Κάτι σαν πρόλογος:

Το φαινόμενο της πεταλούδας είναι μια ποιητική μεταφορά στη θεωρία του χάους για το φαινόμενο της ευαίσθητης εξάρτησης της εξέλιξης και αλληλουχίας γεγονότων από μια μικρή μεταβολή συνθηκών. Μια απειροελάχιστη, όπως αρχικά μπορεί να μοιάζει, μεταβολή στη ροή των γεγονότων, μια απόφαση διαφορά, οδηγεί την εξέλιξη μιας ιστορίας σε δραματικά διαφορετική κατάληξη από εκείνη που θα μπορούσε να είχε αν ακολουθούσε την αρχική της πορεία… 

Στα άγχη και τις αγωνίες του «Πήρα τη σωστή απόφαση; Κι αν…;» στην ουσία, δεν υπάρχει απάντηση. Στη ζώη, εξάλλου, δεν μπορούμε να διαβάσουμε την τελευταία σελίδα του βιβλίου πρώτα, να ξέρουμε πώς τελειώνει η ιστορία. Όσο κι αν ψάχνουμε μια λυτρωτική απάντηση, δε θα βρούμε ποτέ.

Εκτός από μία: «Ποιος ξέρει πώς θα ήταν τα πράγματα; Το φαινόμενο της πεταλούδας…»

Αυτό θα πούμε και εδώ. Θρύψαλα ζωών θα διαβάσουμε, στραβοκολλημένα μεταξύ τους. Το φαινόμενο της πεταλούδας· πραγματικές αποφάσεις, πραγματικά πρόσωπα, πραγματικές ιστορίες και πραγματικά “The End” που ίσως, εν τέλει, να έγιναν αλλιώς.

_____________________

Χτυπά το κουδούνι και μένει κάτω στο προαύλιο του Λυκείου ακόμα παγωμένη. Οκτώβρης μήνας και έκανε περισσότερο κρύο, της φαινόταν, απ’ ότι το φυσιολογικό. Γ’ Λυκείου και οι δύο, 17 ετών η Ξένια, 19 ο Γιάννης (έχοντας μείνει ήδη δυο φορές στην ίδια τάξη). Μετά τις εξετάσεις του Ιουνίου τα έφτιαξαν και δεν ήταν πάνω από δυο μήνες από τότε που την έπεισε να ολοκληρώσουν· όπως έλεγε, μπορούσε να έχει όποια ήθελε αν δεν του καθόταν αυτή. Ούτε καν η ίδια ήξερε πώς μπορούσε να τους τύχει αυτό. Αφού της υποσχέθηκε ότι θα πρόσεχε. Μέρες το ξέρει αλλά έτρεμε πώς θα του το έλεγε. Είχε συναυλία το προηγούμενο βράδυ, ήταν τύφλα όταν ήρθε και τη βρήκε, δεν μπορούσε να του το πει. Το προπερασμένο ήταν έξω με την παρέα του και ούτε στο τηλέφωνο δεν μπορούσε να τον πετύχει.

Εκείνο το πρωί όμως, ο πανικός και ο τρόμος δεν την άφησε να σωπάσει. «Γιάννη, είμαι έγκυος. Έκανα τεστ, βγήκε θετικό» Έτσι, στη ψύχρα. Πώς αλλιώς να του το πει; «Ω μπωωω τι μου λες τώρα; Και τι θες να κάνω εγώ;» ήταν η απάντησή του. Εν τέλει μετάνιωσε την κοπάνα και ανέβηκε να παρακολουθήσει, σήμερα, απ΄ όλες τις μέρες, την πρώτη ώρα.

Όταν αναγκάστηκε να το πει στους γονείς της, μιας και ο Γιάννης ήταν άφαντος από τότε που του το είπε, ήταν κάθετοι. Να το «ρίξει»; Ούτε κατά διάνοια! Αφού ήξερε να κάνει σεξ, θα μάθαινε και πώς να γίνει σύζυγος και μάνα. Αυτό που δεν έμαθε ποτέ ήταν τι είπε ο πατέρας της στον πατέρα του Γιάννη και πώς έγινε η όλη συμφωνία. Μέσα σε έναν μήνα, πριν αρχίσει καλά-καλά να φαίνεται η κοιλιά της, είχαν χορέψει τον χορό του Ησαΐα, φυσικά στην εκκλησία, και είχε μετακομίσει στο πατρικό του Γιάννη. «Πάει αυτό, αποφύγαμε τουλάχιστον τα ρεζιλίκια» είπε ο πατέρας της κάνοντας το σταυρό του, μόλις έληξε η τελετή.

Πανελλήνιες δεν έδωσε κανένας από τους δύο. Όχι ότι ο Γιάννης είχε ελπίδες να περάσει σε σχολή, αλλά έστω, να προσπαθήσει. Ούτε ποτέ σπούδασε η Ξένια που λαχταρούσε χρόνια να περάσει Βρεφονηπιοκομία. Έφτασε τα δικό της βρέφος την πρώτη μέρα των Πανελληνίων. Όταν οι άλλοι συμπλήρωναν τα ονόματά τους στα τετράδια του Υπουργείου Παιδείας, ακουγόταν ένα κλάμα. Τώρα της Ξένιας ήταν, του μωρού της ήταν, θα σας γελάσω. Τον ονόμασε ο Γιάννης «Ιάσονα» γιατί εκείνη την εποχή είχε αρρώστια με τον Jason Statham. Γιατί «Είναι γαμάο ο Τζέησον, και έτσι γαμάο θα ‘ναι και ο γιος μου».

Περνούν τα χρόνια βασανιστικά αργά –όπως πάντα βασανιστικά αργά είναι οι μέρες που μοιάζουν όλες απαράλλακτα το ίδιο άθλιες- και, 34 χρονών πλέον, μένει στο πατρικό της πάλι η Ξένια. Βρήκε δουλειά ως καθαρίστρια. Στο σχολείο των παιδιών της. Πέντε έκανε τελικά με το Γιάννη. Καρπερός ο Γιάννης, έλεγαν. Και βέβαια ήταν καρπερός, είχε και ορμές. Κάθε βράδυ. Δεν τολμούσε να του όχι, ήθελε δεν ήθελε η Ξένια, αν ήθελε ο Γιάννης, θα γινόταν σεξ. Υποχρεωμένη ήταν, γκαστρώθηκε και την αποκατέστησε αυτός, συζυγικά καθήκοντα ήταν αυτά. Δουλειά δε βρήκε όμως ποτέ, τουλάχιστον όχι σταθερή. Βλέπετε, δε σε κρατάνε σε μια δουλειά όταν εμφανίζεσαι το πρωί μαστουρωμένος και ξενύχτης. Αλλά ανάγκη δεν είχε, οι γονείς του τον επιδοτούσαν, έπαιρνε ταμείο όταν τον έδιωχναν, έπαιρνε και επιδόματα ακριβώς επειδή ήταν καρπερός. Κομπλέ ήταν, τη συνήθειά του τη συντηρούσε με αυτά και αυτό ήταν το σημαντικό. Τι θα φάνε τα παιδιά; Σκατά, τι τον ένοιαζε; Της το έλεγε κιόλας αν ποτέ σήκωνε κεφάλι η Ξένια να μιλήσει. Μια ξανάστροφη χρειαζόταν μόνο να σωπάσει. Κι όταν εν τέλει την έδιωξε από το σπίτι για να σπιτώσει τη νεότερη μπαρόβια γκόμενά του, δεν την πείραξε και ιδιαίτερα, τουλάχιστον θα έπαιρνε τα παιδιά επιτέλους από εκεί μέσα. Να της δώσει διαζύγιο όμως, ούτε λόγος. Να χάσει τα επιδόματα αυτός;

Σήμερα κλείνει τα 17 ο μεγάλος τους γιός, ο πρωτότοκος, ο Τζέησον μιας και επέλεξε ο ίδιος να κρατήσει το παρατσούκλι του. Ίδιος ο πατέρας του. Είχε παράδειγμα άριστο, άλλωστε. Από τα 14 ξεκίνησε να πίνει και να καπνίζει μαύρο, στα 15 πέρασε στα χαπάκια και τώρα πια γυρνά στους δρόμους πότε τελειωμένος, πότε σε κατάσταση στέρησης. Δεν την καταλαβαίνει την Ξένια τις περισσότερες φορές που περνά το πρωί και του αφήνει ό,τι ψιλά έχει. Όταν την καταλαβαίνει, ή που τη  βρίζει αισχρά, ή που γαντζώνεται στα πόδια της κλαίγοντας και παρακαλώντας την να τον πάρει πάλι στο σπίτι. Και δεν ήταν ότι δεν το είχε κάνει – περισσότερες φορές από ότι μπορούσε να μετρήσει. Τον έδιωξε από το σπίτι για να προστατέψει τα μικρότερα παιδιά της, αλλά παιδί της είναι και αυτός, τον πονάει. Για αυτόν πέταξε στα σκουπίδια όλα της τα όνειρα. Ποτέ δεν το μετάνιωσε –πώς να μετανιώσεις, άλλωστε, κάτι που δεν ήταν επιλογή σου;- και τον αγαπούσε όσο τη ζωή της την ίδια. Αλλά φοβόταν.

Σήμερα επίσης είναι που γυρνά σπίτι, σε κατάσταση αμόκ, ψάχνοντας κάτι, οτιδήποτε για να πουλήσει, να πάρει τη δόση του. Ο αδελφός του προσπαθεί να τον σταματήσει, αλλά του σπάει τη μύτη. Ο άλλος αδελφός του πέφτει επάνω του με φόρα και τον πετάει ο μεγάλος  –δεν ήταν και δύσκολο, 13 χρονών παιδί είναι, λεπτό σαν κλαρί- σε ένα τραπέζι με αποτέλεσμα να θρυμματίσει τον καρπό του. Η αδελφές του κλαίνε και τον παρακαλούν να σταματήσει αλλά μοιράζει χαστούκια σε αυτές. Και όταν η μάνα του τού λέει ότι παίρνει την αστυνομία, της ρίχνει μια στο κεφάλι μ’ ένα πιάτο, αρπάζει ό,τι μπορεί να πάρει στην αγκαλιά του και φεύγει τρέχοντας.

Ακούει η Ξένια τη σειρήνα του ασθενοφόρου λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της.

Σε ένα παράλληλο σύμπαν…

Η Ξένια ξυπνά. 34 χρονών, Βρεφονηπιοκόμος με μεταπτυχιακό στην ειδική αγωγή, που άνοιξε δικό της βρεφονηπιοκομείο στα 28 της, παντρεύτηκε στα 31 της τον Ιάσονα, έναν λογιστή που γνώρισε όταν έκανε έναρξη στο Βρεφονηπιοκομείο, και που την αγαπά και της αφήνει πάντα ένα κρουασανάκι δίπλα στον καφέ της το πρωί. Κλαίει δίπλα της ένα μωρό. Το δικό της μωρό, το πρώτο της παιδάκι.

Μέσα της μια γλυκόπικρη νοσταλγία για κείνο το παιδάκι που δεν έκανε στα 17 της. Πώς θα ήταν σήμερα το παιδάκι της άραγε; Τερμάτισε την εγκυμοσύνη, το θρήνησε, το έκλαψε, πότε-πότε (ειδικά κάθε χρόνο ανήμερα της ημέρας που βρέθηκε στην κλινική για την άμβλωση) το κλαίει ακόμα, και ποτέ της δεν το ξεπέρασε ολοκληρωτικά. Αλλά έκανε μια επιλογή, με τη στήριξη των γονιών της, άφησε αυτό το κομμάτι και το Γιάννη πίσω της, άλλαξε σχολείο, και έδωσε εκείνο τον Ιούνιο Πανελλήνιες.

Πότε-πότε αναρωτιέται και τι κάνει ο Γιάννης, προσπαθεί να φανταστεί τη ζωή της μαζί του. Άκουσε ότι ο Γιάννης είχε γίνει ρεμάλι, η μαμά της τον είδε στο δρόμο και δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του, ίσα που τον αναγνώρισε. Δεν είχαν περάσει 2 μήνες από τότε που εξαφανίστηκε της Ξένιας, και είχε ήδη αφήσει έγκυος μια άλλη κοπέλα. Είναι η καθαρίστρια, λέει η μάνα της, στο παλιό τους σχολείο, έχουν πέντε παιδιά και οι γείτονες λένε ότι συχνά ακούγονται καβγάδες στο σπίτι και ότι η γυναίκα πολλές φορές εμφανίζεται στη δουλειά με μελανιές στο πρόσωπο. Κρίμα.

Τον ειρμό των σκέψεών της διακόπτει η κόρη της. Τη χρειάζεται και το κλάμα της δεν αφήνει περιθώρια να σκέφτεται τα παλιά η Ξένια. Στην αγκαλιά της όμως, κι ας μην το ξέρεις κανείς άλλος, κρατά εκείνη τη στιγμή δυο παιδιά.

_____________________

Κοιτά η Βασιλική αποσβολωμένη το τεστ εγκυμοσύνης που κρατά στα χέρια της. «Και τώρα τι κάνουμε;» σκέφτεται. Είναι παντρεμένη με τον Λάμπρο εδώ και 15 χρόνια, έχουν ήδη τρία υγιέστατα αγοράκια τα οποία μεγαλώνει με κόπο και σκληρή δουλειά. Δύσκολες οι εποχές ακόμα και για τρία παιδιά, δε δουλεύει τώρα η ίδια, και έχει μειωθεί ο μισθός του Λάμπρου σημαντικά μιας και, ως μηχανικός, σε μια νεκρή εποχή για τις οικοδομές, έχουν μειωθεί και οι δουλειές και ο τζίρος του από όποια του τύχει. Άσε που πατάει αυτός τα 50 σε μερικές εβδομάδες, πού νέες ευκαιρίες. Προσπαθεί εδώ και καιρό, μήπως καταφέρει να μπει πάλι σε ένα νοσοκομείο. Δούλεψε αρκετά χρόνια ως νοσηλεύτρια, έχει την προϋπηρεσία, έλα όμως που δε γίνονται προλήψεις τώρα. Και στα 43 τώρα, κι άλλο παιδί; Δε γίνεται, δεν μπορεί. Ο μεγάλος θα πάει φέτος γυμνάσιο, ξεκινούν άλλα φροντιστήρια πέρα από τα αγγλικά και των τριών. Πώς θα τα καταφέρει με ένα μωρό τώρα στο σπίτι; Όχι, δεν μπορεί να κάνει κι άλλο παιδί τώρα.

Το λέει στο Λάμπρο το βράδυ όταν πάνε τα παιδιά για ύπνο. Ο Λάμπρος, σαν να αγνοεί όλα όσα σκέφτεται, πετάει από τη χαρά του. «Έλα, πάμε για το καρέ!» λέει και πανηγυρίζει. «Θα τη βρούμε την άκρη, πάντα τη βρίσκαμε.» Τρόμος καταλαμβάνει τη Βασιλική, αλλά αφού χαίρεται ο Λάμπρος, καταπνίγει τους φόβους της. Άλλωστε, τρία έχουν, τι διαφορά θα κάνει άλλο ένα;

Τα αποτελέσματα της αυχενικής διαφάνειας εμφανίζουν πρόβλημα. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της Βασιλικής όσο ακούει από το γιατρό τις επιλογές της. Ξέρει και πριν της τα πει, είναι νοσηλεύτρια, το έχει δει σε άλλους τόσες φορές, ξέρει απ’ έξω το ποίημα. «Μπορείτε να προχωρήσετε την εγκυμοσύνη αν επιθυμείτε, αλλά έχω χρέος να σας ενημερώσω ότι, λόγω ηλικίας και λόγω των τιμών της αυχενικής, υπάρχει μια πιθανότητα 85%, αν καταφέρει να επιβιώσει για την υπόλοιπη χρονική διάρκεια της κύησης, να γεννηθεί το παιδί σας με νοητική στέρηση και προβλήματα ανάπτυξης. Υπάρχει ακόμα η επιλογή του τερματισμού της εγκυμοσύνης, είναι αρκετά νωρίς να γίνει αυτό αν το επιθυμείτε.» Ο Λάμπρος είναι κάθετος. Από συντηρητική οικογένεια, δεν ακούει κουβέντα. Θα το κάνει το παιδί, και δε θέλει και άλλη κουβέντα να ακούσει.

Γεννιέται το κοριτσάκι τους λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Λάμπρος φεύγει από το δωμάτιο κλαίγοντας όταν τη βλέπει. Δεν μπορεί καν να την αντικρύσει. Η Βασιλική την κρατά στην αγκαλιά της και κλαίει επίσης. Θαύμα το γεγονός και μόνο ότι την άφησαν να τη δει. Αλλά ξεσήκωσε όλο το θάλαμο με υστερίες, οπότε της το έφεραν για λίγα λεπτά πριν έρθει ο ψυχίατρος να τη δει. Κλαίει για τους μήνες που την κουβαλούσε μέσα της, κλαίει για τα ροζ μωρουδίστικα που είναι σκόρπια παντού στο παιδικό δωμάτιο, κλαίει που τα αγόρια της δε θα έχουν την ευκαιρία ποτέ να γνωρίσουν την αδελφούλα τους. Στον όγδοο μήνα κύησης, έχασε το μωράκι της. Έπρεπε να μπει στη διαδικασία να το γεννήσει φυσιολογικά, κι ας μην την έπαιρνε μετά σπίτι μαζί της. Κλαίει γιατί είχαν επιλέξει για όνομά της το «Ελπίδα».

Εκείνη τη χρονιά δεν έκαναν Χριστούγεννα. Δε στόλισαν δέντρο, δε μερίμνησε κανείς για το οικογενειακό γεύμα των Χριστουγέννων, δε θα υπήρχαν καν δώρα αν δεν έρχονταν οι γονείς της Βασιλικής για τις γιορτές και να δουν τα παιδιά. Η μάνα της μάζεψε όλα τα μωρουδίστικα, ο πατέρας της τα πήρε και τα εξαφάνισε. Ανήμερα Χριστουγέννων και ο Λάμπρος ήταν στη δουλειά ακόμα, είχε πιάσει και μια δεύτερη όταν αυξήθηκαν τα έξοδά τους για το νέο μωρό και για όλα όσα χρειαζόταν η Βασιλική στην εγκυμοσύνη. Όπου να ‘ναι θα ερχόταν και η αδελφή της με τα δικά της παιδιά, μικρότερα από της Βασιλικής, το μωράκι της λίγο παραπάνω από ενός έτους, αβάφτιστο ακόμα. Δεν άντεχε να δει την ανιψιά της, δεν μπορούσε να το κοιτάξει το κορίτσι και όσο της χαμογελούσε η μικρή τόσο χειρότερη γινόταν η ψυχολογία της.

Μετά τη γέννα, είχαν συνταγογραφήσει στη Βασιλική αντικαταθλιπτικά για να μπορέσει να διαχειριστεί αυτό που ονόμασαν «επιλόχεια κατάθλιψη». Για τις ενοχές που ένιωθε, απένταντι σε όλους όμως, δεν υπήρχε θεραπεία. Κάπου βρήκε και ηρεμιστικά, μη ρωτάτε πού, ούτε η ίδια δε θα θυμόταν αν ρωτούσαμε. Δεν την είδε κανείς όταν πήρε μια χούφτα από το καθένα και τα κατέβασε.  Ξάπλωσε στον καναπέ και λίγο πριν την πάρει για τελευταία φορά ο ύπνος άκουσε, πίσω από τα ουρλιαχτά της μάνας της, τα αγόρια της να τραγουδούν Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Σε ένα παράλληλο σύμπαν…

Η Βασιλική ανοίγει τα μάτια της και βλέπει μπροστά της τα αγόρια της. Χτυπάνε με μανία τα τρίγωνά τους και της λένε τα κάλαντα τόσο παράφωνα που όλο και κάποιο βραβείο θα έπρεπε να πάρουν για την επιτυχία τους. Ο μικρός έχει απλωμένο το χέρι και περιμένει, λες και θα είχε χρήματα μαζί της στο κρεβάτι. Ο Λάμπρος ξυπνά και τους κυνηγά να φύγουν από το δωμάτιο με τα τρίγωνα για να κοιμηθεί μισή ώρα ακόμα πριν ξεκινήσει την προετοιμασία του Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Φεύγουν γελώντας και τρέχοντας από το δωμάτιο και η Βασιλική σηκώνεται από το κρεβάτι. Οι γονείς της, που είχαν έρθει να τους επισκεφτούν για τις γιορτές, ήδη πίνουν καφέ στην κουζίνα και κάθε τόσο σηκώνεται η μάνα της για να ισιώσει κάποιο από τα στολίδια στο δέντρο που ήταν στραβό.

Το μάτι της πέφτει σε ένα στολιδάκι “My 1st Christmas” που ήταν του μεγάλου γιού της, και ταξιδεύει το μυαλό της. Αν είχε αποφασίσει να κρατήσει το μωρό τους, τώρα θα την ξυπνούσε η μελωδία από κλάμα και όχι τα «Τρίγωνα Κάλαντα». Πώς θα ήταν εκείνο το μωράκι; Θα ήταν το κοριτσάκι που πάντα ονειρεύονταν ότι θα έκανε; Αλλά πήρε μια απόφαση, δεν το είπε σε κανέναν, και κρατά μόνη της το μυστικό. Δε βάρυνε τον αγαπημένο της σύζυγο με τις ενοχές που σίγουρα θα τον καταλάμβαναν αν το ήξερε, δεν το ανέφερε σε κανέναν και όταν έκλεισε το ραντεβού στην κλινική. Μόνο στην αδελφή της που τη συνόδεψε, που ήξερε το δίλημμά της μιας και μόλις πριν κάποιους μήνες είχε κάνει το 3ο παιδάκι της, και θα τη στήριζε ό,τι κι αν αποφάσιζε να κάνει.

Κανείς άλλος δεν το ξέρει, κανείς άλλος δε θα το μάθει. Την κοιτά η αδελφή της καθώς μπαίνει στο σπίτι, και ξέρει τι σκέφτεται, το βλέπει στα μάτια της. Της δίνει τη μικρή να την κρατήσει αγκαλιά, δήθεν να ξεκουράσει τα χέρια της. «Έλα Ελπίδα, πήγαινε στη νονά σου».

_____________________

Στο απόγειο της καριέρας της ήταν η Μάνια όταν γνώρισε τον Ανδρέα. Ήταν σε διευθυντική θέση στην Εταιρεία, περνούσαν όλα από τα χέρια της, κι ας ήταν μόλις 35. Χρόνια δούλευε για την επαγγελματική της καταξίωση, και τώρα πια απολάμβανε τους καρπούς των κόπων της. Ο Ανδρέας, γύρω στα 40+ γοητευτικός, γκριζομάλλης και αμετανόητος εργένης, ήταν συνάδελφος σε παρεμφερή θέση άλλης εταιρείας. Ήταν στην πόλη της για τη διαπραγμάτευση για μια συνεργασία μεταξύ των εταιρειών τους για δυο εβδομάδες. Μετά επέστρεφε στη βάση του και στη ζωή του.

Από τη πρώτη τους διαμάχη στο τραπέζι των συζητήσεων, ήξερα πολύ καλά και οι δύο τους τι ήθελαν και που θα κατέληγε αυτή η κόντρα. Το φλερτ σύντομο και έξυπνο, το σεξ ωμό και παθιασμένο. Υπεύθυνο παρόλα αυτά· πάντα έπαιρναν προφυλάξεις, ήταν αδιαπραγμάτευτος όρος στη συμφωνία τους εντός του δωματίου. Ήταν ένα πραγματικά απολαυστικό δεκαπενθήμερο στο τέλος του οποίου έδωσαν Μάνια και Ανδρέας τα χέρια και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον καλή συνέχεια και καλή σταδιοδρομία. Αν ξαναβρίσκονταν και ήταν πάλι και οι δύο στην ίδια φάση, μετά χαράς να επαναλάμβαναν τις «διαπραγματεύσεις» τους.

Ούτε έρωτας υπήρξε, ούτε της πήρε τα μυαλά, ούτε αναπτύχθηκε βαθύτερο συναίσθημα από την αμοιβαία συμπάθεια και το πάθος όταν βρίσκονταν. Και ήταν και οι δύο μια χαρά με αυτό.

Μέχρι που ένα μεσημέρι η Μάνια σωριάστηκε μεσ’ τη μέση του γραφείου της. Είχε ζαλάδες και ανακατωσούρες μέρες, να δεις που θα τη γυρόφερνε ίωση τώρα που θα έπεφτε πολλή δουλειά με το νέο project. Τέτοια ήταν η τύχη της! Αλλά όταν έκατσε στην ατζέντα της να βρει το τηλέφωνο του γιατρού της, πήρε το μάτι της τα αστεράκια που χρησιμοποιούσε να σημειώσει κάθε μήνα τις ημέρες περιόδου της. Τον περασμένο μήνα ήταν αδιάθετη λίγο πριν φτάσουν οι αντιπρόσωποι για τη διαπραγμάτευση. Μετρώντας τις μέρες κούνησε το κεφάλι της. Είχε αργήσει η περίοδός της 2 εβδομάδες. Δε γινόταν, κάποιο λάθος έκανε στον υπολογισμό. Ξαναμέτρησε. Και πάλι. Μήπως αδιαθέτησε και μεσ’ τον πανικό ξέχασε να το σημειώσει;

Δεν της πέρασε καν από το μυαλό η περίπτωση εγκυμοσύνης μέχρι που το είπε ο γιατρός της κοιτώντας τις εξετάσεις αίματος που είχε κάνει. Γέλασε στην αρχή· τι γέλασε, ξεκαρδίστηκε. Πότε; Με ποιον; Τον κρίνο; Αλλά της κόπηκε γρήγορα το γέλιο όταν ρώτησε ο γιατρός της πότε είχε τελευταία φορά σεξουαλική επαφή. Τότε θυμήθηκε τον Ανδρέα. «Μα χρησιμοποιούσαμε προφυλακτικό. Κάθε φορά. Από την αρχή της πράξης. Πώς έγινε αυτό;» Σχεδόν φώναζε, ήταν εξαγριωμένη. Της εξήγησε ο γιατρός πως, ενώ ήταν η πιο ασφαλή και σίγουρη μέθοδος αντισύλληψης η χρήση προφυλακτικού, δεν ήταν εγγυημένη 100% η αποτελεσματικότητά του ποτέ. Ιδιαίτερα αν ήταν αλλοιωμένο το περιτύλιγμα ή το ίδιο το προφυλακτικό ήταν ελαττωματικό.

Ήταν σαν ζόμπι όταν έφυγε από το γραφείο του γιατρού. Δεν μπορούσε τώρα να κάνει παιδί. Η δουλειά της πήγαινε περίφημα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί να την αφήσει, ούτε καν για άδεια μερικών μηνών. Δεν ήταν έτοιμη. Δεν είχε σχέση. Δεν ήταν καν ερωτευμένη με τον πατέρα. Τι ερωτευμένη; Δεν τον ήξερε καν αρκετά ώστε να ξέρει αν θα μπορούσε ποτέ να τον ερωτευτεί. Όχι, αποκλείεται. Το timing και η περίπτωση ήταν παντελώς ακατάλληλη. Δεν μπορούσε να κάνει παιδί. Δε θα το έκανε, το είχε ήδη αποφασίσει.

Κατέληξε στο σπίτι της κολλητής της. Της τα είπε όλα. Της είπε και για την απόφασή της να μην κρατήσει το μωρό. Και η κολλητή της έγινε υστερική. Μεσ’ τις τσιρίδες κατάλαβε η Μάνια μόνο ότι προσπαθούν εδώ και έναν χρόνο, χωρίς επιτυχία να κάνουν ένα παιδί αυτή και ο άντρας της, και αυτή παίρνει έτσι αυτό το δώρο και το πετά στα σκουπίδια. Έκλαιγε γοερά, οδυρόταν, ότι θα σκοτώσει μια ψυχή η Μάνια, ότι η ζωή μέσα της πονάει, ότι εδώ άλλοι λαχταρούσαν να κρατήσουν ένα μωρό και δεν τους έκανε τη χάρη ο Θεός. Μίλησε για κόλαση και την έβρισε με ό,τι εκδοχή βρισιάς υπάρχει για το «τσούλα», «πουτάνα» και «ανήθικη». Ποια; Η κολλητή της. Που δεν είχε αφήσει αρσενικό για αρσενικό στη σχολή όσο η Μάνια το ‘χε ρίξει στο διάβασμα. Τη γέμισε ενοχές με ευκολία, για όλα όσα είχε η Μάνια, όλα όσα δεν είχε η ίδια, σαν να της τα έκλεβε από μέσα από τα χέρια, σαν να ήταν χρέος της Μάνιας να την αποζημιώσει γεννώντας ένα παιδί που η ίδια δεν μπορούσε να αποκτήσει. Με ποιο δικαίωμα να τα έχει όλα αυτή; Είχε και η Μάνια αυτό το ρημάδι το συναίσθημα που δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί και άφησε την κολλητή της να την «μεταπείσει» να το κρατήσει.

Μετά από μέρες τηλεφώνησε στο γραφείο του Ανδρέα για να του μιλήσει. Έλειπε και ζήτησε το προσωπικό του τηλέφωνο. Της το έδωσαν φυσικά γιατί δεν ήξεραν ότι το τηλεφώνημα ήταν προσωπικό, το θεώρησε η γραμματέας του επείγον επαγγελματικό. Χτύπησε τρεις φορές και στην άλλη γραμμή ακούστηκε γυναικεία φωνή. «Παρακαλώ;» Υψίφωνη η δεσποινίδα, νέα σίγουρα, δε θα εξέπληττε τη Μάνια αν ήταν και δεκαετία πιο μικρή από αυτήν το κορίτσι. Έδωσε το όνομά της και την ιδιότητά της από την εταιρεία και ζήτησε τον Ανδρέα. «Μωλόοο απ΄ τη δουλειά σου είναι!»

Μόλις άκουσε την φωνή του Ανδρέα, του ζήτησε να απομακρυνθεί από άλλα πρόσωπα και του είπε ευθέως, all business, τι συνέβαινε. «Αποφάσισα να το κρατήσω και σε ενημερώνω γιατί έχεις και εσύ το δικαίωμα να το γνωρίζεις», του είπε. «Και πού το ξέρω ότι είναι δικό μου; Όπως πηδηχτήκαμε εμείς, μπορεί να πηδιέσαι με 100 άνδρες, δεν το ξέρω αυτό. Άσε μας κουκλίτσα μου και βρες κάνα άλλον να φορτώσεις το μπάσταρδο!» Ήταν και η τελευταία φορά που άκουσε τη φωνή το Ανδρέα.

Το παιδί γεννήθηκε Μάρτη μήνα. Η Μάνια είχε κοντά της την κολλητή της, που σαν να ήξερε ακριβώς τι χρειαζόταν το μωρό, συνέχεια, ενώ η Μάνια ήταν ανίδεη. Δεν έβρισκε καν τα συναισθήματά της για το μωρό, δεν ήξερε πώς ένιωθε. Έτσι είναι η αγάπη της μάνας; Αυτό το μητρικό που όλοι λένε ότι αποκτούν οι γυναίκες μετά τη γέννα μάλλον κάπου της βραχυκύκλωσε μέσα σε όλα τα υγρά. Ίσως και να έφταιγε το ότι δεν είχε παράδειγμα. Τη δική της μάνα την είχε χάσει σε μικρή ηλικία, και δεν τη θυμόταν. Και ακόμα δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Το μόνο που ήξερε ήταν το όνομά της. Καλλιόπη θα την έβγαζε, από τη μούσα, μπας και το κλάμα της αρχίσει να της μοιάζει κάποια στιγμή σαν μελωδία και όχι να της φέρνει ημικρανία.

Πέρασαν τα χρόνια και η Καλλιόπη μεγάλωσε. Μια στη νονά της (την κολλητή της Μάνιας) μια σε σταθμούς και με νταντάδες. Έμενε πολλές ώρες μόνη της στο σπίτι. Η Μάνια ποτέ δεν κατάφερε να αισθανθεί αυτό το μητρικό φίλτρο, ποτέ δεν κατάφερε να αγαπήσει ολοκληρωτικά και βαθιά το κορίτσι που είχε γεννήσει. Και σαν από ένστικτο, το παιδί το καταλάβαινε. Καταλάβαινε την ενόχληση που προκαλούσε στη μάνα της όταν αυτή γυρνούσε κουρασμένη βράδυ από τη δουλειά. Καταλάβαινε την εξαναγκαστική αγάπη που της ζητούσε η νονά της ως αντάλλαγμα. Δεν έχανε ευκαιρία να της υπενθυμίζει ότι η μάνα της δεν την ήθελε για αυτό ήταν αυτή εκεί, στη θέση της, να σιγουρευτεί ότι θα λάβει σωστή ανατροφή, να μη μεγαλώσει και γίνει σαν τη γυναίκα που τη γέννησε, αλλά σαν αυτή που ήταν υπόδειγμα μάνας. Όσο για τον πατέρα της, να μη ρωτάει πολλά. Ένα οne night stand της μάνας της, τής έλεγε, δεν αγαπιόντουσαν και στην τελική δεν ήθελε για τίποτα παραπάνω τη μάνα της, πόσο μάλλον να αναγνωρίσει την ίδια ως παιδί του. Η κάθε καλά δομημένη «αλήθεια» της μια λεπίδα που άφηνε νέα χαρακιά στην ευαίσθητη παιδική ψυχούλα της Καλλιόπης.

Από μικρή έμαθε, όχι τη λέξη, αλλά την έννοια της εγκατάλειψης. Δεν της έλειψαν ποτέ τα υλικά πράγματα, αλλά η ουσιαστική αγάπη της μάνας. Η Μάνια προσπαθούσε, αλλά κάθε που έβλεπε την Καλλιόπη, έβλεπε στο δικό της πρόσωπο τον Ανδρέα, έναν ξένο. Και όσο ξένος τής ήταν αυτός, τόσο ξένο ήταν κι αυτό το παιδί που τόσο του έμοιαζε. Κάθε που προσπαθούσε να την πλησιάσει, ένιωθε τις κινήσεις της άγαρμπες. Μέχρι που σταμάτησε να προσπαθεί.

Η Καλλιόπη έφτασε στην εφηβεία, αλλάζοντας ψυχολόγους σαν τα πουκάμισα. Στα 13 πέρασε την επανάστασή της την πρώτη· μαζί με αντικαταθλιπτικά. Στα 14 «ερωτεύτηκε» και το έσκασε από το σπίτι. Στα 16 βρέθηκε σε μια μπανιέρα ξενοδοχείου με σκισμένους τους καρπούς, πλέον μέσα σε βαριά κατάθλιψη, αφού την εγκατέλειψε και ο πέμπτος, πιο πρόσφατος, έρωτάς της. Ο πόνος της κοπέλας, το αίσθημα ότι για κανέναν δεν ήταν αρκετά καλή, ότι δεν την αγαπούσε κανείς αρκετά, ότι όλοι την αφήνουν στο τέλος, δεν αντεχόταν πια.

Και η Μάνια… Εγκατέλειψε τη δουλειά της για να αφιερωθεί στο να βρει την κόρη της και έχοντας περάσει μήνες και χρόνια ψάχνοντας για τα ίχνη της Καλλιόπης, έχοντας σπαταλήσει ότι είχε και δεν είχε προσπαθώντας μάταια να την βρει, είχε μείνει στο τίποτα. Ποτέ δεν έφτιαξε τη ζωή της. Μετά το θάνατο της κόρης της, σαν κάτι να έσπασε μέσα της και τα έχασε. Ακόμα και σήμερα μπορείς να τη βρεις, 60 πια, να τριγυρνά στους δρόμους της πόλης, άλλοτε να παραμιλάει λέγοντας στην Καλλιόπη παραμύθια, άλλοτε να την ψάχνει απεγνωσμένα και να της ζητά κλαίγοντας συγγνώμη. Πριν τη βρουν το πρωί, παγωμένη από το κρύο σε ένα παγκάκι έβλεπε ένα καταπληκτικό όνειρο…

Σε ένα παράλληλο σύμπαν…

Όπως έκλεισε το τηλέφωνο η Μάνια με τον Ανδρέα, έκανε στροφή, πήγε πάλι στο γιατρό και έκλεισε το ραντεβού της για την άμβλωση. Ήταν λάθος να κάνει έτσι ένα παιδί. Δεν είναι ότι δεν το ήθελε, αλλά υπό αυτές τις συνθήκες, πώς θα το έφερνε στον κόσμο; Δεν ήταν έτοιμη. Και δε θα το έκανε μόνη της για κανέναν λόγο. Ήξερε καλά ότι δε θα τα κατάφερνε.

Η κολλητή της τόσων ετών σταμάτησε να της μιλά. Τον Ανδρέα δεν τον ξαναείδε αλλά κάπου, κάποια στιγμή, πήρε το αφτί της κουτσομπολιό πως τον έπιασε η γυναίκα του – άτσα και σύζυγος ο Ανδρέας, και δεν το ήξερε κανείς!- στα πράσα με ερωμένη και τον έγδυσε για ό,τι είχε και δεν είχε. Ήταν πλέον γραφικός 40αρης + υπέρβαρος, χωρισμένος, με χρέη από διατροφές και την ιδέα ότι ακόμα περνούσε η μπογιά του υποτιμώντας τις γυναίκες γύρω του.

Στα 37 της η Μάνια γνώρισε τον Τάκη. Ψηλός, διακριτικός, σεμνός. Συμβολαιογράφος στο επάγγελμα, αλλά δεν είχε κανένα σύνδρομο κατωτερότητας όσον αφορά την επιτυχία της Μάνιας στη δουλειά της. Χωρισμένος, χωρίς δικά του παιδιά αλλά με 10 ανίψια που τον λάτρευαν και περνούσαν εναλλάξ τη μέρα μαζί του. Η μικρότερη ανιψιά του, η Μαρία,  κόλλησε πάνω στη Μάνια από τη πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, δυο χρονών ακόμα, νόμιζε ότι είχαν το ίδιο όνομα. Ακόμα και στο γάμο τους, την κρατούσε σε όλη την τελετή από το χέρι. Έμαθε από αυτό το μικρό πλασματάκι τι πάει να πει αγάπη και της δίδαξε με τα μικρά ροζ φουστανάκια της πώς να χορεύει στο κόσμο των παιδιών.

Διάβαζαν μαζί παραμύθια, ξαπλωμένοι στον καναπέ η Μάνια με τη συνονόματή της τη Μαρία, όταν της έπιασε η μικρή την κοιλιά και έκανε μια γκριμάτσα σκεπτική.

«Θεία Μάνια, το μωρό μας θα το πούμε Καλλιόπη. Σαν τη μούσα Καλλιόπη που τραγουδούσε όμορφα. Για να μας τραγουδάει όσο χορεύω. Και συμφωνία τώρα: εγώ θα την αγαπάω παααααάντα από τη γη μέχρι το φεγγάρι και θα την προσέχω και θα σου μάθω πώς να την αλλάζεις γιατί ξέρω από τη μπέμπα κούκλα μου. Ναι;» Έκλαψε από τη χαρά της τότε η Μάνια, γιατί τώρα ήταν έτοιμη.

Την επόμενη μέρα η Μάνια και ο Τάκης έμαθαν ότι θα γίνονταν γονείς.

_____________________

Κάτι σαν επίλογος:

For everything there is a season, and a time for every purpose under heaven: 
a time to be born, and a time to die; 
a time to plant, and a time to pluck up that which is planted; 
a time to kill, and a time to heal; 
a time to break down, and a time to build up; 
a time to weep, and a time to laugh; 
a time to mourn, and a time to dance; 
a time to cast away stones, and a time to gather stones together; 
a time to embrace, and a time to refrain from embracing; 
a time to seek, and a time to lose; 
a time to keep, and a time to cast away; 
a time to rend, and a time to sew; 
a time to keep silence, and a time to speak; 
a time to love, and a time to hate; 
a time for war, and a time for peace.

Ecclesiastes 3:1-8

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου