να αποτελεί μια επιπλέον δυσκολία.

Ας δούμε, συνοπτικά, τι πρεσβεύουν οι δύο προσεγγίσεις. Ξεκινώντας από εκείνη που προτείνει αποφυγή της αγκαλιάς. Πρόκειται για μέθοδο εξοικείωσης του μωρού με το κλάμα του και την αυτοδιαχείρισή του. Στην πράξη αυτό γίνεται με καθυστερημένη απόκριση του γονέα, που στην πορεία της εκπαίδευσης αυξάνει σταδιακά το χρονικό πλαίσιο και στο τέλος το μωρό προσαρμόζεται και ρυθμίζεται ταχύτερα. Να τονιστεί εδώ ότι μιλάμε πάντα για ένα μωρό που έχει καλύψει τις βασικές ανάγκες του. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα βρέφος που έχει φάει, έχει αλλαχτεί, δεν κρυώνει/ ζεσταίνεται και είναι υγιές. Σε αντίθετη περίπτωση, έτσι κι αλλιώς και πάντα, το παιδί πρέπει να αξιολογείται από το γιατρό του. Όταν όλα τα παραπάνω ισχύουν, λοιπόν, η απάντηση του γονέα στο κλάμα του μωρού είναι να μην πάει αμέσως αλλά ένα λεπτό αργότερα, την επόμενη φορά δύο λεπτά αργότερα, την επόμενη τρία, πέντε κ.ο.κ. Τελικός στόχος είναι το μωρό να έχει ηρεμήσει μόνο του πριν φτάσει ο γονέας κοντά του. Οι θιασώτες της μεθόδου, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι σταδιακά αυτό θα συμβαίνει όλο και νωρίτερα, δηλαδή το μωρό αρχικά μπορεί να ηρεμεί μετά από πέντε λεπτά αλλά στην πορεία θα ηρεμεί π.χ. μετά από δύο λεπτά.

Στον αντίποδα, η θεωρία της αγκαλιάς, πρεσβεύει την αμέριστη προσφορά αγκαλιάς κάθε φορά που το μωρό εκφράζει αυτή την ανάγκη. Ανάγκη που, λόγω ηλικίας, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εκφράζει μέσω του κλάματος. Το μωρό, βέβαια, κλαίει και για να εκφράσει άλλες ανάγκες του, όμως, υπάρχουν έρευνες που αποδεικνύουν ότι το κλάμα για αγκαλιά διαφοροποιείται και στον τρόπο και στη συχνότητα από το κλάμα για άλλο λόγο π.χ. για φαγητό. Κάθε γονέας, δε, μπορεί να είναι σε θέση να εντοπίσει αυτές τις μικροδιαφορές είτε μέσω παρατήρησης, είτε -και πολύ περισσότερο- με το ένστικτο. Στην πράξη, αυτό που συστήνεται είναι όταν ένα μωρό κλαίει κι αφού έχουν διασφαλιστεί όσα και νωρίτερα αναφέρθηκαν σχετικά με τη διατροφή και την υγεία του, ο γονέας να προσφέρει την αγκαλιά του μέχρι εκείνο να ηρεμήσει. Η θεωρία αυτή, μάλιστα, καλεί τους γονείς να προσφέρουν εκ νέου την αγκαλιά τους όταν, για παράδειγμα, ενώ το μωρό είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά τους, ξαναρχίσει να κλαίει όταν το τοποθετήσουν πίσω στην κούνια του.

Έρευνα που έγινε και δημοσιεύτηκε το 2020 από ψυχολόγους στο ΗΒ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει διαταραχή στη συμπεριφορική ανάπτυξη ή στην προσκόλληση με τους γονείς ανάμεσα σε βρέφη που είχαν αφεθεί να κλαίνε ως μωρά και μελετήθηκαν ως παιδιά στην ηλικία των 18 μηνών. Τη στιγμή του κλάματος, όμως, νευροβιολόγοι απέδειξαν ότι ο βρεφικός εγκέφαλος εκκρίνει ορμόνες του στρες οι οποίες αυξάνονται όσο δεν υπάρχει απόκριση. Έρευνα, μάλιστα, από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο, που δημοσιεύτηκε το 2020, αποδεικνύει ότι τα μωρά όχι μόνο αναπτύσσουν ισχυρότερο δέσιμο με το γονέα μέσω της αγκαλιάς αλλά και μπορούν να διακρίνουν την αγκαλιά του γονιού τους από οποιοδήποτε άλλου. Όταν βρίσκονται στην αγκαλιά του, μάλιστα, η καρδιά τους χτυπά πιο ήρεμα, γαληνεύουν. Όλα αυτά, δε, ευνοούν την πιο ισορροπημένη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη.

Ας δούμε, όμως, τι γίνεται και με τους γονείς. Η ίδια έρευνα διαπίστωσε πτώση του αυξημένου καρδιακού ρυθμού των γονέων όταν εκείνοι αγκαλιάζουν τα μωρά τους. Με πιο απλά λόγια, η αγκαλιά ηρεμεί την καρδιά τόσο του μωρού όσο και του γονέα. Κάτι που μοιάζει, άλλωστε, πολύ λογικό. Είναι η θέση που παίρνουν τα σώματα σε μια αγκαλιά που φέρνει τις καρδιές όσο το δυνατόν πιο κοντά τη μία στην άλλη. Αυτό έχει ως συνέπεια οι δυο καρδιές να προσπαθήσουν να συγχρονίσουν τους ρυθμούς τους. Το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερος καρδιακός ρυθμός, λιγότερες σφύξεις, γαλήνη και ηρεμία. Σύμφωνα, άλλωστε, με έρευνα το Marc Bornstein,  ερευνητή και επικεφαλής παιδικής και οικογενειακής έρευνας στο Εθνικό Ινστιτούτο Παιδικής Υγείας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης των ΗΠΑ, στην οποία συμμετείχαν 684 μητέρες από όλο τον κόσμο, το κλάμα του μωρού ενεργοποιεί τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την πρόθεση να κινηθεί, να σπεύσει, να πιάσει και να φροντίσει. Όλη αυτή η διαδικασία, δε, οδηγεί σε απόκριση εντός 5 δευτερολέπτων!

Και, τελικά, η αγκαλιά κακομαθαίνει; Η αγκαλιά ενώνει και ισορροπεί. Η αγκαλιά γαληνεύει τόσο το μωρό όσο και τον γονέα. Η αγκαλιά γεμίζει συναισθήματα ευφορίας και ηρεμίας και τους δύο που συμμετέχουν. Συγχρόνως, προσφέρει την ασφάλεια ότι ο γονέας θα είναι πάντα δίπλα στο μωρό. Σε έναν κόσμο που, προς το παρόν, είναι άγνωστος, η μυρωδιά της μητέρας, η φωνή του πατέρα, λειτουργούν ως το καλύτερο ηρεμιστικό, το πιο αποτελεσματικό αγχολυτικό. Βοηθούν το μωρό να θέσει τις σταθερές του, να βάλει τις βάσεις του γερά και να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από την ασφάλειά τους.

Αγκαλιά (και) γιατί μόνο έτσι θα μάθει ότι όταν διεκδικεί μπορεί και να κερδίζει. Αγκαλιά γιατί ήταν η πρώτη σας συμφωνία «όταν κλαις εγώ θα βρίσκομαι εκεί, να σε κρατήσω μια μεγάλη αγκαλιά». Κι εσείς θα την τηρήσετε αυτή τη συμφωνία!

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Καραχανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου