«Ραντεβού στα σκαλιά της Υπαπαντής»

Αν είσαι Καλαματιανός ή έχεις μείνει χρόνια στην Καλαμάτα, ξέρεις πως αυτό το ραντεβού δεν είναι για κάποιο γάμο ούτε είναι τυχαίο σημείο συνάντησης. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τους skaters που πήγαιναν στην πλατεία της Μητρόπολης τα βράδια για να κάνουν τα κόλπα τους μιας και είχε άπλα. Μετά μαζεύονταν μηχανάκια, κάθονταν οι έφηβοι παρέες-παρέες, άλλοτε κάπνιζαν, άλλοτε έπιναν μπίρες από το περίπτερο. «Αλήτευαν» όπως έλεγαν οι γονείς μας. Γνωστό το σημείο και στην αστυνομία δεκαετίες πίσω, λίγο πιο κάτω εκεί στην αρχή της παλιάς πλατείας περίμεναν μαζεμένοι για να είναι σε ετοιμότητα σε περίπτωση φασαρίας και για να τους έχουν φόβο όσοι έπιαναν τιμόνι μετά το ποτό τους. Τόσο που θυμάμαι πολλές φορές να γίνεται ακόμα και μεταξύ μας στο Λύκειο η ερώτηση «Τι δουλειά είχες εσύ στην Υπαπαντή;». Δεν πήγαινες για πλάκα πάντως και ούτε άνευ λόγου, τυχαία. Αν έμπλεκες με παρέα της Υπαπαντής, έμπελκες. Τελεία και παύλα.

Πλέον, απ’ ό,τι μάθαμε, είναι σημείο συνάντησης για καβγάδες, ξυλοδαρμούς και «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» μεταξύ ανηλίκων. Μαθαίνουμε ότι το τρίτο ντόπιο περιστατικό βίας από και σε παιδιά, μαθητές λυκείου, έγινε βράδυ Σαββάτου στα σκαλοπάτια της Υπαπαντής. Δεν πρόλαβαν καν να κάνουν τα 500 μέτρα απόσταση από εκεί που «κάνουν πιάτσα» και πίνουν καφεδάκι οι ΔΙΑΣ να φτάσουν στο σημείο πριν να είναι το ένα θύμα για τα επείγοντα. Φανταστείτε πόσο γρήγορα έγιναν όλα, ε! Ένα παιδί 16 χρονών ξυλοκοπήθηκε βάναυσα, με μπουνιές, κλωτσιές, με σιδερογροθιά. Τον έσυραν και δεν υπάρχει σπιθαμή στο σώμα του που να μην έχει κάποιο τραύμα που να μαρτυρά τι πέρασε. Το πρόσωπό του παραμορφωμένο από το πρήξιμο και καταμελανιασμένο. Από χέρια συνομηλίκων του. Για μια τηλεφωνική, λεκτική, διαμάχη στην οποία δε συμμετείχε καν ο ίδιος. Μάθαμε ότι τον απειλούν ακόμα, ότι δεν τους έφτασε αυτό. Μια τρίχα το όριο από το να συζητούσαμε ακόμα ένα περιστατικό όμοιο με του Άλκη. Και παιδιά ακόμα θυμωμένα. Που ακόμα απειλούν, που από ό,τι φαίνεται δε μεταμελούν και ούτε έχουν σκοπό να αλλάξουν πορεία και συμπεριφορά.

Δεν ξέρω αν εμείς ήμασταν οι ξενέρωτοι που είχαμε για στέκια συγκεκριμένο καφέ, συγκεκριμένο παγκάκι, συγκεκριμένο σαντουιτσάδικο και όποτε μυριζόμασταν καβγά ή που την κάναμε με ελαφρά ή που -αν ήταν γνωστοί- σπεύδαμε να τους χωρίσουμε πριν ανοίξει ο ένας τη μύτη του άλλου και έχουμε την επόμενη μέρα καμιά υστερική μαμά στο σχολείο. Τα βλέπαμε στα γήπεδα μέσα, από τους συνδέσμους, τα βρίσκαμε πού και πού τα βράδια σε κανά κλαμπάκι ή μπαράκι για τα μάτια μιας όμορφης. Αλλά όχι κι έτσι. Μπορεί και να ήμασταν οι ξενέρωτοι.

Και ναι, σίγουρα και πριν 10 και 20 και παραπάνω χρόνια, θα έβρισκες εκείνες τις παρέες που έδιναν ραντεβού για «ξύλο», αλλά έχουμε ξεφύγει από αυτόν τον έναν βαρβάτο καβγά της χρονιάς που γινόταν «διάσημο» σε όλα τα σχολεία της πόλης, που ακόμα και μετά από τόσα χρόνια θυμόμαστε που συνήθως έληγε κιόλας με το πρώτο αίμα από κουτουλιά ή μπουνιά στη μύτη. Και χωρίς να φτάσει κάποιος στο νοσοκομείο. Χωρίς να ξεχειλίζουμε από θυμό και παραβατικότητα.

Έχουμε φτάσει σε τρομακτικό επίπεδο αν τρίτωσε το κακό μέσα σε λιγότερο από μήνα σε μια πόλη σαν την Καλαμάτα. Τόσο που οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων έχουν θορυβηθεί και καλούν έκτακτες συνελεύσεις. Και δυστυχώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μεμονωμένα περιστατικά σε μεμονωμένη πολη. Όχι, βλέπουμε ειδήσεις από όλη τη χώρα. Ξυλοδαρμοί, άγριοι καβγάδες με θύματα που καταλήγουν στα νοσοκομεία, βιασμοί και σεξουαλικές κακοποιήσεις. Μεταξύ παιδιών. Υπάρχει ένα νέο pattern που τείνει να γίνει κοινωνικό φαινόμενο, που είναι επικίνδυνο και που πρέπει άμεσα να επιληφθούμε. Μπορεί να πάνε δύο δεκαετίες πια που έφυγα από το Chicago, αλλά μέσα σε 3 βδομάδες και 3 περιστατικά έχω όλο και πιο έντονο το συναίσθημα ότι και στην Καλαμάτα πια «Σικάγο γίναμε».

«Όσο υπάρχουν παιδιά, ζώα και λουλούδια, μη φοβάστε, όλα θα πάνε καλά» είπε ο Νίκος Καζατζάκης. Όταν τα παιδιά μας είναι τόσο θυμωμένα, καταφεύγουν σε ανείπωτη βία ο ένας ενάντια στον άλλον, που κακοποιούν, βιάζουν και διασύρουν το ένα το άλλο, τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει; Πώς θα πάνε καλά τα πράγματα;

Είδαμε ψυχολόγους, από έναν διαφορετικό σε κάθε κανάλι να δίνουν, ο καθένας από μια διαφορετική εξήγηση. Ο εγκλεισμός αυτά τα τελευταία χρόνια με το COVID-19 έχει δημιουργήσει anger management issues, ανικανότητα δηλαδή να διαχειριστούν το θυμό τους, σε ενήλικες και σε ανηλίκους, ακόμα και σε μικρά παιδιά δημοτικού. Ναι, σαφώς, το βλέπουμε όλοι αυτό, είναι λες και εξαντλήθηκε όλων η υπομονή. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που είναι βίαια, που πλέον υπάρχει και η «εξάρτηση της οθόνης» και βλέπουμε περιστατικά που ο Φρόυντ και χαρακτήριζε «κατάσταση υστερίας» όταν αποκόβονται τα παιδιά από την οθόνη. Καταπίεση, είτε σεξουαλική είτε άλλου είδους, που τους κάνουν να ξεσπούν σε βιασμούς και βίαιες πράξεις. Η έκθεση στα social media και ότι δεν υπάρχει έλεγχος στο τι βλέπουν, ακολουθούν και πώς διανέμεται αυτό. Το ότι λόγω της ελευθερίας της πληροφορίας και της έλλειψης πειθαρχίας και σωστής καθοδήγησης, τα παιδιά «έχουν ξεφύγει». Ναι, έχουν ξεφύγει. Δεδεομένο αυτό και χωρίς κάποια αμφιβολία. Κυριολεκτικά. Αλλά γιατί;

Κάθε λογής φιλοσοφία και μια απάντηση για κάθε γούστο. Λύση πάντως εγώ, δεν άκουσα. Τι πρέπει να κάνουμε ως ενήλικες, ως κοινωνία, όχι να τα τιμωρήσουμε, όχι να τα διαπομπεύσουμε, αλλά να τα θεραπεύσουμε, να βρεθούμε δίπλα τους, να έχουν στήριξη και να μη νιώθουν μόνοι τους (που έτσι κι αλλιώς είναι ενα συναίσθημα που επικρατεί στην εφηβεία, ότι είμαστε μόνοι και κανείς δε μας καταλαβαίνει) να κατευνάσουμε την ανάγκη να ξεσπούν έτσι;

Από περιέργεια, ρώτησε κανείς τα ίδια τα παιδιά να δούμε τι θα μας πουν;

Γιατί τόσος θυμός, βρε παιδιά; Τι έφταιξε; Τι χρειάζεστε περισσότερο από εμάς τους ενήλικες; Τι σας έλειψε και τα βλέπουμε όλα αυτά; Τι δεν κάναμε σωστά;

Γονείς τόσο ανήσυχοι με το πώς θα τα βγάλουν πέρα να πληρώσουν τα βασικά, να έχουν να φάνε ή γονείς που έχουν μπουχτίσει και ζουν τη ζωή τους. Που δεν έχουν χρόνο ή κουράγιο να καθίσουν με τα παιδιά τους να διαχειριστούν την εφηβεία τους. Που δεν έχουν τη δύναμη να επιτηρούν συνεχώς τι κάνουν τα παιδιά τους, πού πηγαίνουν, με ποιον βολοδέρνουν, τι κάνουν στο σχολείο και έξω από αυτό. Γονείς κουρασμένοι, χαμένοι, χωρίς υπομονή για τίποτα παραπάνω. Φταίνε;

Όταν δεν ξέρεις αν αύριο θα έχεις ρεύμα ή να ταΐσεις τα παιδιά σου, όταν δεν ξέρεις αν αύριο θα έχεις σπίτι ή θα στο έχει πάρει η τράπεζα για τα χρέη ή θα σε διώξουν από το ενοίκιο για να το κάνουν εποχικό air bnb, όταν δεν ξέρεις από τι να κόψεις για να πληρώσεις τα φροντιστήρια που χρειάζονται αυτά τα παιδιά γιατί η εκπαίδευση σε αυτό το μπουρδελοκράτος επιβάλλει την εξωσχολική εκπαίδευση αν θες να σπουδάσει το παιδί είτε σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό σχολείο. Όταν κοιτάς τις βασικές ανάγκες και σου «ξεφεύγει» το παιδί για το οποίο τα κάνεις όλα αυτά, όχι. Για τους άλλους δε θα μιλήσω καν. Δυστυχως υπάρχουν μπόλικοι που ήταν και είναι παρτάλια, που μόνο γονείς δεν πρέπει να λέγονται. Αλλά είναι άλλο θέμα για άλλη μέρα κι άλλο άρθρο αυτό. Ας μείνουμε στους «σωστούς» γονεις που προσπαθούν να μεγαλώσουν «σωστά» παιδιά.

Γιατί ακούω τα παιδιά καθημερινά, ζω μαζί τους, περισσότερο βρίσκομαι στο δικό τους κόσμο παρά σε αυτό των ενηλίκων. Και το κύριο συναίσθημά τους δεν είναι ο θυμός. Αυτό είναι απλά επακόλουθο. Όχι, δεν είμαι ψυχολόγος να σας τα πω επιστημονικά. Δασκάλα είμαι. Απο εκείνες τις δασκάλες που ακούν και συμπαραστέκονται στα παιδιά τους, που προσπαθούν να τους βοηθήσουν να γίνουν σπλαχνικοί ανθρωπιστές, ευτυχισμένοι, πετυχημένοι, απαλλαγμένοι απο κατάλοιπα που πρέπει να αποβληθούν από την κοινωνία μας και άνθρωποι που θα διαιωνίσουν κάποιες αρχές για τις επόμενες γενιές. Ναι, από εκείνες είμαι.

Να σας πω τι νιώθουν αυτά τα παιδιά, αυτή η γενιά και ξεσπά έτσι; Να σας πω τι μου έχουν πει, χωρίς να αρθρώσουν λέξη γιατί δεν μπορούν, τι ερμηνεύω από τις σιωπές και τις αντιδράσεις τους; Νιώθουν εγκατάλειψη, νιώθουν αδιαφορία, νιώθουν ότι είναι ασήμαντοι και ότι ο μόνος τρόπος να έχουν λόγο για τη ζωή τους είναι να φωνάξουν. Νιώθουν ότι ακόμα κι όταν φωνάζουν κανείς δεν τους ακούει και δεν έχει και καμία σημασία όσο κι αν φωνάζουν, δε θα ακουστούν. Δεν έχουν όνειρα, ενδιαφέροντα και αξιώσεις για το μέλλον τους γιατί κατά βάθος δεν ξέρουν ούτε τι είναι όλα αυτά ούτε ότι έχουν δικαίωμα να τα έχουν, για να μπορούν και να τα έχουν. Νιώθουν απελπισία γιατί αύριο ποιος ξέρει τι ξημερώνει όποτε «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» σήμερα. Νιώθουν αδικημένοι. Είτε τα έχουν όλα είτε δεν έχουν όσα έχουν οι άλλοι στην ηλικία τους. Αδικημένοι απο εμάς τους ενήλικες που έχουμε και κάνουμε ό,τι θέλουμε γιατί ακριβώς φτάσαμε και ξεπεράσαμε τα όριά μας τα τελευταία χρόνια και νιώθουν ότι ως παιδιά έχουν το δικαίωμα να απαιτούν και να διεκδικούν την ηλικία και την ανωριμότητά τους. Που νομίζω τους έχουμε κλέψει λίγο από εκείνη την ανωριμότητα και την ανεμελιά που δικαιούνται στο βωμό του ωχαδελφισμού και του παρταλιασμού μας οι μεγάλοι. Δεν τους δώθηκε η ευκαιρία για όνειρα, δεν ξέρουν τι τους ενδιαφέρει για μέλλον, δεν έχουν αξιώσεις γιατί δεν τους μάθαμε τι είναι αυτές. Είναι αδικία γιατί όποιος κι αν είσαι, όποια κι αν ήταν η ζωή σου και όποιες οι δυσκολίες της οικογένειάς σου όταν ήσουν στην εφηβεία, και όνειρα είχες και ενδιαφέροντα δικά σου, και αξιώσεις για το μέλλον σου.

Και το κυριότερο όλων ξέρετε ποιο είναι; Δεν έχουν ιδέα τα παιδιά μας γιατί τα νιώθουν αυτά.

Τα δικά τους συναισθήματα αντικατοπτρίζουν τα δικά μας. Στην αναπτυξιακή ψυχολογία διαβάζουμε ότι τα παιδιά διαμορφώνουν χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασία ως την εφηβεία. Από τότε κι έπειτα αρχίζουν και αναπτύσσουν τα δικά τους γούστα, συμπεριφορές και χαράζουν δική τους πορεία σιγά-σιγά. Που σημαίνει πρακτικά και με πολύ απλά λόγια ότι ένα παλικαράκι 15-16 ετών, ως πριν τρία χρόνια, ήταν στη φάση ανάπτυξης χαρακτήρα. Που κατ’ επέκταση σημαίνει ότι ό,τι έβλεπε ως τότε γινόταν ένα με αυτόν και την ψυχούλα του. Και στα 16 πλέον, που είναι και αντιδραστική φάση της εφηβείας, παρουσιάζει συμπεριφορές που δε δημιουργήθηκαν τώρα αλλά πριν κάποια χρόνια.

Ο φόβος μας, η ανησυχία μας, τα συναισθήματα που ήρθαν, πολλαπλασιάστηκαν, αναπτύχθηκαν και θρόνιασαν σε εμάς τους ενήλικες που ενδεχομένως να μάθαμε να διαχειριζόμαστε όταν ήμασταν εμείς έφηβοι, αλλά που έγιναν τόσο τιτανοτεράστια τα τελευταία χρόνια που έπρεπε να βρούμε νέα coping methods, έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται στους εφήβους. Μια ηλικία που οι ορμόνες μας κάνουν ομελέτα τον εγκέφαλο και τον συναισθηματικό κόσμο έτσι κι αλλιώς. Έρχονται όλα αυτά επιπλέον και πλακώνουν. Δεν έχουν σταθερό σημείο αναφοράς πλέον, αντιλαμβάνονται ότι όλα πάνε κατά διαόλου και βυθίζονται σε ένα χάος που αντιπροσωπεύσει το χάος που έχουμε μέσα μας οι ενήλικοι που καταφέρνουμε κάπως να σηκωθούμε το πρωί, να πάμε για δουλειά, να πληρώσουμε λογαριασμούς, να βάζουμε ένα ψεύτικο χαμόγελο και να κάνουμε ότι δε μιζεριάζουμε. Γιατί έτσι μάθαμε. Αλλά γιατί δεν το διδάξαμε στην επόμενη γενιά, καλώς ή κακώς. Με πρόφαση να έχουν καλύτερη ζωή αλλά ως δικαιολογία να μη νιώθουμε ένοχοι για την ανεπάρκειά μας. Παραδεχτείτε το μπας και δούμε, και δουν και αυτά τα παιδιά, που δεν πρόλαβαν να φταίξουν, καθώς και αυτά που θα έρθουν, μια άσπρη μέρα με μια κάποια ελπίδα.

Τα παιδιά μας είναι ο πιο καθαρός καθρέπτης μας. Οι έφηβοί μας είναι οι έφηβοι που όλοι μας ακόμα κρατάμε κάπως ζωντανούς μέσα μας κι ας καταφέρνουμε να τους σωπάσουμε καθημερινά. Ως κοινωνία. Είναι εκείνη η μικρή ελπίδα ότι όλα θα φτιάξουν, που ουρλιάζουν για το δίκαιο, που πολεμούν για τα διακαιώματά τους, που επαναστατούν και αντιδρούν για καθετί που κάπως κάθεται στραβά μέσα τους -θα κάνουμε μια κοπάνα, θα πάμε μια εκδρομή, θα χαλάσουμε όλα τα λεφτά που έχουμε στην τσέπη και αύριο βλέπουμε. Εκείνα τα μικρά «παράνομα» που κάναμε κοιτώντας πίσω μας μη μας δει κανά μάτι, μη μας πετύχει κανείς και βρούμε μπελά. Αυτά τα νορμάλ. Αλλά δεν αρκούν πλέον για να σταθούμε απέναντι στα παιδιά και να πούμε ότι «κάνουμε ό,τι μπορούμε για ένα καλύτερο αύριο για εμάς αλλά και για εσάς».

Αν σκεφτούμε τα σημερινά δεδομένα, που κάνουν το γύρω των ειδήσεων και ενημερωτικών εκπομπών, αν κάτσουμε αν δούμε καθαρά αυτήν την εικόνα που έχει σχηματιστεί στον καθρέπτη, μπορούμε να δούμε λιγάκι πιο βαθιά από τη δική μας επιφάνεια. Και όλοι εσείς οι «δεν είναι έτσι το δικό μου το παιδί, το έχω μεγαλώσει με αρχές, δεν μπλέκει», σας ξέρω και ακούω τη σκέψη σας όση ώρα διαβάζετε. Είναι το ίδιο ανεύθυνο να πει κανεις αυτό με το να πει κάποιος «οχι, το δικό μου το παιδί, δεν έχει κανένα θέμα, τι λέτε τώρα;!» ενώ το βλέπουν το θέμα που χρίζει ειδικής βοήθειας. Πολύ θέλει να βρεθεί τη λάθος στιγμή, στο λάθος μέρος; Πόσες φορές, ένας αθώος και έντιμος άνθρωπος, στη προσπάθεια να γίνει ο ειρηνοποιός, έγινε το θύμα; Δεν έχει απολύτως καμία σημασία αν το δικό μας το παιδί είναι το σωστο, το φιλότιμο, το έντιμο, το καλό ή η ίδια η αληταρία που οριακά είναι με το ένα πόδι σε αναμορφωτήριο. Δεν υπάρχει το άσπρο και το μαύρο σε αυτές τις περιπτώσεις, όλα είναι αποχρώσεις του γκρι, οπού κανείς δεν ειναι ασφαλής και ακέραιος. Σκεφτείτε λίγο τα δικά σας εφηβικά και φοιτητικά χρόνια. Δεν υπάρχει μια περίπτωση που να ζήσατε οριακά κοντά στον κίνδυνο, που σε κλάσματα δευτερολέπτου θα μπορούσε να γίνει η κατάσταση τραγική για πρωτοσέλιδο;

Ως γνήσια ξενέρωτη geek, nerd και «φυτό», που ήμουν η μαμά της παρέας μια ζωή, το καλό παιδί που ποτέ δεν έμπλεκε, που έκανα παρέα επίσης με πραγματικά καλά παιδιά, που το χειρότερο που είχε η μάνα μου να διαχειριστεί ήταν μια κοπάνα για την οποία δεν την είχα ενημερώσει και τη μάθαινε γιατί γυρνούσα σπίτι νωρίς από το σχολείο, μπορώ έτσι για πλάκα, να σας εξιστορίσω πέντε περιστατικά προσωπικά που από τύχη ξέφυγα το κακό – και που τότε, όταν συνέβαινε, δεν κατάλαβα καν τον κίνδυνο. Ο πατέρας μου, με τρεις κόρες και βενιαμίν τον γιο, έχοντας ζήσει τη νύχτα και τα δικά του «παρά τρίχα»μας έμαθε πώς να προσέχουμε τον εαυτό μας, ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που αυτή τη στιγμή τα γράφω όλα αυτά. Όσο έτοιμη ήμουν για το κόσμο της ημέρας άλλο τόσο για της νύχτας αν επέλεγα να νυχτοπερπατήσω. Και πάλι όμως. Τίποτα δε σε προετοιμάζει όταν βρεθείς κατα μεσής ενός τυφώνα. Θα εφταίγα εγώ, οι γονείς μου, τα άλλα τα παιδιά, οι γονείς τους αν κάτι γινόταν, αν κάτι πάθαινα; Ή η κακιά στιγμή;

Το bottom line – το νου σας στα παιδιά. Γονείς, γείτονες, μαγαζάτορες, περαστικοί, άκυροι και σχετικοί. Η επόμενες γενιές είναι ευθύνη όλων. Τα παιδιά μας είναι το μέλλον μας, και το μέλλον είναι ευθύνη όλων. Για να «ξεφεύγουν» τα μικρά κάπου ξεφύγαμε πρώτα όλοι εμείς. Όλοι είμαστε και συμμέτοχοι και συνένοχοι όταν τα παιδιά παίρνουν λάθος δρόμο.

Χρειαζόμαστε ως κοινωνία συλλογική βοήθεια. Να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον και όλοι τα παιδιά μας. Να ζητήσουμε τη βοήθεια ειδικών, να προσφέρεται η βοήθεια ειδικών στα σχολεία μας και όπου αλλού χρειάζεται. Να καταλάβουμε όλοι, παιδιά, έφηβοι κι ενήλικες τι γίνεται μέσα μας και γύρω μας για να μπορούμε να τα «πολεμήσουμε» στοχευμένα και όχι αναμεταξύ μας. Nα τους μάθουμε τις δικές μας «αλητείες» που είχαν κάτι απο φιλότιμο, ανθρωπιά και σκανδαλιά. Όχι βία, όχι νοσοκομεία, όχι διασυρμό. Αν κάπως καταφέρουμε να θεραπευτούμε οι ενήλικες, θα θεραπευτούν και τα μικρά μας, το μέλλον όλων. Μόνο έτσι θα συνεχίσουμε να βλέπουμε την ελπίδα στα μάτια των παιδιών μας, τη χαρά για τη ζωή και την ανυπονησία για την ενηλικίωση και όσων φέρνει στων εφήβων· εκείνη η ελπίδα σαν του Καζαντζάκη για το μέλλον.

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου