Η στήλη σήμερα καταπιάνεται με μία ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων. Είναι αυτή που για κάποιο λόγο έχει αποφασίσει να πάει κόντρα στην εποχή και τη συνεχή χρήση του κινητού. Φαίνεται πως τα ‘χουν βάλει κάτω με τον εαυτό τους και γενναία έχουν πει: «Δε με νοιάζει αν καταστρέφεται ο κόσμος, εγώ δε θα το ακούσω το ρημάδι. Κι αν το ακούσω, δε θα το σηκώσω».

Ένα τέτοιο άτομο, γνωστό και μη εξαιρετέο, υπάρχει σε όλες τις παρέες. Δεν είναι ότι δεν τα πάει καλά με την τεχνολογία, ούτε ότι ζει στον κόσμο του. Μπορεί να ‘ναι ο καλύτερος φίλος, ο πιο γαμάτος σύντροφος, και πάει λέγοντας. Το γεγονός ότι έχει, όμως, αποφασίσει πως το κινητό θα ‘ναι διακοσμητικό στοιχείο, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο.

Τέτοιοι άνθρωποι ίσως και να ‘χουν βρει και το νόημα της ζωής στο κουμπί του αθόρυβου. Είναι ένας τρόπος να βρεις την ηρεμία σου. Λίγο οι ειδοποιήσεις απ’ τις ομαδικές συνομιλίες, λίγο τα likes, περισσότερο τα τηλέφωνα που δε θες με τίποτα να σηκώσεις, η λύση μία: το βάζεις στο αθόρυβο κι ησυχάζεις. Προσοχή, όχι στη δόνηση. Γιατί τη δόνηση μπορεί να τη νιώσεις. Εδώ λέμε για το εντελώς αθόρυβο και τη χαμηλή φωτεινότητα, τόσο που δεν καταλαβαίνεις καν αν είναι ανοιχτό το κινητό σου, πόσο μάλλον αν σε καλεί κάποιος.

Αυτή η συμπεριφορά δείχνει άτομα που πάνε αντίθετα στις επιταγές της νέας εποχής, που θέλει το κινητό να ‘χει γίνει η προέκταση του χεριού. Δε θέλουν να τους διαχειρίζεται ένα μαραφέτι, ίσως μάλιστα ‘ναι κι άτομα παλιάς κοπής. Έχουμε ένα κινητό, φυσικά, για να συνεννοούμαστε, ανεβάζουμε πού και πού καμιά φωτογραφία, στέλνουμε και κανένα μήνυμα αλλά μέχρι εκεί. Ούτε περνάνε αμέτρητες ώρες μπροστά από μία οθόνη, ούτε βγάζουν εκατό selfie το δευτερόλεπτο, ενώ –φυσικά– δε μιλάνε ποτέ πάνω από τρία λεπτά στο κινητό.

Προτιμούν περισσότερο την κανονική επαφή. Αυτήν που θα βγεις έξω να πιεις έναν καφέ ή θα αράξεις στο σπίτι με μπίρες και ποπ κορν. Δεν είναι ανάγκη να συζητάς σοβαρά πράγματα· ακόμα και τις πέντε μαλακίες που θα μοιραστείς, θα τις ευχαριστηθεί πολύ περισσότερο από μία ώρα με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Τους φταίει η ακτινοβολία, άσε που κολλάει και στο αφτί μετά από κάποια φάση. Δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος να το σιχαθεί και να το βάλει μόνιμα στο αθόρυβο.

Όλα καλά μέχρι εδώ. Και να τους καταλάβουμε γιατί δε θέλουν πολλά-πολλά και να δεχτούμε ότι το κινητό τους την περισσότερη διάρκεια της ημέρας το ‘χουν κάπου παρατημένο. Υπάρχει, όμως, ένα «αλλά». Η ανοχή μας σταματάει εκείνη τη στιγμή που θα τους έχουμε καλέσει πέντε φορές και δε θα το ‘χουν ακούσει ούτε μία.

Εντάξει να μην το σηκώνουν στους γνωστούς, αλλά και στους φίλους; Τι είμαστε; Τίποτα τυχαίοι; Και να οι κλήσεις στο κινητό, το viber, το messenger και το whatsapp. Και να τα μηνύματα τύπου: «Πού είσαι; Σε περιμένω εδώ κι ώρα» και «Τι θα κάνουμε, τελικά;».

Μετά από κάποια φάση τη χάνεις την ψυχραιμία σου. Αν είναι δυνατόν, βγάλ’ το λίγο απ’ το αθόρυβο να συνεννοηθούμε και μετά πέταξέ το, άμα θέλεις. Μη με βάζεις να σε παίρνω εκατό φορές τηλέφωνο, να μην το σηκώνεις και να με παίρνεις μετά από μία ώρα και να λες την κλασική δικαιολογία για το αθόρυβο.

Λυπήσου την ψυχούλα μου, που σε περιμένω σαν μαλάκας, και την υπομονή μου, που λεπτό με το λεπτό λιγοστεύει. Άμα το έχεις στο «κανονικό» για ‘κείνη τη μία ώρα που πρέπει να συνεννοηθούμε, δε θα χαλάσει ο κόσμος ούτε η ψυχική σου υγεία. Η δική μου πάλι κινδυνεύει, που έχεις να μου σηκώσεις το τηλέφωνο με την πρώτη απ’ τον Μάιο του ’15, το κέρατό μου μέσα.

Σταμάτα να χαζεύεις τη δόνηση και σήκωσέ το, το τιμημένο. Δε θέλω να αναλύσουμε τα νέα της ημέρας, να συνεννοηθούμε για το τι θα κάνουμε θέλω και να μου λύσεις την απορία που έχω για μια μαλακία που μου ήρθε.

Καταλαβαίνω πόσο σιχαίνεσαι να ακούς το κινητό σου, πόσο δε θες να μιλάς, αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις χρειάζονται ένα μικρό επίπεδο επικοινωνίας προκειμένου να κρατηθούν, κι αυτό προϋποθέτει να απαντάς στο τηλέφωνο -ας αρχίσουμε από ‘κει.

Και τι να τους κάνεις, τελικά; Μπορεί να ξεχνούν το τηλέφωνό τους στο αθόρυβο για χρόνια, να μας απαντάνε στη χιλιοστή τρίτη φορά που τους καλούμε, αλλά εμείς τους αγαπάμε, γιατί ξέρουμε ότι δεν το κάνουν επίτηδες.

Κολλητοί μας είναι, άλλωστε, γίνεται να τους κρατήσουμε κακία;

 Υ.Γ. Αφιερωμένο στη φίλη μου, την Αθηνά, που έχει να μου σηκώσει το τηλέφωνο αμέσως απ’ το πρώτο έτος -και φτάσαμε αισίως πέμπτο.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη