Διχασμένες οι απόψεις του κόσμου, λοιπόν, για το αν οι φίλοι φαίνονται στις χαρές ή στις λύπες. Στο αν θα πρέπει να απογειώνονται μαζί σου στα σύννεφα ή να σε προσγειώνουν ομαλά, μην τυχόν και φας τα μούτρα σου αργότερα. Στην τελική, ακόμα και για το αν θα πρέπει να υπάρχει καθημερινή επαφή ή όχι.

Κι όσο όλα αυτά τα «αν» βασανίζουν το μυαλό μας, ας ξεκινήσουμε απ’ τα πιο απλά. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, πόσο κοντά ήρθαμε με το κολλητάρι μας όταν κοιμηθήκαμε πρώτη φορά σπίτι του. Και λέγοντας σπίτι του εννοούμε αυτό το φοιτητικό, που αφεντικό εκεί μέσα είναι ο ίδιος. Ή αντίστοιχα πόσο γεμάτοι νιώσαμε όταν τον φιλοξενήσαμε εμείς στο κρεβάτι μας. Άλλοτε νηφάλιο, άλλοτε μεθυσμένο, είτε κλαμένο είτε χαρούμενο, δε μας ένοιαζε καμία συνθήκη κάτω απ’ την οποία συνέβη. Αρκεί που ανοίξαμε κι άνοιξε κι εκείνος την πόρτα του σπιτιού του και τρυπώσαμε μέσα. Γιατί, ως γνωστόν, βάζουμε στο σπίτι μας όσους βάζουμε και στην καρδιά μας.

Κι εφόσον έχουμε περάσει όλα αυτά τα απλά στάδια, έρχεται το καθοριστικό γεγονός να πάει τη σχέση μας ένα βήμα παραπέρα. Και δεν είναι άλλο πέρα απ’ τη στιγμή που χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι το κολλητάρι που ανακοινώνει ότι θα βρεθεί με το αμόρε σπίτι του. Αυτή τη φορά, όμως, δε σε πήρε ούτε για κάλυψη ούτε για συμβουλές. Άλλο είναι το θέμα, είναι που το σπίτι του μοιάζει με αχούρι και χρειάζεται τη βοήθειά σου. Αφού παθαίνεις το πρώτο μικρό εγκεφαλικό, κι αφού γκρινιάζεις για κανένα πεντάλεπτο, ξεκινάει τα παρακάλια και δεν μπορείς να του αντισταθείς. Λυγίζεις.

Καταφθάνεις αμέσως. Ανοίγει την πόρτα και τι να δεις! Ποτήρια και μπουκάλια παντού, ο νεροχύτης γεμάτος με στοίβα πιάτων, ρούχα πεταμένα, μπάνιο βυθισμένο σε μια λίμνη, αφού προηγουμένως έκανε μπανάκι, κι η μουσική να παίζει στη διαπασών. Αν είσαι τυχερός, θα ‘χει φωνάξει και κανέναν άλλον κακομοίρη για να γίνει γρήγορα η δουλειά. Αλλιώς σε περιμένει δύσκολο μεροκάματο.

Το βλέμμα σου απελπισμένο, μα δε σε φτάνει ο χρόνος για να κάθεστε. Ξεκινάτε κι ο καθένας αναλαμβάνει κι από ένα χώρο. Μεταξύ μας, όμως, το ξέρετε κι οι δύο πως σκοπός δεν είναι να μαζευτεί όντως το σπίτι, απλώς να φαίνεται καθαρό. Δωμάτια που δε θα ανοιχτούν αυτόματα μετατρέπονται σε αποθηκούλες που κρύβεις παπούτσια, ρούχα, σιδερώστρες, σκούπες κτλ. Συρτάρια γεμίζουν με ό,τι μπορείς να βρεις σ’ αυτό το σπίτι και μικροαντικείμενα εξαφανίζονται ως διά μαγείας στο λεπτό. Δε θα τα βρει ποτέ, σκέφτεσαι, και συνεχίζεις. Ε, εντάξει για να λέμε και του στραβού το δίκιο, το δωμάτιο το προσέχετε λίγο παραπάνω, έπειτα κάθεστε και χαζεύετε το αποτέλεσμα.

Ακολουθεί παρ’ όλα αυτά ένα ολιγόλεπτο κράξιμο για την τεμπελιά και την ακαταστασία του κολλητού, σειρά έχουν οι συμβουλές που δε ζήτησε πριν απ’ το τηλέφωνο και τέλος ο δρόμος της επιστροφής σου. Εύχεσαι τα καλύτερα, λες πως ήταν η τελευταία φορά που έγινες η παραδουλεύτρα του, κλείνεις την πόρτα και φεύγεις.

Κι ενώ το καθάρισμα το βαριέσαι απίστευτα κι υπό άλλες συνθήκες θα σου έτρωγε όλη την ενέργεια, τώρα νιώθεις ένα περίεργο αίσθημα πληρότητας. Γιατί πίσω απ’ αυτήν την εξυπηρέτηση-βοήθεια, κρύβεται η λέξη εμπιστοσύνη. Κρύβεται η φράση «Σε εμπιστεύομαι όχι μόνο να μείνεις στο σπίτι μου, αλλά να το μεταχειριστείς σαν να ‘ναι δικό σου».

Κι αυτό ξεπερνάει το όριο μιας απλής φιλίας. Έχεις μπει ήδη στην οικογένεια, χωρίς να το ξέρεις. Κι άσε τους άλλους να αναρωτιούνται αν οι φίλοι φαίνονται στα εύκολα ή στα δύσκολα.

Συντάκτης: Φένια Γκορίτσα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη