Ο πρώτος καιρός της σχέσης είναι βγαλμένος από ταινία -μπορεί και κωμωδία. Αφού έχετε παραδεχθεί τα συναισθήματά σας –ακόμα κι αν πρώτα σας βγήκε η πίστη–, αποφασίζετε να τραβήξετε κοινή πορεία, γιατί ο έρωτας σας χτύπησε την πόρτα κι εσείς, με χαρά, ανοίξατε.

Όσο κι αν προσπαθείς να το αποφύγεις, κάπου σε συνεπαίρνει όλη αυτή η χαρά κι ο ενθουσιασμός της αμοιβαίας καψούρας. Έχεις ένα μόνιμο χαζό χαμόγελο, βρίσκεσαι ανά δέκα λεπτά στον κόσμο σου, γιατί το μυαλό σου ταξιδεύει στο αίσθημα και, εν ολίγοις, δε χάνεις ευκαιρία να μιλήσεις για το πόσο καλά είσαι. Μπορεί να ‘χεις σπάσει τα νεύρα της παρέας σου με τους μονολόγους σου πόσο τέλεια τα κάνει όλα το αμόρε σου, αλλά, στην πραγματικότητα, χαίρονται για εσένα, ακόμα κι αν εύχονται να είχες σκάσει μισή ώρα πριν.

Τι να κάνουμε, ρε παιδιά; Έτσι είναι ο έρωτας. Είναι γνωστό πως σε χαζεύει, τώρα θα τ’ αλλάξουμε; Γι’ αυτό κι έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά. Ειδικά όταν μπαίνουν στο προσκήνιο τα υποκοριστικά. Μα δε φτάνει να λέμε τον άλλον με το όνομά του. Δεν είμαστε τίποτα ξένοι, δε χωράνε τυπικότητες. Θέλουμε να εκφράσουμε το συναίσθημά μας, να κολλήσουμε ένα «μωρό μου», ένα «αγάπη μου». Ο έρωτας σκαλώνει στο όνομα και στο «μου». Θέλουμε, κάπως, να δηλώσουμε την κτητικότητα. Όχι ότι δε μας ευχαριστεί να ακούμε το όνομα του συντρόφου μας, αλλά μας ακούγεται καλύτερο όταν έχει κάτι από μας.

Κι όσο πάει ο έρωτας, κι έρχεται κι η οικειότητα, τα υποκοριστικά γίνονται όλο και πιο γλυκά. Κι από εκεί που μιλούσες για το αίσθημα, αποκαλώντας το «μωρό σου» κι «αγάπη σου», τώρα έγινε «μωράκι σου» κι «αγαπάκι σου». Ψάχνεις κάπως να δηλώσεις την ανεπανάληπτη καψούρα σου και δίνεις στη γραμματική και καταλαβαίνει. Όσο πιο ερωτευμένος είσαι, τόσο χειρότερο το υποκοριστικό.

Και κάπως έτσι, κάνουν την εμφάνισή τους κάτι «κουτσούνι μου» και «πιθηκάκι μου». Αυτά τα υποκοριστικά που φωνάζουν έρωτα κι υπερβολή από μακριά. Κι αναρωτιέσαι πού έχει φτάσει ο άλλος, πόσα ανέχεται, για να ακούει να τον φωνάζουν έτσι, ακόμα και μπροστά σε τρίτους; Αυτά τα πολλά-πολλά σε τρομάζουν. Νομίζεις ότι γίνεσαι ένα με τη μάζα κι ο κόσμος σε κοροϊδεύει, που κοτζάμ ενήλικας ακούς μια φωνή να σε αποκαλεί έτσι κι αντί να βρίσεις, γυρνάς και χαμογελάς κιόλας. Δηλώνουν τάση για κτητικότητα και μια άνεση, που πιθανότητα να μη διάλεξες ακόμα. Λίγο παιδικό και πολύ αυθαίρετο όλο αυτό, δηλαδή, με λίγα λόγια.

«Να, από ‘δω το αρκουδάκι μου» κι ακούς τις σειρήνες να χτυπάνε. Ξαφνικά συνειδητοποιείς πως η σχέση πήγε ένα βήμα πέρα απ’ το «αγαπουλίνι μου». Γιατί όσο γελοιότερο το υποκοριστικό, τόσο μεγαλύτερη κι η σοβαρότητα της σχέσης. Φτάνεις και σε ένα σημείο που ανατριχιάζεις με το πόσο αστείο ακούγεται. Εκτός, βέβαια, κι αν είσαι τόσο ερωτευμένος που βρίσκεις χαριτωμένη κάθε νέα ανακάλυψη.

Η αλήθεια είναι ότι έχει πλάκα για εκείνος που δεν το συνηθίζουν. Βλέπεις ανθρώπους συγκρατημένους, με τα όριά τους, να μιλάνε για το «ζουζουνάκι» τους κι αναρωτιέσαι πόσο χαζεμένοι μπορεί να ‘ναι.

Εκεί, με σιγουριά, μπορείς να πεις ότι ο άνθρωπος όταν ερωτεύεται, γίνεται χαζός και κάνει όσα, με βεβαιότητα, έλεγε ότι δε θα κάνει. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν τους νοιάζει πώς θα τους αποκαλέσει ο άλλος. Όσο φαιδρό κι αν ακούγεται στους τρίτους, δε δίνουν ουδεμία σημασία. Γιατί γελάνε με κάθε καινούργιο παρατσούκλι που θα τους αναθέσουν κι ερωτεύονται ακόμα περισσότερο σε κάθε γέλιο που θα τους προκαλέσει.

Γιατί μιλάμε για την τίμια καψούρα. Δεν τους ενδιαφέρει ότι θα γίνουν ρεζίλι, εκείνοι χαζεύουν το ταίρι τους και με πόση χαρά θα αναφερθούν σ’ αυτό. Περιμένουν κάθε φορά κάτι καινούργιο κι υπερηφανεύονται για το καθετί.

Γιατί έτσι είναι ο έρωτας. Τυφλώνει και, κυρίως, κουφαίνει.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη