Παντζούρια ερμητικά κλειστά. Λες και το φως είναι ο εχθρός. Λες και το φως θα δείξει τις κρυμμένες πληγές και θα τις κάψει. Η σελήνη ανατέλλει και εγώ βυθίζομαι στο σκοτάδι της μοναξιάς. Οι αναμνήσεις με ταξιδεύουν και δε θέλω να βρω τον δρόμο να γυρίσω πίσω. Αρνούμαι. Πεισμώνω. Θέλω να χαθώ σε αυτές τις μικρές ώρες της νύχτας και να εξαφανιστώ. Πόσες μορφές να δώσεις στην απουσία για να τη γεμίσεις; Πόσα ονόματα στη μοναξιά; Tη βαφτίζω ελπίδα, υπομονή, θέληση, επιστροφή. Μα τελικά αυτή μου κλείνει το μάτι και αυτοαποκαλείται «φόβος».

Θέλω να κοιμάμαι όσο πιο πολύ γίνεται, να κλείνω τα μάτια μου και κάτω από τα βλέφαρά μου να παίζει μονάχα η μορφή σου. Αν η απόγνωση είχε όνομα, μάλλον θα είχε το δικό μου. Έχει αρχίσει και μου αρέσει η απομόνωση αυτή, άρχισα να την συνηθίζω και εκείνη εμένα. Το δωμάτιο μυρίζει παγωμένο οξυγόνο, κλεισούρα και μούχλα. Ψαχουλεύω στα σκοτάδια για να βρω αρώματα, αφές, αισθήσεις που με έχουν καθορίσει. Φοράω το μπλουζάκι σου που άφησες πίσω. Το είχα βρει χωμένο ανάμεσα στα μαξιλάρια.  

Θέλω να πετάξω έπιπλα, βιβλία, ό,τι είναι μπροστά μου, να τα σπάσω όλα και να πέσω κάτω από την κούραση. Όμως δεν έχω αντοχές. Στον ύπνο βρίσκω καταφύγιο. Στον ύπνο συλλέγω εικόνες από τον έρωτά μας και λέξεις από τις εξομολογήσεις μας. Τα όνειρα προσφέρουν απλόχερα μια εικονική πραγματικότητα, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου. Την πλάθω όπως θέλω εγώ, αλλάζοντας χρόνους, σκηνικά και διαλόγους. Γράφω και σκηνοθετώ το δικό μου ονειρικό σενάριο και εμείς οι δυο να το ακολουθούμε πιστά. Στα όνειρα μου μπορώ να αλλάξω το τέλος, να το φτιάξω ξανά από την αρχή. Σαν να μην έφυγες ποτέ.

Σαν να ξαναπηγαίνουμε σε εκείνο το πάρκο όπου καθόμασταν με τις ώρες. Δυο καφέδες στο χέρι. Σκέτος εσύ, γλυκός εγώ. Τα βιβλία μας αγκαλιά και τα σκυλιά να τρέχουν στα χορτάρια. Ξάπλωνες πάνω μου και δεν έλεγες κουβέντα. Άφηνες τις σκέψεις μας να μπλέκονται σαν τις νότες πάνω στο πεντάγραμμο.

Σαν να μαγειρεύεις στο σπίτι το αγαπημένο μας φαγητό και να σιγοτραγουδάς. Σαν να ξαναπηγαίνουμε στις παραλίες που γεμίζαμε με αγκαλιές το καλοκαίρι, στις νύχτες στα Κάστρα που γεμίζαμε με φιλιά και στις μέρες στον καναπέ που γεμίζαμε με όνειρα. Σαν να διαβάζεις δυνατά μια ποιητική συλλογή που είχα αφήσει στο γραφείο, «το σήμερα κρατάει πάντα κάτι από το χαμένο μυστήριο του χθες». Τώρα νιώθω αυτήν την πρόταση να αναπνέει κάτω από το δέρμα μου. Να την ψιθυρίζουν χίλιες γλώσσες.

Χτυπάει το ξυπνητήρι. Με επαναφέρει στην πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που εσύ δεν είσαι μέσα. Που ποτέ ξανά δε θα είσαι μέσα. Ξυπνάω και τα μάτια μου είναι πρησμένα και βουρκωμένα – φαινόμενο σύνηθες πλέον.

«Θα ξαναρθείς μόλις νυχτώσει και τ’ όνειρο πάλι την αλήθεια θα σώσει. Θα ‘μαι κοντά σου». Οι πρώτοι στίχοι που μου έρχονται στο νου. Τουλάχιστον μέσα από τα όνειρά μου δεν μπορεί να σε βγάλει κανείς. Ούτε η λογική μου, που μετράει διακόσιες πενήντα τέσσερις μέρες χωρίς εσένα. Που και οι αριθμοί ήταν εναντίον μας από την αρχή. Μια αντίστροφη μέτρηση που όμως δεν γνώριζα.

Λέω σήμερα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Να περάσω από το νέο σου σπίτι να σου πω ένα γεια.

Έχω καιρό να έρθω και να σου ανάψω ένα κερί.

 

Συντάκτης: Χάιντι Σεραφειμίδου