Μεγαλώνοντας, βομβαρδιζόμουν (ενδεχομένως κι άλλοι της ηλικίας μου) με ιστορίες και παραμύθια για την αξία της συγχώρεσης και της μεγαλοψυχίας. Αρετές μεγάλης αξίας που ωφελούν, κυρίως όποιον συγχωράει, διότι απαλλάσσεται από οποιοδήποτε αίσθημα κακίας ή πικρίας τού γέννησε μια συμπεριφορά ή ένα άτομο. Σε θεωρητικό επίπεδο, το άτομο γιατρεύεται από πάθη και εντάσεις και βάζει πίσω του αρνητικές στάσεις που τον πλήγωσαν.

Νιώθω ότι αυτός ο τρόπος σκέψης με βασάνιζε για πολλά χρόνια, σε όλη εκείνη τη διαδικασία ωρίμασης και ενηλικίωσης, που το άτομο αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του και να προσδιορίζει με διαφορετικό τρόπο τις σχέσεις και τις συνιστώσες που τον αφορούν. Δε με βασάνιζε η  σκέψη αυτή καθαυτή της συγχώρεσης αλλά το καταναγκαστικό του πράγματος, το πρέπει πίσω από τη συμβουλή κι η απουσία οποιασδήποτε εναλλακτικής. Το ότι όφειλα να δώσω δεύτερη ευκαιρία και τόπο στην οργή για να μη διαταραχθεί η όποια ισορροπία υπήρχε.

Εδώ εγείρεται και το φιλοσοφικό, αλλά απόλυτα λογικό, ερώτημα, κατά πόσο είναι «σωστό» να δίνουμε δεύτερη ευκαιρία και να συγχωράμε καταστάσεις που μας πλήγωσαν. Και για να το προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα, πόσο επωφελές είναι για την ψυχική μας υγεία να επιστρέφουμε, εμείς οι ίδιοι, αυτόβουλα και οικειοθελώς, σε μια κατάσταση που έχει τελειώσει; Μας προσφέρει κάτι ή μας τραβά πίσω;

Ας πλάσουμε ένα σενάριο αληθοφανές και ρεαλιστικό. Μια ερωτική σχέση που διήρκεσε ένα άλφα χρονικό διάστημα ολοκληρώθηκε με όχι ομαλό τρόπο. Όχι απαραίτητα άσχημο ή βίαιο, αλλά με εκείνο το αίσθημα που σου αφήνει ένα κόμπο στο στομάχι, μια πικρία και ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Είτε λίγο είτε πολύ καιρό μετά, συγκυρίες, τύχη, σκοπιμότητα, όλα μαζί ή και κάτι άλλο, συνωμοτούν και αφήνουν ένα αμυδρό ενδεχόμενο, που στο χέρι και των δύο είναι να δυναμώσει, για επανασύνδεση. Και γεννιέται το ερώτημα: το παίρνουμε πάλι από την αρχή; Το ξεκινάμε ξανά; Έχει κάτι άλλο να μου δώσει αυτή τη φορά; Μήπως δεν κάναμε κάτι σωστά την προηγούμενη φορά και αυτή τη φορά θα τα κάνουμε όλα όπως πρέπει; Άρα, μήπως αυτή τη φορά, επειδή μάθαμε από τα λάθη μας και δε θα τα επαναλάβουμε, θα λειτουργήσουν όλα όπως πρέπει για να το κάνουμε να πετύχει;

Κι επειδή το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια, ξεκινά ένας άνισος αγώνας ανάμεσα σ’ αυτές τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Άνισος διότι κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει λογικές ή αληθινές απαντήσεις σε κάποια από αυτές τις ερωτήσεις. Αν υπάρχει ακόμα το συναίσθημα και είναι δυνατό, παρ’ όλη την πικρία με την οποία τέλειωσε η σχέση, τότε η καρδιά φωνασκεί: Ναι, ναι, ναι σίγουρα, ναι εννοείται. Είναι εκείνη η μικρή, ελάχιστη σπίθα που έμεινε να καίει στην άκρη της καρδιάς, ελπίζοντας να ζωντανέψει ξανά και να μετατραπεί σε φλόγα δυνατή.

Αν αλλαχτούν τα πρόσωπα και οι εξωτερικές συνθήκες, και έχουμε λόγου χάριν μια φιλική σχέση που τέλειωσε λόγω προδοσίας ή μια επαγγελματική που έληξε λόγω άλλων προτεραιοτήτων, θεωρώ πως οι σκέψεις σε μια πιθανότητα «επανασύνδεσης» είναι οι ίδιες και η εσωτερική πάλη, αντίστοιχη. Πάλι προβληματιζόμαστε και σκεφτόμαστε το αν: αν αυτή τη φορά οι καταστάσεις εξελιχθούν διαφορετικά.

Οι λόγοι για τους οποίους σκεφτόμαστε να δώσουμε δεύτερη (στην καλύτερη, κάποτε μπορεί και τρίτη ή τέταρτη) ευκαιρία είναι καθαρά συναισθηματικοί. Είμαστε ευάλωτοι, αδύναμοι και τρωτοί και τέτοιες συνθήκες μας καθιστούν πιο συναισθηματικούς. Δε σκεφτόμαστε λογικά ή ψύχραιμα και υποκύπτουμε στην ανάμνηση, την ωραία πάντα. Δεν περνά ποτέ από το μυαλό μας, ή και αν περνά είναι μια σκέψη που την αποδιώχνουμε αμέσως, ότι το αποτέλεσμα μπορεί και πάλι να είναι αρνητικό και μάλιστα ότι σε μια τέτοια περίπτωση το συναίσθημα θα είναι ακόμα πιο βαρύ επειδή έχει εξαντληθεί και έχει αποτύχει και η τελευταία προσπάθεια.

Φυσικά, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον λόγο για τον οποίο μια σχέση έχει λήξει. Έχει μεγάλη διαφορά αν ο λόγος είναι η απιστία ή η φυγή του ενός σε μια άλλη χώρα. Αν είναι η βία ή τα άσχημα οικονομικά τη δεδομένη στιγμή. Αν είναι οι εθισμοί ή το καθημερινό πιεσμένο πρόγραμμα. Και, επίσης, αν έχουν ειπωθεί λόγια που πλήγωσαν βαθιά κι ανεπανόρθωτα. Και για να ακουστώ τετριμμένη, αν εκείνη η μεγάλη αγάπη ακόμα υπάρχει, η δεύτερη ευκαιρία θα δοθεί. Ασυζητητί.

Υπάρχει ένα ρητό που λέει «γιατί να χαραμίσεις τον πολύτιμο χρόνο σου και να δώσεις μία δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον που σε έχει απογοητεύσει, ενώ εκεί έξω υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να πάρει την πρώτη του και μάλιστα με ελαφρυντικό το τεκμήριο της αθωότητας»;

Πεποίθησή μου είναι ότι όταν ραγίσει το γυαλί δεν ξανακολλάει. Η ρωγμή είναι εκεί για να θυμίζει το σπάσιμο. Και ονομάζεται ρωγμή για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Έχει επέλθει ρήξη. Κάτι έσπασε, κάτι τσάκισε. Η επιστροφή σε μια κατάσταση που ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε, μας τραβά και μας κρατά πίσω. Δε μας αφήνει να εξελιχθούμε και να προχωρήσουμε.

Σε μια χιουμοριστική και ευτελή σύγκριση, η σχέση είναι όπως ένα όμορφο κεραμικό μαγνητάκι για το ψυγείο, που το φέραμε από το αγαπημένο μας ταξίδι και τρέμουμε μην το χάσουμε. Στο απότομο άνοιγμα το ψυγείου, μετά από ένα καβγά ή μια απροσεξία, το πολύτιμο μαγνητάκι σπάει και επιστρατεύεται η πιο ισχυρή κόλλα για να ενώσει και πάλι τα κομμάτια. Για να πάρει και πάλι τη θέση του στο ψυγείο αλλά κυρίως στις αναμνήσεις μας. Τις πρώτες μέρες το καμαρώνουμε και νιώθουμε και περήφανοι για την επιλογή μας να το κρατήσουμε και να μην το πετάξουμε. Αλλά, με την πρώτη άτσαλη κίνηση που θα κάνουμε ή το πρώτο ταρακούνημα, το πάτωμα θα γεμίσει θρύψαλα, μικρά κομματάκια μιας οριστικής τώρα ρήξης, από ένα αντικείμενο που κουβαλά τόσες αναμνήσεις αλλά και τόση λύπη τώρα που έσπασε. Πρόσκαιρη λύπη, όση ώρα θα βλέπεις τα κομμάτια στο φαράσι πριν πεταχτούν.

Στη σχέση, όμως, η λύπη δε θα είναι πρόσκαιρη. Είναι πιο συντριπτική και πιο έντονη. Διότι έχει προηγηθεί ένα συναισθηματικό δέσιμο, μια επένδυση: χρόνου, ενέργειας, φαιάς ουσίας. Και με την ολοκλήρωσή της, αδειάζεις. Από όσα έδωσες και όσα πίστεψες.

Συντάκτης: Χριστιάνα Δεμέναγα