Τι να πει κανείς για την Ελληνίδα μάνα, αυτή τη μοναδική ύπαρξη που έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για αμέτρητα κωμικά σχόλια, κείμενα, βίντεο. Αδιαμφισβήτητα, αποτελεί μία κατηγορία από μόνη της, αφού είναι και γνωρίζει τα πάντα.

Πρώτα απ’ όλα είναι γιατρός. Σε κάθε κρυολόγημα, γρίπη, ίωση, πονοκέφαλο, προχωρά αμέσως σε διάγνωση και σου χορηγεί την κατάλληλη θεραπεία, ενώ μετρά τον πυρετό με ένα φιλί στο μέτωπο. Ταυτόχρονα, βέβαια, θα σου ρίξει κι ένα ξεμάτιασμα, έτσι, για να κλειδώσει την ανάρρωση. Γνωρίζει, επίσης, τον λόγο που αρρώστησες κι είναι πάντα ένας απ’ τους εξής: Βγήκες έξω λουσμένος ή χωρίς ζακέτα ή και τα δύο ταυτόχρονα, ή έφαγες παγωτό Μάρτη μήνα και για αυτό «σε ‘πιασαν τα λαιμά σου».

Ακόμα, έχει καθιερωθεί ως εξειδικευμένη επιστήμονας, αφού μόνο εκείνη μπορεί να αποτυπώσει ορθά το φαινόμενο οξείδωσης της βιταμίνης C, διατυπώνοντας την πολύ κλασική φράση της: «Πιες, παιδί μου, την πορτοκαλάδα, θα φύγουν οι βιταμίνες».

Η Ελληνίδα μάνα είναι παράλληλα κι ο καλύτερος σεφ παγκοσμίως. Είναι εκείνη που όποτε χρειαστείς συνταγή θα στην προσφέρει χωρίς δισταγμό, ορίζοντάς σου τις αναλογίες των υλικών αλλά και την εκτέλεση με μεγάλη ακρίβεια: «Βάλε ένα τσακ αλάτι», «Αλεύρι όσο πάρει», «Βάλε λίγο λαδάκι, με το μάτι», «Άσε το κρέας στον φούρνο μέχρι να ψηθεί καλά».

Είναι παράλληλα κι υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, μάστορας, αφού ξέρει τι μερεμέτι απαιτείται για την επιδιόρθωση οποιασδήποτε βλάβης και γι’ αυτό κοιτά επικριτικά ακόμα και τον επαγγελματία, όταν καθυστερεί ή δεν καταφέρνει να το επισκευάσει, σερβίροντάς τον το περίφημο υποτιμητικό βλέμμα της, συνοδευόμενο από ένα «τς τς».

Δεν είναι η Ελληνίδα μάνα μέντιουμ, που μόλις δει το σπλάχνο της, το καμάρι της στεναχωρημένο, σπεύδει να δηλώσει με τη ρητορική ερώτησή της «Αυτός/η  ο/η αχαΐρευτος/η σε στεναχώρησε, πουλάκι μου;». Δεν είναι μαντική ικανότητα το ότι προβλέπει το φύλο του παιδιού σε μια εγκυμονούσα, επειδή η κοιλιά της είναι μυτερή ή στρογγυλή, επειδή το πρόσωπό της έχει αγριέψει ή γλυκάνει;

Πολύ σημαντικό για να αγνοηθεί και να μην αναφερθεί, είναι ότι κάθε Ελληνίδα μάνα μιλά άπταιστα την ελληνική γλώσσα, με τέτοιο τρόπο που ούτε ο Μπαμπινιώτης δεν μπορεί να βοηθήσει. Λέξεις όπως το «ουαί» –συνοδεύεται πάντοτε απ’ το «αλίμονο»– και το «κοτζάμ» –ακολουθείται κατά κανόνα απ’ τη λέξη «γαϊδούρι»– ανήκουν στις αγαπημένες της. Ενώ επινοεί και δικά της ρητά και φράσεις. Παράδειγμα, όταν η δική μου μητέρα κυνηγούσε την αδερφή μου (κάπου εκεί τριγύρω ήμουν κι εγώ) φωνάζοντας «έλα εδώ, βρε γαϊδούρι, να δει το άλλο το γαϊδούρι (εγώ!) πώς βάζουνε μυαλό τα γαϊδούρια».

Αυτονόητο είναι επίσης ότι η Ελληνίδα μάνα είναι δασκάλα, η οποία ποτέ δε σε έσπρωξε σε αυτό που αποκαλούμε «παπαγαλία», λέγοντάς σου «θα μου πεις όλο το μάθημα απ’ έξω, ακριβώς, και δε θα ξεχάσεις ούτε κόμμα». Υστερεί λίγο, συνήθως (χωρίς να ‘ναι κανόνας), στις θετικές επιστήμες και γι’ αυτό αν της ζητήσεις βοήθεια στα μαθηματικά δε θα παραδεχτεί την αδυναμία της αλλά θα σε παραπέμψει αλλού, συμπληρώνοντας «ας βοηθήσει και κανείς άλλος, όλα εγώ θα τα κάνω;».

Κι αυτή είναι η πραγματικότητα, όλα εκείνη τα κάνει. Σωστά ή λάθος, είναι πάντα εκεί, βράχος για την οικογένειά της, ετοιμοπόλεμη για κάθε πρόβλημα που θα προκύψει, η δύναμη κάθε σπιτιού, που δε φοβάται να αναλάβει ευθύνες, ενώ χαρίζει την απεριόριστη, αυθεντική κι ανιδιοτελή, αγάπη της.

Για αυτό, Ελληνίδα μάνα, μην αλλάξεις το παραμικρό, σε αγαπάμε όπως ακριβώς είσαι!

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη