Η ηλικία, λένε, είναι απλώς ένα νούμερο. Εξάλλου, δεν έχει σημασία πόσο είσαι, αλλά πόσο δείχνεις ή, ακόμα καλύτερα, πόσο νιώθεις. Αν εσύ σε βλέπεις σαν έφηβο, που ζει τη ζωή του στο έπακρο και γλεντάει νυχθημερόν –«γιατί μία ζωή την έχουμε, κι αν δεν την γλεντήσουμε» που λέει και το άσμα– τότε είσαι στα ντουζένια σου.

Ωραίες οι θεωρίες, και κάποτε λένε κι αλήθειες, δεν έχουμε όμως κι όλοι τα ίδια κουράγια. Το ίδιο είναι να βγαίνεις στα δεκαοχτώ και το ίδιο στα είκοσι πέντε; Μπορεί να νιώθουμε (και να ‘μαστε) ακόμα νεότατοι, αλλά το σώμα μας αλλιώς μας ξηγιέται. Εμείς δε χαμπαριάζουμε, λέμε, μέχρι που φτάνουμε στα είκοσι και κάτι με πόνους στη μέση, χειρότερους κι απ’ της γιαγιάς μας.

Θέματα με την ηλικία μου ποτέ δεν είχα, κι αντικειμενικά, τι θέματα θα μπορεί να ‘χει ένα παιδί στα δεκαπέντε ή τα δεκαεφτά του; Στις ηλικίες του σχολείου, το μοναδικό πράγμα που σε νοιάζει είναι τι βαθμούς θα πάρεις στο τέλος του χρόνου, αν αυτός που σου αρέσει είναι αλλού και πού θα βγεις όταν έρθει το πολυπόθητο Σάββατο. Δεν έχεις και πολλές ασχολίες, ούτε ανησυχείς για το μέλλον. Και καλά κάνεις, είσαι μικρός ακόμα για να γεμίζεις το κεφάλι σου με περιττές πληροφορίες. Το σωστό είναι να ζεις τη ζωή σου ανάλογα με την ηλικία σου. Αν στα δεκαέξι τα προβλήματά σου γυρίζουν γύρω από βαθμούς κι ερωτικά, καλά είσαι.

Εξάλλου, στην εφηβεία κοιτάς ανυπόμονα πότε θα περάσει ο καιρός για να φτάσεις δεκαοχτώ, μετράς αντίστροφα για το πότε θα φύγεις απ’ το σπίτι. Τέτοιο χαϊβάνι είσαι -κι εγώ τα ίδια ήμουν. Τσακώνεσαι με τους γονείς σου γιατί δεν καταλαβαίνουν τη φάση σου, το νευρικό σου σύστημα διαταράσσεται με το παραμικρό και νομίζεις πως το σύμπαν έχει συνωμοτήσει εναντίον σου. Ε, έτσι είναι η εφηβεία.  Λες και μας είχε υποσχεθεί κάποιος πως μόλις πατήσεις τα δεκαοχτώ η ζωή σου αλλάζει ολόκληρη κι η κάθε μέρα σου γίνεται γαμάτη.

Και τσουπ, να τα και τα δεκαοχτώ. Επιτέλους, ήρθαν. Αμφιβάλλω αν μπορούν να μετρηθούν τα μπουκάλια που κατέβηκαν για χάρη τους. Η ενηλικίωση, λοιπόν, είναι ένας μεγάλος μύθος. Μπορεί να φεύγεις απ’ το σπίτι για σπουδές ή δουλειά, αλλά έχεις ακόμα το ένα μπροστά απ’ την ηλικία σου. Λες «εντάξει, είμαι μικρός ακόμα». Γι’ αυτό και προσπαθείς να περάσεις όσο καλύτερα μπορείς. Πλέον έχεις το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θέλεις κι αποφασίζεις να ευχαριστηθείς τη ζωή σου.

Και το κάνεις. Βγαίνεις έξω, ξενυχτάς και περνάς καλά. Βρίσκεις σωστούς φίλους κι ίσως και μία καλή σχέση. Επιτέλους, χτίζεις τη ζωή σου όπως την θέλεις, με όσους θέλεις και σιγά-σιγά τολμάς να κάνεις όνειρα για το μέλλον. Δεν αγχώνεσαι ιδιαίτερα, είσαι μόλις δεκαεννιά, έχεις ακόμα.

Μέχρι να σου χτυπήσουν την πόρτα τα είκοσι. Το νούμερο που σε ξεβολεύει. Γιατί, πλέον, δεν είσαι παιδί, είσαι ενήλικας με τα όλα σου. Αν θυμάσαι καλά, η γιαγιά σου είχε παντρευτεί στην ηλικία σου κι ο μπαμπάς σου είχες μόλις γνωρίσει τη μαμά σου. Δεν επιτρέπεται να μην ξέρεις τι θέλεις, και μάλιστα επιβάλλεται να το διεκδικείς.

Και μεγαλώνεις. Τα φοιτητικά σου χρόνια σιγά-σιγά λιγοστεύουν, γιατί κάποια στιγμή πρέπει να πάρεις πτυχίο, η προσωρινή δουλειά σου, πλέον, δεν μπορεί να σου καλύπτει όλα τα έξοδα και πρέπει, οριστικά, να εγκαταλείψεις τη ζωή που σου παρέχουν οι γονείς σου. Η φούσκα σκάει κι εσύ αγχώνεσαι για το μέλλον σου, για πρώτη φορά!

Και τα νούμερα περνάνε. Πάμε πάλι απ’ την αρχή. Είκοσι ένα, είκοσι δύο και πάει λέγοντας. Τώρα ποιος θα πληρώσει τη ΔΕΗ; Πώς θα βγει ο μήνας; Και μεγαλώνεις, οικογένεια πότε θα κάνεις; Θες να παντρευτείς; Κι αν δε σε ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι, με την καριέρα σου τι θα κάνεις;

Και κάπως έτσι τρελαίνεσαι πριν φτάσεις στα τριάντα. Αγχώνεσαι να καταφέρεις όσα θέλεις και καταλήγεις να τρέχεις, χωρίς να φτάνεις πουθενά. Βλέπεις τους άλλους να προχωρούν στη ζωή τους, να πετυχαίνουν όσα θέλουν κι εσύ παραπονιέσαι που έσβησες άλλη μία τούρτα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήθελες να ακούσεις ούτε το «χρόνια πολλά». Γιατί τρέχει τόσο ο χρόνος;

Όταν πατάς τα είκοσι δεν έχεις δικαίωμα να φέρεσαι σαν παιδί και βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που γκρίνιαζες στους γονείς σου για το ότι δεν είσαι πια παιδί, ήδη απ’ τα δεκαπέντε σου. Από τότε τους έλεγες πως εσύ θα τα καταφέρεις το ίδιο και καλύτερα με εκείνους, πως το να ζεις μόνος είναι κάτι για το οποίο φτιάχτηκες, ενώ εκείνοι σε κοιτούσαν απ’ τη γωνία και κρυφογελούσαν. Λες κι εκείνοι δεν έλεγαν τα ίδια στην ηλικία σου.

Μετά τα είκοσι πέντε, ξαφνικά, η ηλικία μετράει -παραμετράει, μάλλον, για σένα. Ψάχνεις για ρυτίδες ενώ δεν υπάρχουν, ξυπνάς πρωί, παρακολουθείς τις ειδήσεις, πληρώνεις λογαριασμούς, τρως αυτό που εσύ μαγείρεψες (αν μαγείρεψες) κι εύχεσαι, έστω και για μία μέρα, να ήσουν πάλι στο εφηβικό δωμάτιό σου, διαβάζοντας για το φροντιστήριο ενώ οι γονείς σου σού ετοιμάζουν κάτι να φας.

Γιατί είναι νόμος. Τα χρόνια περνούν αργά μέχρι τα δεκαοχτώ, αλλά απ’ τα είκοσι και μετά είναι λες και κάθε μέρα έχεις γενέθλια. Μη σε νοιάζει, όμως. Μεγαλώνεις κι είναι ωραίο αυτό. Η κάθε ηλικία έχει και τα καλά της. Φρόντισε, λοιπόν, να τα ζήσεις όλα στην ώρα τους.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη